Σημαίνει και έκπληξη με θαυμασμό:
- Και σηκώνεται με τη μία επάνω και τον αρχίζει στα μαπίδιατον καραγκιόζη, τί μπιλντέρι και μαλακίες, δέν πρόλαβε να κάνει τίποτα ο τάκης. Με τρείς φάπες είχε πέσει κάτω.
-Όχι ρε πούστη!...
Ορθογραφία!... Εκτός κι'αν είμαστε χαρντκορίλα σαδιστές, το μουνί δέν το γλύφουμε, το γλείφουμε.
Προς Έλλη: Τ'αγόρια είναι όντως μαλάκες, όπως πάντα άλλωστε, αλλα μή λέμε και μαλακίες τώρα... Ορίστε μας...
Ορθογραφία!...
Δέν έχω ακούσει ποτέ την έκφραση να χρησιμοποιείται έτσι. Αντίθετα, την έχω υπόψη ώς ταυτόσημη (και μάλιστα πιό συνηθισμένη) εκδοχή αυτής εδώ.
Κατα το «ενεργήθηκα» σά να λέμε. Καλό.
Οι λεξικογράφοι λένε ύψιλον. Ο λαός όμως απαιτεί πολλές φορές βήτα και γάμμα κάπα.
Κοίτα ανηψιέ, όπως «όταν τρώμε δέ μιλάμε» κατα τη μαμά, έτσι κι'«όταν γελάμε δέ σχολιάζουμε».
Πρόκειται όντως για αρμονικές. Ειδικότερα όμως, είναι αρμονικές πολύ ψηλών συχνοτήτων, αυτές που παράγονται πάνω απ'τα πρώτα τρία-τέσσερα τάστα, ή, ισοδύναμα, πέρ'απ'την ταστιέρα (πάνω απ'τους μαγνήτες).
Στην τελευταία περίπτωση η τεχνική με τον αντίχειρα βολεύει οπωσδήποτε πολύ ---δέν μπορώ να φανταστώ πιό εύχρηστη τεχνική για να παίζεις αρμονικές (τσιριχτές) εκεί ψηλά.
«Τσιριχτές» μου τις έμαθε ένας παλιός ροκάς (γειά σου ρε Πάτρικ!), και άλλο όνομα δέν έχω ακούσει... Θυμήσου το και ρίχ'το (πάρε ενανάγκει παλιούς μαλωμένους συμπαίκτες να σ'το πούνε).
Σωστός.
Δές και βλέπω τον Χριστό φαντάρο.
Σε σχόλιο, μιά και δέν τ'ανεβάζει αλλιώς, παράδειγμα απο το grεεkTube.
Θά'λεγα οτι πρόκειται μάλλον για όταν κάθεσαι πρώτο τραπέζι και, καθώς η πίστα είναι υπερυψωμένη, ακουμπάς το πόδι στην άκρη της και μοστράρεις κάλτσα-μαίανδρο στην τέντα και άμα λάχει και τρίχα: εξαρτάται απ'το ύψος της πίστας, καθώς και απο το πόσο ψηλά τράβηξες το παντελόνι πρίν καθίσεις---σκληροπυρηνιά για μυημένους, όχι μαλακίες...
Δές και λιάρδα.
Μαζεμένα συνώνυμα απο το ιστολόγιο ενός Δημήτρη Γλέζου: Λιάρδα, τύφλα, λιώμα, σκνίπα, κουρούμπελο, φσέκι, ντίρλα, στουπί, χώμα, πίτα, φέσι, αλοιφή, γκολ, κουνουπίδι, τούτζι, κομμάτια, στρακόττο, τσαλμπουράνι.
Μάλλον θά'λεγε να κάναμε τίποτα για δαύτα: ειδική κατηγορία (ίσως υποκατηγορία στις 'Ουσίες'), ένα λήμμα, ένα αρθράκι, κατιτίς. Είν'απ'τις λίγες περιπτώσεις που υπάρχουν τόσα συνώνυμα για την ίδια φάση. Και είναι κι'άλλα που έχουμε (κώλος) ή δέν έχουμε γράψει ακόμα (μουνί), αλλα υπάρχουν πιθανά σκόρπια σε άλλα λήμματα.
Δώρο την Κοκκινοσκουφίτσα παρακαλώ στον γράφοντα!...
Μπερμπάντης είναι ο γυναικάς, αυτός που τσιλημπουρδίζει. Δέν είναι ανάγκη να είναι παντρεμένος.
Παρόμοιες ατάκες υπάρχουν απο παλιά στα ελληνικά (θυμάμαι τον πατέρα μου να μου διηγείται σχετικά ανέκδοτα δεκαετίας 40 και 50), και χρησιμοποιούνται συνήθως για να προκαλέσουν σύγχυση στο συνομιλητή (ενείδει πειράγματος). Για παράδειγμα: «ασουπερλαγί επιδεικτικάρισε», «το γουδώνεις το παράκουλο;», και λοιπά.
Το πρώτο συνθετικό παίζει να βγαίνει και απο το ανάσκελα. ("Τοπικός ιδιωματισμός" απο πού αλήθεια;)
Όχι μόνο στο στρατό. Χρησιμοποιείται και ως αμετάβατο, γκαζώνω[/]: επιταχύνω τους ρυθμούς με τους οποίους κάνω κάτι. Βλέπε και [i]τρέχω.
Το οποίο βέβαια, χάρη στους αείμνηστους αρχαίους προγόνους μας, είναι διεθνώς γνωστό ως ελληνικό σεξ.
«Σε τα μάς» δηλαδή.