(ψτ, φιλαράκι, πάνω αριστερά παίζει φάση «αναζήτηση»...)
Καλό!...
Ειδικά αμα στον παράδεισο απαγορεύεται και το κάπνισμα, πού 'λεγε και ο Μάρκ Τουέιν...
Ά, τέτοιους αλεξικογράφητους νεολογισμούς γουστάρω να τους βλέπω προσωπικά στο σάιτ. Ασφαλώς και δεν είναι αργκό, περισσότερο νέος τυπικός λόγος είναι --εξού και η προτίμηση που του δείχνουνε μεταφράζοντας στη Βικιπαίδεια. Ούτε βέβαια τοπικό, ούτε και ζαργκόν. Σπάνιο δέν θα τό 'λεγα ίδερ. Αλλα ούτε και περιττό: το διαδραστικός είναι παλιότερο (τουλάχιστον δεκαετία ενενήντα) και λεξικογραφημένο μιά χαρά στον Μπάμπη.
(Ντάξει, το «δηλαδή» δέν κολλάει στο άλα της επάνω, αλλα σε άλλες ατάκες, τύπου δώσ' της και λοιπά. Τέ'ς πά'.)
hά, αυτό πάντα το πάρσαρα γκντούπα της, κατα το άλα της, σά να προέρχεται απο ρήμα γκντουπάω δηλαδή (που δέν το έχω ακούσει, απ' αυτά που λέν «αμάρτυρα»).
Και μ' αυτήν τη σημασία του ορισμού δέν τό 'χω ακούσει, το ξέρω μόνο ως περιγραφή παντός πιθανού γδούπου, και συγκεκριμένα, πιό μεταφορικά, με συνδηλώσεις ξύλου ή σέξ:
[I]- Τρελό το μιλφάκι του Καπετάν-Μήτσου προχθές... Με πήγε το βράδυ σπίτι της, και γκντούπα της...
- Καλά που δέν σας πέτυχι' ο άντρας της, εκεί να έβλεπες γκντούπα της...
- Καλά ρε μαλάκα, σ' ελληνική ταινία ζείς ή σ' ανέκδοτο;[/I]
Το τί είναι άντρας κατα αργκό και γενικότερα, κατα την ευρύτερη λαϊκή αντίληψη είναι παρεμπιπτόντως αγαπημένο μου θέμα (έχω λήμμα στα σκαριά απο χρόνια). Νά ενα παράδειγμα.
Το ξεφιτιλιάζω τελικά τί έγινε ρ' αδερφέ, πνίγηκε στη χύτρα;
(Να προσθέσω οτι τη χρονολογία τη βρήκα στο άρθρο της Βικιπαίδειας για τον Άννινο.)
Σχετικά με τη χρονολόγηση της φράσης, κλέβω απ' τον σημερινό κυρ-Σαράντ:
[I]Την γαλλικήν φράσιν prendre la poudre d’escampette, σημαίνουσαν δραπετεύειν και αντιστοιχούσαν εις το ημέτερον δημώδες “το κόπτω λάσπην”, μετέφρασέ τις επί λέξει “έλαβε την κόνιν της εσκαμπέττης”, κόνιν ήτις δεν ευρίσκεται εις κανέν φαρμακείον.
(Μπάμπης Άννινος, [/i]Ο σύλλογος των εισαγγελέων και άλλα ευθυμογραφήματα*, Αθήνα, Ελευθερουδάκης, 1925.)*
Ε αυτό δεν εννοεί κι' ο Ογδονταέξι;
Όπως λέει κι' ο θυμωμένος και σοφός λαός, όποιος παίζει με τα οπτικά ινδάλματα τον τρών οι κότες...
Την έκφραση δέν την έχω προσωπικά, ούτε την ακούω και συχνά. Απ' τα παραδείγματα πάντως δέ φαίνεται να σημαίνει τόσο «ετερόκλητο πλήθος» όσο «πολύ».
Το ενδιαφέρον, βρίσκω, είναι οτι μπορεί να θεωρηθεί οτι πρόκειται για σύνθετη λέξη απο το συστέμι (που δέν τό 'χουμε, αλλα τό 'χω στο πρόχειρο απο αμνημονεύτων), που είναι τυπικό παράδειγμα αργκοτικού αντιδανείου.
Δέ ξέρω, το μύνημα πώς το γράφεις;...
Σωστός. Αλλα μόνο παππούδες;... Θά 'λεγα οτι πρόκειται για διαδομένο μάγκικο, ειρωνικό τύπο.
Σίγουρα για ηχομιμητικό το κόβω, όπως και τα συναφή γκάου, γκάου-μπίου, ούγκ, και λοιπά. Τώρα άν το πήραμε απο άλλη γλώσσα, δέν βλέπω να είν' ανάγκη...
(Το ~ σημαίνει σπαστή προφορά να υποθέσω;...)
Το παλιό καλό σλάνγκ ζεί ακόμα λοιπόν;... Εξαιρετικός.
Σωστός ο σφυρίχτρας! (και ένα πλήν στο πρόχειρο...)
Το συστατικό το έχει και ο Μπάμπης, το έχει και ο Τριαντά, αλλα πάντα μύριζε κάτι σε αργκό.
Το δέ «Συγχωράδικο», ασυγχώρητο ρε π'στ...
Κύριοι-κύριοι Χότζας και δεινόσαυρος, το βικέλω με τη Βελίκω καμία σχέση, έτσι;...
Όχι ρε! πώς μου 'χε ξεφύγει αυτή η κουβέντα;...
Πάτσι, παραδέχομαι, και συνυπογράφω σε κάθε λεπτομέρεια, περι θερμοκήπιο και περι λέσχη. Στο θερμοκήπιο μάλιστα, εκεί καπου στα τέλη των ενενήνταζ, έχω να το λέω οτι ήμουν κι' εγώ εκεί! --μή βαράτε, μιά η δυό φορές έγινε, είχα φίλους και νομικάριους και γιατρούς, πού 'χαν φίλους μ' αγαπημένο γκάτζετ το ξυπνητήρι κι' αγαπημένο σπόρ το τυπικό δίαθλο της βιβλιοθήκης: αγώνας δρόμου με το άνοιγμα της πόρτας, και βιβλιοβολία με το που έφταναν στο χώρισμα του θερμοκήπιου. Θά 'ταν κάποιοι ικανοί να ρίξουν πέντε βιβλία ταυτόχρονα, με την κατάλληλη δύναμη και γωνία ωστε να πέσουν και να γλιστρήσουν πιάνοντας πέντε θέσεις στη σειρά. Άχχχ... αυτές οι τέχνες που πέφτουν σ' αχρηστία...
Τα γυφτάκια που λέει ο αλίβ πάντως ούτε 'γώ τα πέτυχα ποτέ.
Κνάσο είσαι τρελή κότα, δέν είχαμ' αφιβολία...
Πάσο, απλά ειναι καλό να γράφεται και η απλή και βασική σημασία της λέξης.
Που μου θυμίζει και εκείνα που σχολίαζε ο τζόνι στο τζαστ (18/02/10), για την έλλειψη αποχρώσεων στον αργκοτικό λόγο.
Ε μιά και το έβαλες, ας δώσουμε και μια τρίτη προέλευση που δίνει ο Μπαμπινιώ, οτι μπορεί να βγαίνει απο το έξαλλα + πατάω. (Οι εκδοχές άτσαλα και έξαλλα, δίνονται εξίσου και για το τσαλαβουτάω.)
(Ού βρε κραγμένη ομοφοβικιά... :-Ρ)
Το βικέλω απ' ότι βλέπω δέν το έχει ούτε ο Πετρόπουλος.
Σωστός, όχι μόνο στην Πελοπόννησο. Και Θράκη και Μακεδονία, στα χωριά, τα γιωταχί κούρσες τα λένε (λέγανε, τουλάχιστον). Δεκαετία Ογδόντα κάργα.