Σωστή η ιρονίκ --μόνο που f σημαίνει freundlichen (φιλικούς). Το MfG ειναι βέβαια σντομογραφία, και ώς τέτοια ήδη αρκετά ανεπίσημη σε μέιλ (δέν ξέρω αν χρησιμοποιόταν και παλιότερα), αλλα αυτό που χρησιμοποιείται ακόμα πιο χαλαρά και ανεπίσημα είναι το lg (liebe Grüßen).
Η λούμπα είναι επίσης πανελλήνια λέξη, και σίγουρα δέν προέρχεται απ' τ' αγγλικά, αλβανική ειναι, τα λεξικά συμφωνούν.
Πάντως να πώ οτι στα βόρεια δέν θυμάμαι να την έχω ακούσει κυριολεκτικά, παρα μόνο στη φράση πέφτω σε/στη λούμπα.
Καλώστονε τον ρομαντικό μας πηδίκουλα, αλλα να πούμε οτι το αναδεξιμιός είναι ευρύτατα διαδομένη λέξη. Απο Σπάρτη ώς Θεσσαλονίκη, και βάλε.
Και όσο για το λούμπα, άχ-αχ-άχ ιρονίκ...
Να θυμίσουμε οτι το σκατά χρησιμοποιείται έτσι γενικευτικά-αποσιωπητικά και σε κλασική ταβλαδόρικη κουβέντα.
Την έχει χρησιμοποιήσει κι' ο Παπαντωνίου απ' ότι φαίνεται, πιθανότατα μετά τον Κονδυλάκη. Ο Γεωργακάς δίνει ενα παράδειγμα στο λήμμα αδιάκριτος, άν και δέν ξέρω απο πού κρατά η σκούφια του.
Μπαρεμπιμπτόμπως, ο Τριαντάφυλλος την αγνοεί τη φράση, ο Μπάμπης όμως όχι.
Καί τα δύο παίζουν, καί σαν στερεότυπη ατάκα-γείωση, καί σαν αποσιωπητικά. Άλλα τέτοια αποσιωπητικά: δείξος-ποίξος, κάνω, ράνω, δείχνω. Ωραίο θεματάκι για λήμμα.
Η έκφραση, πλάκα-πλάκα, υφίσταται τουλάχιστον απο τέλη 19ου αιώνος:
[I]— Τι μούτρα είν' αυτά, μωρέ; Ποιος σ' έκαμ' έτσι;
— Μην τα ρωτάς! Γένηκαν τραγικά πράμματα. Δε σούλεγα πως θα βρω μπελλά; Ένας παλιάνθρωπος απαλλαγέντας ήθελε και καλά να πη πως δεν ήμουνα στο Βελεστίνο. — «Ώστε ψέματα λέω εγώ; — Ψέματα, μου λέει. — Εγώ, μωρέ; — Εσύ» Του καταφέρνω ένα σκαμπίλι και πιανόμαστε. Του δίδω, μου δίδει. Στο ύστερο τραβώ την κάμα και τον αρχίζω. Πελέκημα σωστό.[/I]
Απ' το χρονογράφημα του Ιωάννη Κονδυλάκη που έλεγα σήμερα στο -ούμπα, «Ο φανατισμός - εκλογική ψυχολογία» (Φλεβάρης 1899), απο το Ενώ διέβαινα, εδώ.
Πάτσις, κάνε ένα σέρτς στο γιουτιούμπ με «Κούλα Χαράλαμπε», κλασικό χαρρυκλυννικό σκετσάκι ειναι. (Πρέπει να είν' αυτό εδώ, δέ μπορώ να το τσεκάρω ο ίδιος τώρα.)
Φοβερός ο Παπάρας το 2008.
Απο πού βγαίνει άραγε το επίθημα, ξέρει κανείς;... Λίγες λέξεις έχουμε στα λεξικά που να τελειώνουν σε -ούμπα, και σε καμιά τους δεν φαίνεται να πρόκειται όντως για μεγεθυντικό επίθημα (δείτε πιχί στην Αναστασιάδη-Συμεωνίδη).
Πάντως, το επίθημα όπως το ξέρουμε σήμερα το βρίσκουμε σε μιά σχετικά γνωστή ιαχή επι εποχής Τρικούπη βέρσους Θ. Δηλιγιάννη, δηλαδή μιλάμε για τέλη δέκατου ένατου. Το βρίσκουμε σε ένα αυτοβιογραφικό κείμενο του ζωγράφου Περικλή Βυζάντιου (το βρίσκετε εδωπέρα), αλλα υπάρχει καταγραμμένο και σ' ένα χρονογράφημα του Κονδυλάκη που λέγεται «Φανατισμός - εκλογική ψυχολογία», γραμμένο το Φεβρουάριο του 1899, στη συλλογή Ενώ διέβαινα (μπορείτε να το βρείτε ολόκληρο εδώ). Τον Κονδυλάκη τον βρίσκω ταιριαστότερο στο σάιτ, όχι λόγω πολιτικολογίας (...), αλλα επειδή μιλάει για ένα μαγκίτη χαρακτήρα. Αντιγράφω απόσπασμα:
[I]Προχθές διέβαινε μία δηλιγιαννική διαδήλωσις· και κάποιος, αποσπασθείς από το πλήθος, επλησίασεν εις το πεζοδρόμιον και μου έρριψεν, ως πιστολιάν, μίαν βραχνήν κραυγήν:
— Κορδόναρος! Κορδονάραρος! Και τους δεκατρείς!
Εδυσκολεύθηκα ν' αναγνωρίσω τον μαχητήν του Βελεστίνου υπό τους μώλωπας, τους οποίους είχεν εις το πρόσωπον.
— Τι μούτρα είν' αυτά, μωρέ; Ποιος σ' έκαμ' έτσι;
— Μην τα ρωτάς! Γένηκαν τραγικά πράμματα. Δε σούλεγα πως θα βρω μπελλά; Ένας παλιάνθρωπος απαλλαγέντας ήθελε και καλά να πη πως δεν ήμουνα στο Βελεστίνο. — «Ώστε ψέματα λέω εγώ; — Ψέματα, μου λέει. — Εγώ, μωρέ; — Εσύ» Του καταφέρνω ένα σκαμπίλι και πιανόμαστε. Του δίδω, μου δίδει. Στο ύστερο τραβώ την κάμα και τον αρχίζω. Πελέκημα σωστό.
— Και τον εσκότωσες, σκυλί;
— Μ' είχε στραβώσει ο θυμός και δεν είδα τι έγινε. Αλλά βέβαια θα τον εσκότωσα. Τόσες μαχαιριές δεν πήγανε στον αέρα. Σαν μας χωρίσανε του λέω:
— «Είσαι Ελιά, ρε βλάμη; — Ελιά, ναι. — Τότε εγώ είμαι Κορδόνι· κι' απ' αυτή τη στιγμή είμαι πυρ και μανία με το Κορδόνι! Μ' εφανάτισες».
— Ώστε τώρα είσαι;...
— Ντεληγιάννης και το νύχι μου!
Αι κραυγαί των Κορδονικών επλήρουν την οδόν, ως ποταμός βοής. Ο δε μαχητής του Βελεστίνου εξηκολούθησε:
— Μα μπορεί ένας άνδρας με αίμα, ένας δερβίσης να μην είνε με το Κορδόνι; Το λες και γεμίζει το στόμα σου. Το φωνάζεις και βροντά σαν τουφεκιά, σαν χαλκούνι!
Και διά να μου αποδείξη τους λόγους του, εφώναξε με όλην την δύναμιν των πνευμόνων του:
— Κορδονάραρος!
Έπειτα με φρενίτιδα αληθινού δερβίσου εκ των ωρυομένων ώρμησε προς τα κάτω, τρέχων διά να φθάση την απομακρυνομένην διαδήλωσιν και βρυχώμενος:
— Κορδόναρος! Κορδοναρούμπαρος![/I]
Στο ομώνυμο λήμμα στις «Λέξεις που χάνονται», αναφέρει ο κυρ-σαράντ και το αγκάνια ώς συνώνυμο. Λέει επίσης, όπως πιο πάνω ο Χόντσας, οτι το καλικούτσα το πήραμε μάλλον απ' τα αλβανικά.
Ο Καραγάτσης πάντως είχε πατέρα πατρινό και μάνα λαρισαία.
Η κατάληξη -όσαντε του παρατατικού στην «Κυρία Νίτσα» του Καραγάτση (που υπάρχει ονλάιν, πιχί εδώ):
Τα γράμματα, παρόλη την χτηνωδώς παιδική επιμονή μου, αραδιαζόσαντε άτακτα και χοντρά πάνω στο χαρτί.
Αλήθεια, η ατάκα μόνο σε μένα έχει μείνει και τη λέω (όταν κάποιος πέφτει), ή τη λέει και κάνας άλλος;
Για να μή μπερδευτεί κανείς: ο ορισμός τροποποιήθηκε αφού το ζήτησε ο σφυρίζων.
Η ευχαρίστηση είναι όλη δική μου. (να βάλω και το λίνκ;...)
Τί σόι νεύρα τελοσπάντων θέλει να κάνει κανείς μιά άλφα δουλειά τέτοιες μέρες χωρίς να σπαμάρει για πολιτικά;...
Έ, αν είναι έτσι...
Σίγουρα δέν έκανα το ψάξιμο του αιώνα στο λήμμα, αλλα όσο κι' αν σκέφτηκα τα ραγκάτσο και ρόγκ, δέν ένιωσα να είναι σχετικά. Ίσως έπρεπε να τ' αναφέρω έτσι κι' αλλιώς βέβαια (εδώ ανάφερα τον Χριστιανόπουλο δηλαδή, έλεος...).
Τελοσπάντων, τη ντοπιολαλιά της μάνας μου δέν την κατέχω, αλλα απ' όσο την ξέρω δέν παίζουν και πολλά ιταλόφερνα. Σηκώνει παραπάνω ψάξιμο το θέμα, ελπίζω να επανέλθω και στο μεταξύ σας ακούω.
Πώς να έφτασ' όμως η λέξη εκειπέρα;... Υπάρχει αυτή η ρίζα σε άλλες ελληνικές λέξεις; (βρίσκω μόνο αυτό στην Πύλη) Δέν το κόβω, αλλα δέν κόβω και τα νύχια μου.
Όχι ρε π'στ, κι' εγώ που το σχήμα γνωστού αγνώστου το είχα για παιχνιδιάρικο... Αναρωτιέμαι τί θά 'λεγες αν τό 'χα πεί «σχήμα έλλεψης αντικειμένου-υποκειμένου»...
Ωραίο!
Σφού, πάρε όλο τον χρόνο που χρειάζεσαι, κανένας δεν είναι σε βιασύνη.
Αυτό πανελλήνιο μάλλον δέν το λές, αλλα απ' ότι βλέπω πελοποννησιώτικο στάνταρ (όχι μόνο λακωνία).