Εγώ πάντως αυτό το ξέρω ώς θα πεθάνουμε. Παίζει όμως και το θα σκορπίσουμε (κάποιοι λένε και καλά εκμοντερνισμός του διασκεδάζω, αλλα μήν τους πιστεύετε) και φυσικά το θα λιώσουμε.
Ο ορισμός επίσης είναι λίγο στενός. Το ίδιο μπορεί κάλλιστα να ειπωθεί για κάθε γλέντι δίχως αύριο, ανεξάρτητα απ' το τί μουσική και άν, τί ξίδια και άν, τί ναρκωτικά και άν, τί γκόμενες και άν, και τα λοιπά.
Αυτό το -ξ το ακούω πλάκα-πλάκα αρκετά αντί για το -ς, είτε σε αρσενικά, είτε σε παλαιοελληνικά επιρρήματα σε -ώς/-ως και λοιπά. Μή σου πώ, το ξί αντικαθιστά γενικότερα το σίγμα, σε ύφος και καλά κοροϊδεύουμε τώρα. Κλασικό και το σχολικό μιμιδιακό ξυν- αντί για σύν- αλα Θουκυδίδη.
Ε ναί ρε παιδιά...
Τώρα, άσχετο, αλλα μου θύμισες απίστευτο σημείωμα σε ερειπωμένο κατάστημα της Ιασονίδου στη Σαλονίκη πρι κάνα μήνα, που έγραφε «ΜΕΤΑΦΕΡΘΗΚΑΜΕ ΒΟΥΡΓΑΡΗ χ» (δέ θυμάμαι αριθμό).
Κατηγορία «ρατσιστικά» υπήρχε απ' όσο θυμάμαι απο παλιά. Το πρόβλημα ήταν για καιρό να καταλάβουμε πώς «πρέπει» να γράφουμε τέτοιους ορισμούς εδωμέσα. Νομίζω μιά καλή αίσθηση για το πώς διαμορφώθηκε η κατάσταση είναι τα (πολλά) σχόλια στην καφρίλα, που σώζονται ακόμα, ευτυχώς.
Για άραβες δέ ξέρω (άκους εκεί «ως γνωστόν»... αλλα βέβαια, μάθαμε κάτι, και ξαφνικά πρέπει να το ξέρουν κι' όλ' οι άλλοι... καί ξερόλας καί μετριόφρων, κατάλαβες;... τέλος πάντων, ας μή μιλήσω), λοιπόν, δέ ξέρω για άραβες, αλλα και στα ελληνικά το πί γίνεται φί πολύ συχνά --συχνά λόγω ανομοίωσης που λένε, πιχι πίπτω > πέφτω, πτωχός > φτωχός και τέτοια, όπως ανάλογα και κτίζω > χτίζω ας πούμε. Αλλα την αλλαξοκωλιά β και φ, ενώ μου φαίνεται εντελώς φυσιολογική, δέ μπορώ να τη θυμηθώ καθόλου αυτή τη στιγμή μέσα στα ελληνικά.
Σάλι, πρίν να κάνουμε ταμπού μας τα αυτοαναφορικά και τις λεξιπλασίες (καθότι αυτορυθμιζόμενη κοινότητα), είχαμε ταμπού μας τα ρατσιστικά. Κάπως έτσι. Κάποτε να φανταστείς, οι μισητοί μοντεράτορες μου είχαν κατεβάσει και το μογγολάκι -που φυσικά ξαναβρήκε τη θέση του στο λημματολόγιο πολλαπλώς.
Εσύ στην πλάκα-πλάκα, θα κάνεις κόσμο να πιστέψει οτι δέν σε σκίζω στο τάβλι κάθε φορά που παίζουμε... Κοίτα να δείς κύριε κατι θρασίμια...
Απο πού να το πρωτοπιάσεις αυτό το λήμμα... Πολύ πράμα.
Λοιπόν, για το τανζανιάρης που λές, ίσως να συμφύρει Τανζανία απ' τη μιά και δαίμονα της Τασμανίας, το καρτούν, απ' την άλλη. Λόνγκ σότ, αλλα εκεί πηγε το νού μου. Σημασιολογικά στέκει απ' όσο καταλαβαίνω, κι' απ' την άλλη, να μπερδεύεις ενελλάδι την Τασμανία με την Τανζανία δέν θα μού 'κανε έκπληξη.
Άσχετο: έχουμε άλλες λέξεις για κάποιον που έχει κάνει ή είναι φυλακή εκτός απ' το φυλακόβιος;
Τα σέβη μου στην παρέα. Φοβερή λέξη και προέλευση.
Δεινό, έχεις πρόχειρες άλλες λέξεις τούρκικες, παρμένες απ' τα ελληνικά, οπου το β, ο φθόγγος, να έγινε φ;
Μήν τον ακούτε αυτόν τον ότι νά 'ναι, όλο σαχλαμάρες λέει, που τις βγάζει απ' το κεφάλι του, για να γειώνει τις ωραίες μας κουβέντες.
Ιρονίκ, έτσι ρε τα παλιόπαιδα!... Μόνο που, ο συγκεκριμένος κανόνας δέν νομίζω να υπάρχει, το δεν πάμε μιά ταβέρνα; στέκει και καραστέκει. Ή μήπως εννοείς κάποιον επιτονισμό που δέν πιάνω;
Εγώ νομίζω κρατάω τα εξής σ' αυτήν τη φάση:
(α) ένας/μία/ένα: αόριστο άρθρο αντί για οριστικό, έτσι απλά (σκληρή αργκοτίλα). Της ίδιας χρήσης εδώ και το κανένας/καμιά/κανένα (και κάνας/καμιά/κάνα)
(β) μία: μειωτικό ή χαϊδευτικό επιρρηματικό.
Πολύ εύστοχο αυτό που λέει η σαλίνα για το λίγο, ενώ κι' ο στέέφαανοος (ούπς, σόρι για το χασμουρητό :-Ρ) όταν μιλάει για συντομία, χρονική-ξεχρονική, πάλι έτσι το καταλαβαίνω, οτι υποβαθμίζουμε (όχι με κακή έννοια) ότι ακολουθεί.
Το οποίο πάλι είναι αργκοτικό ύφος, και μάλιστα σε πολύ θεμελιακό επίπεδο: εκεί που η υποβάθμιση αυτού στο οποίο αναφέρεται κανείς λειτουργεί μεγεθυντικά γι' αυτόν που το αναφέρει.
(γ) μία: ρυθμικό μόριο, με κυρίως συντακτικό ρόλο δηλαδή παρά σημασιολογικό (όχι ακριβώς αργκοτική η χρήση αυτή, αλλα σίγουρα όχι της τυπικής γλώσσας). Παρόμοιο ρόλο (όχι απαραίτητα τον μόνο) παίζουν πότε-πότε και ένα σωρό άλλες λέξεις, πιχι ξερωγώ, και, και καλά, σε φάση...
Είναι όταν χρησιμοποιούμε τις λέξεις για ευφωνία, για να μας πέσει ο τόνος (η έμφαση) εκεί που θέλουμε, ή υποκύπτοντας στο χόρορ βάκουι (ο τρόμος της παύσης!) και λοιπά --λεπτά σημεία, αλλα έτσι στήνεται το ύφος μεταξύ άλλων, ντάξει.
Όσο για τον «προορισμό» που επιμένει ο εαρέντιλ, δέν το βλέπω ρε να πάρει. Κολλάνε κάθε λογής ονόματα εδωπέρα, όχι μόνο τόποι, πιχί: «-Παπακωνσταντίνου τον έχουμε; -Μέσα! Πάμ' εναν Κουρσάρο ν' απογειωθούμε λέμε!... -Θού ρε όρνιο, όχι Βού!» Τέ'ς πά', κάπως έτσι... Πάντως το «ξεκίνημα μιας ενέργειας» κάτι μου λέει, αλλα πάλι δέν το βλέπω καθαρά. Χμού.
Τέλος πάντων, βιαστικά αυτά, εδώ ειμαστε.
[ρε σύ, όποτε γράφω βιαστικά με πιάνει μιά μανία να βάζω τα πράματα σε λίστες... τί να λένε οι γιαλόμες επαυτού;...]
και της κάνω μία «είσαι μαλακισμένη», και μου κάνει μία «είσαι και φαίνεσαι», και σκάει κι ο Γιώργης και μας κάνει μία «σκάστε ρε σας έχει ακούσει όλη η πλατεία» και του κάνουμε και μεις μία «ρε άντε γαμήσου, σε ρωτήσαμε;». άΧΑΧ¨ΑΧ¨α΄χαχά
Ενδιαφέρον λήμμα, αλλα λίγο θολός ο ορισμός, θα έλεγα.
Απ' τη μιά, χρησιμοποιούμε το αόριστο άρθρο γενικότερα (ένας/μία/ένα) για ονόματα (όχι μόνο τοπωνύμια), είτε για να μιλήσουμε, ακριβώς, αόριστα, σε φάση «πάμε μιά ταβέρνα σήμερα, έτσι, γι' αλλαγή;», είτε, καθαρά αργκοτικά, αντί για το οριστικό άρθρο: «πάμε μια Τομπουρλίκα σήμερα, έτσι, γι' αλλαγή;». Άλλο παράδειγμα: «-Τελικά πότε κατεβαίνεις Αθήνα ρε; -Έ, αύριο θα τσιμπήσω ενα τρενάκι των δέκα λέω».
Απ' την άλλη, το μία χρησιμοποιείται ξερά σαν αργκοτικό μόριο, περισσότερο για λόγους ρυθμού παρά με κάποια συγκεκριμένη σημασία. Για παράδειγμα, το επάνω μπορεί ν' ακουστεί και έτσι: «-Τελικά πότε κατεβαίνεις Αθήνα ρε; -Έ, αύριο θα τσιμπήσω μία ενα τρενάκι των δέκα λέω».
Και μάλλον το ζήτημα σηκώνει παραπάνω ξεθόλωμα. Στα υπόψιν. Ωραίο θέμα. Που μάλιστα δέν πρέπει να συγχέεται με τον άλλο βασικό ορισμό του Κάνινγκ.
Σωστός! Αυτό απ' όσο ξέρω λέγεται συχνά και μές στην Πάτρα, ίσως μόνο απο παλιούς όμως. Πάντως, απο μικρή πατρινιά το έχω εγώ. Και σίγουρα δέν τό 'χω ακούσει ποτέ κατα Βορρά μεριά.
Σωστός. Μή ξεχνάμε και τα μοντέρνα μαζέματα υπογραφών στο δίκτυο, για κάθε λογής σκοπούς, θεάρεστους και μή.
Και γιατί «μαγιάτικο»; Τί το φτηνό εχει ο μήνας;
Πολύ ωραίο!...
Όσο για τα μου αρέ', σου αρέ' και λοιπά, ντάξει, αυτά ειναι κομμέ.
Γειά σου ρε ιρονίκ, έλειπε εδώ και χρόοοοοονια...