Μπά, λάθος είναι. Εντελώς όμως. Τελοσπάντων, ούτ' εγώ το 'χω ακούσει.
Άχ, η πρό οριτζινάλ παραδειγμάτων εποχή του σλάνγκ τζι άρ...
(Μ' αρέσει πάντως που απο χθές έχει ο ορισμός καλύτερη βαθμολογία... Ότι νά 'ναι ρε π'στη...)
Εμείς οι παλιοί, απο παλιά στη μαλακία...
Πλάκα-πλάκα ρε παιδιά, τί 'ν' αυτό;... Την έχετε ακούσει τη φράση κόβω φλέβες με τη σημασία αυτού του ορισμού, ή απλά ειχα πάρει φόρα εκείνη τη μέρα;...
Γειά σου ρε βαγγελάκη, ωραίος!... :-Ρ
Άρα, τίκρα και μαρμελάδα... Την λέμε και αλλιώς την κυψελίδα;
Ε όχι ρε Πανκέλις, έλεος πιά!
Βρε άσ' το τώρα που μπήκε... Έχει και επιπλέον πληροφορία άλλωστε.
Πσσσς!... Φοβερή δουλειά.
Συνώνυμο του αφήνω ιστορία δηλαδή.
Σά να λέμε το Ογδοντατρία κι' εσύ;
Εγώ μιά φορά το πρωτοάκουσα αρχές δεκαετίας Ενενήντα.
Μάλιστα, τόσο διαδεδομένη που την έχει και ο Τριαντά (ενώ ο Μπάμπης, βήτα έκδοση, προφανώς είναι πικροαίματος και δέν καταγράφει τη σημασία).
Σωστός! Πολύ διαδεδομένη και παλιά κουβέντα σχετικά με τα κουνούπια, άν και γενικότερα, για αρρώστιες, δέν την έχω ακούσει.
Παιδιά, απο πότε θυμάστε το ανέκδοτο; Γιατι γερμανιδάκι μου το είπε τις προάλλες ως απόσπασμα απ' το βιβλίο του αυστριακού Βατσλάβικ, «Anleitung zum Unglücklichsein», («Φτιάξε τη δυστυχία σου μόνος σου»), πρωτοκυκλοφορημένου το 1983.
Η ιστορία φαίνεται να είναι αρκετά γνωστή απ' το βιβλίο, δείτε και στο άρθρο της γερμανικής Βικιπαίδειας, και αναρωτιέμαι αν βρήκαμε την πηγή του ανεκδότου, ή μήπως ο τύπος το δανείστηκε απ' αλλού --που μόνο απίθανο δεν είναι φυσικά.
Το οποίο σε φιλολογικά το λέμε και «συμφυρμό» δηλαδή.
Ό ρε αηδίες!... Ωραίος.
Γειά σου ρε δεινόσαυρε! Νά 'σαι καλά, ήταν απορία πολλών χρόνων.
Γιατί άραγε; (Δέν τό 'χω ακούσει.)
Σωστός, μιά φορά ο Μbάμbης συμφωνεί.
Ναί, πρέπει να ξέρεις φίλε βουλγαροκτόνε οτι ο φίλος και επιστήμων τζίζας θεωρεί τα ταξίδια στο χρόνο ατεκμηρίωτα.
Ωραίο λημματάκι, να πούμε πάντως οτι τα περι χασισιού, μύθος.
Χότζας, αυτό που λές εκεί για το «για να μαύρο», ποιό τραγούδι είναι; Μήπως εννοεί «γιά 'να μαύρο» (για ένα μαύρο);
Σωστό το λήμμα, αλλα κάτσε: πουτσοπνίχτη δε λέμε τον ομό;... Εγώ έτσι το ξέρω, και φαίνεται και στα δύο τελευταία παραδείγματα καθαρά. Με την έννοια του ορισμού δέν τό 'χω ακούσει ποτέ.
Σωστός ρε Βράστα, με πρόλαβες. (Για τον ορισμό λέω, το σχόλιο δέν το πιάνω...)
Ωστόσο, δέν το βγάζω ακόμα απ' το πρόχειρο. Η βρομιά στη μουσική δέν είναι μόνο θέμα χροιάς, επεκτείνεται και σ' όλα της τα στοιχεία (ρυθμός, μελωδία, ότι). Θα επανέρθω κάποτε, ελπίζω. Πάντως, να δώσω παραδέιγματα βρόμικου παιξίματος με τη γενικευμένη έννοια, οπου δέν υπάρχει παραμόρφωση, και οπου μάλιστα δέ μιλάμε κάν για «ρόκ» απαραίτητα (με τύπους που έτυχε νά 'χω κολλήσει τον τελευταίο καιρό, όχι οτι είναι απαραίτητα οι χαρακτηριστικότεροι η δε ξέρω τί): 1, 2.
Όκ κέικ. Πάντως τα ποδανά τα ακούω ευρέως εδώ και πολλά χρόνια, απο δεκαετία ενενήντα πές, τουλάχιστον Θεσσαλονίκη μεριά, και σίγουρα σε πάν' απο μία παρέες. Θα άξιζε να το χρονολογήσουμε το φαινόμενο.
Δέ βλέπω όμως να εννοείς κάτι διαφορετικό απο τα ποδανά (τα οποία δέν είναι καθόλου έσχατο φαινόμενο).
Ναί ε; Ίσως πάλι να πρόκειται για γλωσσική παραδρομή ομως, όπως την πάτησα κι' εγώ. Τέ'ς πά'. (Τα εναλλακτικά τουλάχιστον τά 'χω πιάσει στους άλλους ορισμούς.)