Με τους τσαμπουκάδες των φυλακισμένων ασχολείται ο Πετρόπουλος στο πρώτο κειμενάκι του «Τσαμπουκάδες, ήτοι τατουάζ», στα Της φυλακής (Νεφέλη 1980).
«Γιουρουμέκ», θένξ...
Ένα άλλο που μού 'λειψε στον ορισμό, είναι καμιά αντιπαραβολή με το απτάλικο ζεΐμπέκικο, αν υπάρχει κάτι να πεί κανείς (εκτός φυσικά απ' τη διαφορά στο ρυθμό, απ' ότι ακούω).
Τα σέβη μου, στέφ.
Ανθυπολεπτομέρειες: Απ' το yürüyüş, που αναφέρεται στον ορισμό, και που καταλαβαίνω οτι είναι ουσιαστικό, βγαίνει άμεσα και το γιουρούσι. Το δέ γιούργια, μας λέει ο Τριαντά, τό 'χουμε απ' την τουρκική προστακτική yürü, δηλαδή απευθείας απο ρήμα (ποιό ρήμα; δέν έψαξα, ίσως το yori, που λέει επάνω ο στέφ).
Σαφώς και θα δίνει, αφού καραλέγεται. Ακόμα ρε γαμώτ' με τη βαθμολοβαθμολογία ασχολιόμαστε;... Γκρόου άπ ρε παίδες. Νισάφι.
(Τετράκις το γαμιολο- βρε... :-Ρ)
Καλό!
Φίλος παλιά συζητούσε με αδερφό του για την πιό δυνατή βρισιά, και η συζήτηση γρήγορα κατέληξε στο γαμιολογαμιολογαμιολογαμιολογαμιό (νομίζω ήταν όντως τετράκις).
Συμμαζέψουουουου...
Και ερώτηση προς όλους: αυτά τα θηλυκά σε -ω, παραδοσιακά, τί πληθυντικούς σχηματίζουν;
Ψείρισμα: ξανακοιτώντας τον Τριανταφυλλίδη, είδα οτι παίζουν καί «προληπτικές» (αντωνυμία πρίν το όνομα, όπως εδώ) καί «επαναληπτικές» (αντωνυμία μετά το όνομα). Σελίδες πιντιέφ 122-3, βιβλίου 130-1.
Σωστή!...
Κοιτώντας τη γραμματική του Τριανταφυλλίδη που μας βρήκες τις προάλλες, έμαθα οτι τις προσωπικές αντωνυμίες τέτοιου τύπου (που συντάσσονται στην ίδια πρόταση μαζί με το όνομα που υποτίθεται αντικαθιστούν) τις λένε προληπτικές.
Επίσης, αξίζει οπωσδήποτε ψάξιμο η αλλαγή ρημάτων απο αμετάβατα σε μεταβατικά, γενικά, στην καθομιλουμένη και στην αργκό (δείτε και σχόλιο 30/11/10 απο τζόνμπλάκ εκεί). Στα κρατούμενα.
Το θανατικός με τη σημασία «φανατικός» είναι επίσης απ' τα κλασικά παρακούσματα που λέγονται πολύ απο παιδιά. (Άλλα τέτοια;...)
[Χότζας-μόουντ]Απ' την άλλη, μπορεί και να προέρχεται απ' τη λέξη μαουνόπανο, παλιά βρισιά ναυτικών, επι εποχής Κανάρη και βάλε, όταν η λέξη μαούνα, απ' τα τρικάταρτα πολεμικά του Μπυζαντίου, κατέληξε να σημαίνει ρυμουλκούμενο που δέ βγαίνει ποτέ απ' το λιμάνι.[/Χότζας-μόουντ].
Μας θύμισε ο Γκάτζμαν τον «Κλέαρχο, τη Μαρίνα και τον Κοντό» του Τσιφόρου (1960), πού 'ναι γεμάτο ατάκες (φυσικά). Η ατάκα του λήμματος ως τάπα απ' τη Βασιλειάδου στον Αυλωνίτη, σκηνή απ' το 9:47 ώς το 10:09.
Έχω ακούσει το ελεημοσύνη μ' αυτήν τη σημασία, αλλα όχι αυτό εδώ. Για την προέλευση να υποθέσω αγγλισμός με επίδραση του αδελφές του ελέους;
Πάντως τη φράση την ξέρω, με τη σημασία «το γαμήσι της αρκούδας» ξερωγώ. Δηλαδή, ανήλεο γαμήσι, δίχως έλεος, τόσο και τέτοιο γαμήσι που να λές «έλεος» και παρόλ' αυτά να συνεχίζεις. Και μ' αρέσει εδώ οτι το έλεος χρησιμοποιείται δίνοντας την αντίθετη σημασία, άν και δέν θα έλεγα οτι αλλάζει πρόσημο: είτε πρόκειται για εμφατική γενική (απ' το επιφώνημα έλεος), είτε, το πιθανότερο, για συντακτική αυτονόμηση του του ελέους απ' το αδελφή του ελέους και πάλι, ώς εμφατικού σχήματος.
Μπά, δυστυχώς άργησες με το Νικολαΐδη, έχω χαλάσει εδώ και χρόνια...
Το παρτάλι να πούμε οτι σημαίνει και «εξουθενωμένος, κουρασμένος»:
[I]— Τί χάλια είν' αυτά;...
— Άσε ρε, είμαι παρτάλι, χθές το γάμησα. Μετά τη δουλειά καρφί για πέντε επι πέντε με τα παιδιά, με το που γυρνάω σπίτι βραδάκι σκά η Νίνα ξαναμμένη, σούξου-μούξου μέχρι τα μεσάνυχτα, έ, και για να χαλαρώσω λιγάκι πρίν τον ύπνο, πατάω κι' ένα γουιτσεράκι, εννοείται...
— Ε καλά, εννοείται.
— Ε και έπεσα για ύπνο στις εξίμισι...
— Τώρα είναι οχτώ...
— Γιατί, σου είπα οτι κοιμήθηκα;...[/I]
Παραδέχομαι Γκάτζ, σωστός. Η ταινία και εδώ, η ατάκα στο 8:12. Μάλιστα, απ' όσο ακούω, ο Ρίζος λέει πράγματι σιντεγκλέρια κι' όχι το μεταγραμμένο σιντεκλέρια του επάνω συνδέσμου (που το γράφει και με ύψιλον, συντεκλέρια).
Ωραία τα ετυμολογικά, προσωπικά θα κρατούσα την απλή εξήγηση, τουλάχιστον μέχρι να μας πεί κι' ο γάλλος επιστήμων. Ή άντε, ο Μουχουσού.
Έλα ρε! γιά δές... Σωστός. Τη λέξη την ακούω και τη λέω κάργα.
Δηλαδή, άν ο Νικολαΐδης ήταν βόρειος, θα είχαμε «Τα παρτάλια τραγουδάνε ακόμα»;... Που έχει πλάκα, γιατι όπως και στην ταινία με το ρεμάλι, και το παρτάλι μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως φιλική προσφώνηση (άν και όχι συχνά).
Να πούμε κι' οτι βγαίνει απευθείας απ' το τούρκικο partal, που σύμφωνα με ονλάιν λεξικά έχει την ίδια κυριολεκτική σημασία, δηλαδή «κουρέλι, παρτάλι».
Εμ έχει και άδικο; Τέτοια δικαιολογούνται τους πρώτους μήνες, άντε χρόνο, αλλ' απο κεί και πέρα καταντάει κι' εκνευριστικό και γελοίο.
Αλλα έχει τόσους έλληνες στη σκοτία που να γίνονται και τακτικά γκρίκ νάιτς;... Ενδιαφέρον. Για ποιά πόλη μιλάμε;
Ναί, μάλλον προς το ψευτογαλλικό, καθότι περι κιουρίας ο λόγος. Το άκουγα πάντα και με μιά φάτσα αλα Μαντάμ Σουσού, και πάντα απο γυναίκες.
Κάτι τέτοια τα παίζουν μόνο στο Λεμπέτ.
Σίγουρα πρόκειται για ψευτοχωριάτικο; Προσωπικά τό 'χω ακούσει (μπόλικες φορές) όχι με χωριάτικη, αλλα πάντα με ξενική προφορά, όπως έχουν οι γερμανοί το ü ας πούμε, ή όπως προφέρουν οι αγγλόφωνοι το Kyrie eleison. Άλλωστε, για χωριάτικο θα περίμενα ν' ακούσω κάτι σε κερά/κυρά ή κερία (αυτό προς το μάγκικο).
Έχει πλάκα που η φράση ακούγεται και στην καθημερινότητα του θετικάριου, η ίδια και σε παραλλαγές:
[I]— Βρε παπάρα, ο δείκτης σου εδώ πρεπει νά 'ναι ζυγός, τί τον αφήνεις να τρέχει σ' όλο το Νί;
— Δηλαδή;...
— Τί «δηλαδή» βρε όρνιο, ζυγός, άρτιος, δύο επι σκατά, πώς να σ' το πώ;!... Γυμνάσιο έβγαλες που μου θές και πληροφορική;...[/I]
Σά να λέμε, το ταβλαδόρικο «έξι και σκατά» αναφέρεται σ' ολόκληρο το σύνολο απο τις επιθυμητές ζαριές: έξι κι' άσσο, έξι δύο, και τα λοιπά μέχρι εξάρες.
Καθότι παιχνίδι που έχει να κάνει με μέτρηση, παρόμοια μαθηματικά υποβόσκουν και σ' άλλες ταβλαδόρικες ατάκες:
[I]— Όπα! Ξεβρακώνουμε παραμάνα;
— Αφου δέν τις έχω ρε μαλάκα...
— Άν κατείχες, θα τις είχες κύριε. Έλα ένα οχταράκι τώρα... [ρίχνει ζάρια] Έεεεετσι! [κλάκ!] Πέντε και [κλάκ!] τρία, οχτώ.
— Ε τα γαμάν αυτά τα παιδιά ρε π'στ'...
— Ποδήλατο είπαμε ξέρεις;...[/I]
Για το γαμήσι βέρσους γαμίσι.
Το -ήσι είναι κατάληξη που κολλάει (μεταξύ άλλων) σε ρίζες ρημάτων που τελειώνουν σε -άω και -ώ --και απ' ότι καταλαβαίνω προέρχεται απλώς απ' τον αόριστο των ρημάτων σε -ησα, όπως και άλλες τέτοιες καταλήξεις: γενν-ησιμιό, παρατήρ-ηση, περπατ-ησιά και λοιπά.
Το -ίσι απ' την άλλη, καταλαβαίνω οτι σχεδόν πάντα προέρχεται απο τουρκική (απ' τ' αραβικά) κατάληξη -iş. Και άντε, βαριά, απο κάνα ρήμα σε -ίζω (βλέπω στην Άλφα-Σίγμα να υπάρχει αρραβωνίσι πιχί).
Νομίζω αυτή η περίπτωση είναι καθαρή.
Προσωπικά έχω πειστεί οτι σε όλες τις περιπτώσεις γράφουμε γαμο-, με όμικρον. Εδώ ο φθόγγος /ο/ είναι καθαρά ενωτικός, και κολλάει στη ρίζα της λέξης, το γαμ-, και δέν βρίσκω λόγο να το γράφω με ωμέγα. (Αυτό φυσικά ισχύει και στις περιπτώσεις που δέν καλύπτει το λήμμα, όταν δηλαδή προέρχεται απο το γάμος, με ρίζα πάλι γαμ- --όπως στα γαμοτράγουδα, αλλα και άλλες λέξεις που στο μεταξύ έχω συναντήσει, αλλα δέν έχω πρόχειρες).
Γενικά, το φαινόμενο λάινσμαν είναι κάτι που λατρεύω στην αργκό και την καθομιλουμένη, αλλα κυρίως όταν πρόκειται για περιπτώσεις που όντως βρίσκονται σε ασυμφωνία με την τυπική γραμματική-μορφολογία-ετυμολογία-φωνολογία. Πιχί, προσωπικά και πάλι, θα μπορούσα να γράψω γκαύλα αντί για καύλα, αλλα όχι κάβλα. [σύνθημα]Μή παρακάνουμε την ορθογραφία φετίχ.[/σύνθημα] :-Ρ
Σωστός. Μάλιστα, σαφώς πιό συχνά απ' το επιρρηματικό χοντρό, απ' όσο ακούω, το οποίο μάλλον οφείλεται στο ήδη καθιερωμένο ψιλό.
Απο τότε που στο σλάνγκ δέν είχε φίτσουρ σχόλια.
Ποιό πώς κάνουμε;...
Λέει ο Πετρόπουλος στις Παροιμίες του υποκόσμου (Νεφέλη, 2002) για το φίκι-φίκι:
«Στην Κατοχή εσήμαινε: συνουσία. Είναι άγνωστο αν αυτή η έκφραση πέρασε στην αργκό μας απο τους γερμανούς στρατιώτες».
Στα γερμανικά, ficken (φίκεν) σημαίνει ως γνωστόν «γαμάω».