Ένα από τα πιο παραγωγικά και ενδιαφέροντα προθήματα της ελληνικής αργκό, από το ρήμα γαμάω.
Σημασίες
α) Το γαμο- χρησιμοποιείται κυρίως μειωτικά: μπορεί να εκφράζει από ελαφρά υποτίμηση ή απαξία, έως εκνευρισμό, αγανάκτηση και εχθρότητα. Μάλιστα, σε κατάσταση θυμού, χρησιμοποιείται με υπεραυξημένη συχνότητα, εντελώς ανεξάρτητα από το ποιο μπορεί να είναι το δεύτερο συνθετικό.
Με τη σημασία αυτή, ίσως να πρόκειται για την επίσης πολύ συνηθισμένη μετοχή γαμημένος, που κατέληξε για λόγους συντομίας σε πρόθημα. Με την ίδια μειωτική σημασία χρησιμοποιούνται και τα κωλο-, σκατο- και βέβαια η ίδια η μετοχή γαμημένος (συγκρίνετέ τα με το fucking των αγγλικών).
Σχετικές λέξεις που έχουν καταγραφεί στο σάιτ: γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμόπουστας, γαμόφλαρος (δείτε και στο παράδειγμα).
β) Μπορεί επίσης να παίρνει τη σημασία του από την κυριολεξία του γαμάω και να αναφέρεται δηλαδή στη συνουσία. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να αντικατασταθεί κάποιες φορές από το (σαφέστερο) γαμησο-.
Παραδείγματα: γαμογελώ (αμφίβολης χρήσης), γαμολεβιές, γαμοτζάζ, γαμοπιλώθω, γαμοχέρουλα.
γ) Μπορεί τέλος να κληρονομεί δευτερεύουσες σημασίες του ρήματος: γαμοσείρι (γαμάω ως «φέρνω σε δύσκολη θέση»), γαμοσπέρνω (γαμάω ως «είμαι πολύ καλός, ικανός»).
Εξαίρεση στις πάνω περιπτώσεις βλέπω να αποτελεί το γαμωσταυρίδι (και τα συναφή, γαμώχριστοι, γαμωπαναγίδια...), το οποίο μάλλον προέρχεται από απευθείας συμφυρμό του γαμώ και σταυρός από την κλασική υβριστική φράση γαμώ το σταυρό σου –και δέν πρόκειται δηλαδή για προσδιορισμό του σταυρός από το γαμάω (συγκρίνετε με τις επάνω περιπτώσεις).
Φετιχιστικά
Όπως έγραφα και στα σχόλια της γαμοπερίπτωσης, δεν είναι πολλές οι σύνθετες λέξεις στα ελληνικά που ξεκινάν από ρήμα. Στην αργκό ειδικά έχουμε το γλείφω (γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι...), το μαδάω (μαδομούνι), το σπάζω/έσπασα (σπαζαρχίδης/σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας), έχουμε και το λαχταράω (λαχταροψώλα) που σχηματίζουν σύνθετα, αλλά σίγουρα όχι πολλά άλλα. (Μπορεί να ισχυριστεί κανείς οτι το κλαψομούνης βγαίνει όχι από το κλάψα, αλλά από τον αόριστο του κλαίω, έκλαψα, αλλά ίσως να το τραβούσε απ' τα μαλλιά.)
Όπως και να 'χει, η περίπτωση του γαμάω, η «γαμοπερίπτωση» αν θέλετε, είναι σίγουρα η πιο καραφλιαστική, μια και στην πράξη συνδυάζεται χωρίς ενδοιασμούς με οτιδήποτε, πολύ πιο εύκολα και από κάθε αντίστοιχο ρήμα στα τυπικά ελληνικά (φιλώ, φέρω, φεύγω/έφυγον, ...).
Και γαμώ τις περιπτώσεις, έτσι;...
ΛΟΥΛΗΣ (βλέπει μάτς με την εθνική): Λούλα;
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούλα;... Τί έγινε βρε με το παστίτσιο; Πείνασα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Λούουλα;...
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: Ρε Λούλα!
ΛΟΥΛΑ: ...
ΛΟΥΛΗΣ: 'Μώ το κέρατό της για γυναίκα, τ' αφτιά της τα πέτσινα μέσα... (Σηκώνεται απ' τη βαθιά αναπαυτική πολυθρόνα στο σαλόνι και πάει προς την κουζίνα. Η ΛΟΥΛΑ λύνει σουντόκου.) Ρε Λούλα, σου μιλάω ρε άνθρωπε του θεού, δέν ακούς;
ΛΟΥΛΑ: Μ;
ΛΟΥΛΗΣ: Τί κάνεις εκεί;!...
ΛΟΥΛΑ (ψιθυρίζει): ...χί σύν ψί, επί μείον χί, μόντουλο εννιά... ίσον... χμ... αχά... α όχι...
ΛΟΥΛΗΣ: Πάναγία μου! Πάλι μ' αυτά ασχολείσαι; Ξέχασες τι είπε βρε ο γιατρός;! Φτού, γαμώ τα γαμοσταυρόλεξά μου μέσα, γαμογιαπωνέζοι κερατάδες κι' εσείς και τα γαμοϋφάσματά σας και το γαμογιέν σας. Φέρ' το εδώ! (Της αρπάζει το περιοδικό απ' τα χέρια και αρχίζει να το τρώει.)
ΛΟΥΛΑ (έκπληκτη): Τ- τί;.. Μή Λούλη! Μή!
ΛΟΥΛΗΣ: Γκνάμ-νιάμ-γκμ-γκνιάμ...
ΛΟΥΛΑ (ξαφνικά, χαμογελάει λυσσαλέα): Τώρα θα δείς! (Ορμάει στον ΛΟΥΛΗ αστραπιαία, και με μία κυκλωτική κίνηση νίντζα τον αρπάζει με τα πόδια απ' το λαιμό, λυγίζει προς τα πίσω, στηρίζεται με τα χέρια στο πάτωμα και τον αναποδογυρίζει· ο ΛΟΥΛΗΣ σωριάζετ' ανάσκελα πάνω στο κιλίμι-προίκα απ' την πεθερά που πάντα μισούσε απ' τα τρίσβαθα της ψυχής του και πέθανε μόλις πέρυσι, οπόταν κι' άρχισε η μανία της ΛΟΥΛΑΣ με τα «σταυρόλεξα»· του κάθεται το σουντόκου στο λαιμό. Σε λίγο, μελανιασμένος, ξεψυχάει. Η ΛΟΥΛΑ κάθεται στο στήθος του και τον παρατηρεί.) Πέθανες;
ΛΟΥΛΗΣ: . –
ΛΟΥΛΑ: Μάλιστα. (Χώνει τα χέρια της στο στόμα του και βγάζει το μασημένο περιοδικό. Το ξετσαλακώνει, το καθαρίζει απ' τα σάλια σκουπίζοντάς το πάνω στη ρόμπα της, και το εξετάζει. Χαλαρώνει τη λαβή απ' το λαιμό του ΛΟΥΛΗ και σηκώνεται.) Μού 'φαγε το μισό σουντόκου ο γαμομαλάκας. Ευτυχώς τα έχω όλα στο μυαλό μου... Χμ... ναί... λοιπόν... μόντουλο εννιά... χί μόντουλο εννιά... όχι-όχι, μ ε ί ο ν χί μόντουλο εννιά... χμμ... (Απ' την τηλεόραση στο σαλόνι ακούγεται ο εκφωνητής ενθουσιασμένος· η Ελλάδα προηγείται.)
(Μίμηση Δανιήλ Χάρμς)
24 comments
vikar
Παιδιά, σόρι για το παράδειγμα, αλλα άμα πάτε να ψάξτε για γαμοπαραδείγματα στο γκούγκλ θα με καταλάβετε. (Το σπάσιμο που έφαγα φαίνεται άλλωστε στο αποτέλεσμα...) Με τον καιρό θ' ανέβουνε και πολυμέσα ελπίζω.
pvnrt
Βρήκα ένα αλλά είναι σε greeklish εδώ, σε ένα από τα σχόλια: «[...]ENW KSEROUN pws den antexeis to kwlokapno;gamwspitoi!padws[...]»
Galadriel
Βίκαρ (Υ)
vikar
Μπράβο ρε πουβουνουρουτού. Ενδιαφέρον το γαμώσπιτος (απο το γαμώ το σπίτι σου), γιατι είναι μάλλον αντιφατικό: να πείς κάποιον «γαμώσπιτο» τί σημαίνει;, οτι του γαμάς το σπίτι ή οτι (όπως «θά 'πρεπε») σου γαμάει αυτός το σπίτι;... :-)
Μές; Τί σημαίνει τελικά αυτό το «(Υ)» ;... (Δέν ξέρω πώς να αντιδράσω ακόμα στο σχόλιό σου. :-Ρ)
Vrastaman
Spek!
Galadriel
Thumps Up καλέ. Υποθέτω προέρχεται από το Yes.
Βεβαίως μπορεί να σημαίνει και μουνί λόγω οπτικής ομοιότητας, αλλά και αυτό σωστό είναι, σε χαλάει;
vikar
(Καθόλου δε με χαλάει... Μπορώ λοιπόν να αντιδράσω όπως θέλω;... :-Ρ)
vikar
Μιά διόρθωση: Το γαμοσπέρνω είναι, τώρα που το ξαναβλέπω, συμφυρμός κι' αυτό, άρα θα μπορούσε να το γράφει κανείς γαμωσπέρνω. Αλήθεια όμως, ισχύει αυτό που νομίζω για τους συμφυρμούς, ή θά «'πρεπε» πάλι, παρά το συμφυρμό, να γράφει κανείς γαμοσπέρνω (και ανάλογα, γαμοσταυρίδια και τα λοιπά); Κάνας φιλόλογος;
Και δύο προσθήκες: Πρώτα, ο γαμαωδέρνουλας, για την ασυναιρεσία του οποίου έχει ένα πολύ ενδιαφέρον πόστ ο Ελληνιστεύοντας στο ιστολόι του --που μας διαβάζει και νά 'ναι καλά. Μετά, στα «Φετιχιστικά» μπορούμε να συνυπολογίζουμε το ρήμα αλλάζω, που δημιουργεί το ουσιαστικό αλλαξοκωλιά απο το θέμα του αορίστου.
vikar
Και νά που ο ίδιος ιστολόγος απαντά σε επόμενο κείμενό του σχετικά με το «όμικρον ή ωμέγα». Όποιος ενδιαφέρεται ας κάνει τον κόπο να τον διαβάσει (κάποιοι κάνουν τα φετίχ τους επάγγελμα, δέν κοροϊδεύουν...).
Γράφει λοιπόν
αρκετά πειστικά, άν και ενπαρόδωοτι το ωμέγα δέν βγάζει νόημα σε κάθε περίπτωση. Ο φθόγγος /ο/ δέν είναι η κλιτική κατάληξη του ρήματος, και αυτό φαίνεται στο οτι κατα την κλίση ο φθόγγος μένει σταθερός: γαμοσπέρνω, γαμοσπέρνεις, γαμοσπέρνει και όχι γαμωσπέρνω, γαμασσπέρνεις, γαμασπέρνει. Είναι συνεπώς απλά το ενωτικό και είναι καλύτερο να το γράφει κανείς με όμικρον.(Άλλη μιά ενδοσυζήτηση, προσφορά του δικού σας vikar...)
Khan
Συμφωνώ ενθουσιωδώς.
vikar
Άλλος ένας σχετικός με τα φετιχιστικά συμφυρμός που πρωτοάκουσα προχθές, ο βασταγερός (ανθεκτικός, που αντέχει), απο το βαστάω γερά. Παλιό, αλλα όχι και παλαιοελληνικό –για παράδειγμα:> Εγώ, μητέρα, είμαι βασταγερός άνθρωπος, το ξέρεις. Έτσι εύκολα εύκολα δεν πηδώ να φύγω μέσ’ από λίγη ζέστη σαν και λόγου σας. Αν θέλης να ιδής την τύχη μου, φέρ’ εδώ! –Και πήρε το κλωνί από το χέρι μου και το έβαλε μέσ’ στην φωτιά. Κ’ επυρώθηκαν τα σούρβα και ήρχησαν να βροντούν και να πηδούνε...
Vrastaman
Αγαπημένη λέξη του Ν. Καζαντζάκη!
Επισκέπτης
Μπα, όχι. Πιστεύω ότι το βασταγερός είναι απλώς παράγωγο του βαστάω, όχι σύνθετο. Το ρήμα έχει ένα «κρυφό» θέμα βασταγ-, που δεν εμφανίζεται μεν στον ενεστώτα αλλά το βλέπουμε στον αόρ. βάσταξα, στο αβάσταχτος κ.ά..
HODJAS
και αβάσταγος...
vikar
Μπράβο ρε Βαστάζε, 'φχαριστώ.
Ο Μπαμπινιώ, βήτα έκδοση, το έχει το λήμμα και ετυμολογικά το παράγει στο ίδιο πνεύμα: < βασταγή + -ερός, με επίδραση του επιθέτου γερός.
vikar
Στα φετιχιστικά και το κοψοχρονιά.
jesus
πάλι ο γκόγκολ μπροστά μου;;;
iron
Σχετικά με το θέμα γαμο- ή γαμώ-:
Παρόλο που η γραφή με ωμέγα είναι κατά τη γνώμη μου υπερβολική, μπαμπινιωτική, πρωκτικάντικη και άχαρη έως άσχημη, η λογική του πράγματος λέει ότι:
γράφουμε γαμω- όταν παραπέμπει το πράμα σε σεχ, πράγμα αντίστοιχο με το γαμησο- που αναφέρει στον ορισμό (στο β) ο βίκας,
γράφουμε γαμο- όταν υποτιμούμε το εν λόγω αντικείμενο, το χαρακτηρίζουμε με αυτόν τον τρόπο «γαμημένο», σα να βάζαμε το γαμολο-.
Πχ: γαμοτζάζ ή γαμολοτζάζ είναι η τζαζ που μας έχει εκνευρίσει ή που θεωρούμε απαράδεκτη κλπ, ενώ γαμωτζάζ είναι η τζαζούλα που θα βάλουμε στο γκομενάκι μπας και το πηδήξουμε.
γαμόφωτο ή γαμολόφωτο είναι αυτό που μας μπαίνει πχ στα μάτια ή που αισθητικά μας ενοχλεί κλπ, ενώ γαμώφωτο είναι αυτό που στο αντίστοιχο λήμμα.
gaidouragathos
Δλδ γαμω- σαν ρήμα, (ενέργεια), γαμο- σαν επίθετο, προσδιορισμός, λες νάναι έτσι κι εκείνο το γαμήσι-γαμίσι;
vikar
Προσωπικά έχω πειστεί οτι σε όλες τις περιπτώσεις γράφουμε γαμο-, με όμικρον. Εδώ ο φθόγγος /ο/ είναι καθαρά ενωτικός, και κολλάει στη ρίζα της λέξης, το γαμ-, και δέν βρίσκω λόγο να το γράφω με ωμέγα. (Αυτό φυσικά ισχύει και στις περιπτώσεις που δέν καλύπτει το λήμμα, όταν δηλαδή προέρχεται απο το γάμος, με ρίζα πάλι γαμ- --όπως στα γαμοτράγουδα, αλλα και άλλες λέξεις που στο μεταξύ έχω συναντήσει, αλλα δέν έχω πρόχειρες).
Γενικά, το φαινόμενο λάινσμαν είναι κάτι που λατρεύω στην αργκό και την καθομιλουμένη, αλλα κυρίως όταν πρόκειται για περιπτώσεις που όντως βρίσκονται σε ασυμφωνία με την τυπική γραμματική-μορφολογία-ετυμολογία-φωνολογία. Πιχί, προσωπικά και πάλι, θα μπορούσα να γράψω γκαύλα αντί για καύλα, αλλα όχι κάβλα. [σύνθημα]Μή παρακάνουμε την ορθογραφία φετίχ.[/σύνθημα] :-Ρ
vikar
Για το γαμήσι βέρσους γαμίσι.
Το -ήσι είναι κατάληξη που κολλάει (μεταξύ άλλων) σε ρίζες ρημάτων που τελειώνουν σε -άω και -ώ --και απ' ότι καταλαβαίνω προέρχεται απλώς απ' τον αόριστο των ρημάτων σε -ησα, όπως και άλλες τέτοιες καταλήξεις: γενν-ησιμιό, παρατήρ-ηση, περπατ-ησιά και λοιπά.
Το -ίσι απ' την άλλη, καταλαβαίνω οτι σχεδόν πάντα προέρχεται απο τουρκική (απ' τ' αραβικά) κατάληξη -iş. Και άντε, βαριά, απο κάνα ρήμα σε -ίζω (βλέπω στην Άλφα-Σίγμα να υπάρχει αρραβωνίσι πιχί).
Νομίζω αυτή η περίπτωση είναι καθαρή.
soulto
soulto
soulto