Σε διάκριση απ' τις άλλες σημασίες, λέμε και τα ακούω: (μπαμπάς στο παιδί) «Δέ μου λές, θές να τ' ακούσεις τώρα;... Γιά μάζεψ' τη γλώσσα σου, άιντε μπράβο... Άκους εκεί ''γέρο''...» Μάλιστα, έχω την εντύπωση οτι μόνο έτσι τό 'χω ακούσει προσωπικά.
Μάλιστα, με την λογική αυτή, έχουν ξεφύγει στη λίστα πράματα που δέν θα έπρεπε... :-/ (Επίκειται ξεκαθάρισμα.)
Όουπς! Σωστάκανθος --άρα και το μου γκίζει λείπει...
Μάλιστα, λέμε τη δίνω σε κάποιον (υπάρχει και στη λίστα έτσι), αλλα λέμε εξίσου συχνά, απλά, μου τη δίνει... Χμμ... Χμ. [μούμπλε-μούμπλε...] Κάτσε ομως βρε: το μου τη δίνει δέν στέκει ποτέ μόνο του, στέκει;... Πάντα λέμε «μου τη δίνει, που μπλά-μπλά-μπλά», και η δευτερεύουσα μετά το πού ειναι που λειτουργεί ως υποκείμενο.
Δέν συμβαίνει πιχί το ίδιο με τα μου τη βαράει και μου τη βιδώνει, δέν έχουν ανάγκη απο δευτερεύουσα που να λειτουργεί ως υποκείμενο.
Έτσι δέ 'ναι κύριοι φιλόλογοι; Κύριες φιλολογίνες;...
Με ποιά σημασία εννοείς; Άν είναι το «μου την έσκασε» (μόνο αυτή τη σημασία μπορώ να σκεφτώ), υπάρχει ώς τη φέρνω σε κάποιον, οπου το μόνο άγνωστο είναι το αντικείμενο, όχι όμως και ο δράστης-υποκείμενο (όταν κάποιος μας τη φέρνει, πάντα ξέρουμε ποιός είν' αυτός).
Τα εύσημα στο Χότζα, που το είχε πιάσει παλιότερα το θέμα, και εκτενώς μάλιστα (καλά, Χότζας είν' αυτός...), αλλα ούτε που τό 'χα πάρει χαμπάρι...
Ωραίος ρε τζό, και καλωσήρθες.
Σχετική συμβουλή παλαίμαχου καραβανά προς εμένα: «Στο στρατό λέγε πάντα ''μάλιστα'', κι' ας μήν ακολουθείς τη διαταγή».
Και να πούμε οτι η φράση δέ χρησιμοποιείται καθόλου μόνο ως σεξουαλικό υπονοούμενο, όπως άλλωστε φαίνεται και στα γκουγκλοπαραδείγματα. Κοντινή στη σημασία έκφραση το μόνο λόγια: «Μας έχουν ψοφήσει στις υποσχέσεις και τα θά οι μόντουλες για το νέο σάιτ και καλά, κι' ακόμα στα ίδια... Λάδι πολύ και τηγανίτα τίποτα...»
Ακούγεται και η παραλλαγή: λάδι πολύ και τηγανίτα τίποτα ή λάδι-λάδι και τηγανίτα τίποτα (ευρήματα στο γκούγκλ --μάλιστα, φαίνεται οτι είναι πιό διαδεδομένο το λάδι παρά το μέλι).
Όμορφος! (που λέει ο λόγος δηλαδή, σάν τον πάτσι κι' εσύ... :-Ρ)
Ιστορικό μυθιστόρημα (γραμμένο το Εβδομηνταδύο), απο τον ζακυνθινής καταγωγής Ρώμα, με το ρεμπελιό να σημαίνει κυριολεκτικά «επανάσταση».
Η τσάκα που λέω επάνω, υπάρχει ήδη και στο σάιτ.
Βάνιας, apophenia γαμώ τις έννοιες, χτύπησες νεύρο... Ξέρουμε αν λέγεται αυτό αποφανία στα ελληνικά; Κάπως αλλιώς;
Κατασυκοφαντημένη έννοια το ρεμπελιό, είν' η αλήθεια. Ή θα το απορρίψεις με τη μία, ή θα το λοιδορήσεις, καί τα δύο, απόψεις που μετράν πολλές δεκαετίες τυφλής παράδοσης. Τέ'ς πά'.
Να πούμε οτι σύμφωνα με τον Τριαντά, το ρέμπελος το πήραμε κατευθείαν απ' τα βενετσιάνικα, δέν περιμέναμ' απ' τ' αγγλικά.
Σωστός ο Μιτζνούρ, μόνο που εγώ τα έχω ακούσει τschαττιστά, όχι τσατchiστά (που παρεμπιπτόντως, είναι νομίζω ομόρριζα με το χιαστί).
Αυτό θέλει οπωσδήποτε φωτό. Μή σου πώ, βιντεάκι στο γιουτιούμπ με οδηγίες. Έ μα βρε ιρονίκ, μισούς ορισμούς ανεβάζεις ρε παιδί μου...
(Αμάν, Μιτζνούρ, σοροπιάσαμε!...)
1928;!... Ωραίο λημματάκι, δέν είχα ιδέα (εγώ ημουν όντως στην τσέπη του μπαμπά μου τότε).
Κοίτα, κι' εγώ οπως τα βλέπω τα πράγματα, όντως, ήδη η καθομιλουμένη, και πολύ περισσότερο η αργκό, μάλλον είναι κώδικες πολύ πιο ρευστοί απο την τυπική γλώσσα. Λογικό, αφού η τυπική, ως επίσημη κρατική μεταξύ άλλων, οφείλει να είναι καθορισμένη σε μεγάλο βαθμό.
Αλλά, μεγάλο μέρος της ρευστότητας της αργκό, νομίζω, είναι παραπλανητικό, και πηγάζει απ' τ' οτι πολύ λίγο έχει παρατηρηθεί η αργκό απο σκοπιά γραμματικής σε σύγκριση με την τυπική. Να βρεθούν οι άξονες, ας πούμε, πάνω στους οποίους η αργκό είναι ρευστή, ή οι τρόποι με τους οποίους αυτή διαφοροποιείται απ' την επίσημη (και επίσης ρευστή άλλωστε) γλώσσα, το βρίσκω εντελώς θεμιτή δουλειά --αρκεί, εννοείται, ν' αποφεύγεται η κακοτοπιά της κανονιστικότητας.
Ε λοιπόν, αυτό που με καυλώνει προσωπικά σαν πούστη, είναι οτι αργκό δέν είναι μόνο διαφορετικό λεξιλόγιο (ή διαφορετικά πεδία αναφοράς)· είναι και διαφορετική γραμματική, και διαφορετική σύνταξη, και διαφορετική φωνολογία... Για παράδειγμα, και μόνο αυτό το λήμμα αρκεί, νομίζω, για να πείσει οτι η αργκό ακολουθεί κι' αυτή ιδιαίτερους γραμματικοσυντακτικούς κανόνες. Και το γαμώ είναι οτι όλ' αυτά στο σλάνγκ τζι άρ, τώρ' αρχίζουμε να τα νιώθουμε σιγά-σιγά. :-)
Είμαι πολύ γκίκ γιατρέ;...
Νά 'σαι καλά, Χάν. Άλλοι αυτήκοοι μάρτυρες;
Καταλαβαίνω οτι ο ορισμός είναι ίσως παραπληροφορητικός, λόγω της πρότασης «Αυτοπροσδιορισμός του νεοφανούς κινήματος των ''Αγανακτισμένων''». Ιδιαίτερα απ' το ύφος γραφής του τζόνι παρακάτω στον ορισμό, παίρνω οτι ευκολότερα θα χρησιμοποιούταν ο όρος ειρωνικά και απαξιωτικά, παρά αυτοπροσδιοριστικά, άν και το μοναδικό λίνκι στο παράδειγμα είναι όντως αυτοπροσδιορισμός.
Μάζω, γράπω, όπως και τσάκω, πλέρω, σήκω, είναι απο υπερδισύλλαβα ρήματα που τελειώνουν σε -ώνω, και καλύπτονται απ' όσο καταλαβαίνω απ' τον ορισμό εκεί (άλλα τέτοια που μπορούν να ακουστούν: τέντω, κάρφω, άπλω, τέλειω, μάγκω και λοιπά).
Αυτό που μου είναι ακόμα θολό, είναι η προστακτική που λήγει σε -α. Ας πούμε, κάποια απο τα παραπάνω εμένα μου ακούγονται όκέι να τελειώνουνε και σε -α: «άπλα την αρίδα σου και πάρ' τον καμιά ωρίτσα ώσπου νά 'ρθουμε», ή «τσάκα ενα πεντόευρο και σύρε στο περίπτερο». Ίσως να στέκουν επειδή θα έστεκαν και ομόηχα ουσιαστικά της ίδιας ρίζας: η άπλα πιχί είναι πασίγνωστη λέξη, αλλα σε αργκό συμφραζόμενα δέν θα εκπλησσόμουν ν' άκουγα και η τσάκα ή οτιδήποτε άλλο σε -α, απ' τα ρήματα σε -ώνω (υπάρχει άλλωστε θέμα με την κατάληξη -α, γνωστά πράματα).
Αλλα βέβαια, υπάρχουν κάποιες αργκό προστακτικές σε -α καραδιαδεδομένες, απο άλλου τύπου ρήματα: άρπα την, μπέκα μέσα, και άλλα.
Και τέλος, ίσως υπάρχουν και προστακτικές αργκοτικές άλλες εκτός απο σε -α και σε -ω, εννοείται.
Α σέ παρακαλώ, εγώ το έν δέκατο τέταρτόν μου το έδωσα μιά φορά... :-Ρ
Στα σοβαρά, το πιάκω (ή πιακώ) οφείλεται μάλλον σε επίδραση του τσάκω, που εμπίπτει στο λήμμα που δίνω πρίν. Έχουμε όμως άλλα παραδείγματα προστακτικών σε -ω, ρημάτων που δέν τελειώνουν σε -ώνω, εκτός απ' το πιάνω;...
Άλλη αργκοτική κατάληξη προστακτικής, που έχω να σαπίζει στο πρόχειρο μαζί με ένα σωρό άλλα εδώ και μήνες, είναι η -α ή -κα: τσάκα, μπέκα, φεύγα...
Όπα; σωστό το πιακώ... Επίδραση απ' το τσάκω κάπως;...
Γενικά οι προστακτικές στην αργκό έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, και δέν το έχουμε εξαντλήσει καθόλου το θέμα. Στα κρατούμενα (εδώ και καιρό).
(Όχι ρε γαμώτ'... Να με συγχωρεί η κυρία Άννα.)
Άλλη μιά απο τις βασικές αναρτήσεις του Κάνινγκα, παραδέχομαι.
Η λέξη λείπει απο Τριανταφυλλίδη και Μπαμπινιώτη (βήτα έκδοση), οπότε πρέπει ν' αυτοσχεδιάσουμε για την ετυμολογία. Αλλα νομίζω είναι αρκετά καθαρός ο σχηματισμός πιάνω > έπιασα > πιασ- + -άρικος.
Άλλα επίθετα που σχηματίζονται απ' το θέμα αόριστου του ρήματος και το -άρικος, απ' το αντίστροφο Αναστασιάδη και Συμεωνίδη (ρε παιδιά, δύο δεν είν' αυτοί; ή ένας άνθρωπος;...): αγαπησιάρικος, βρισιάρικος, γλειψιάρικος, ζητησιάρικος, θυμωσιάρικος, κλαψιάρικος, ξεχασιάρικος, παινεσιάρικος, πονεσιάρικος, υποψιάρικος (πολλά τέτοια, προφανώς, βγαίνουν έμμεσα απο την κατάληξη -άρης)...
Για το σχόλιο του τζόνι επάνω, αμετάβατα ρήματα σε μεταβατικά, σχετικές φλασιές που ίσως βοηθάν, αλλα και παραδείγματα, εκεί.
βίκαρ με όλη τη συμπάθεια που σου έχω, εδώ ο κόσμος χάνεται και δεν ξέρουμε τι μέρα μας ξημερώνει. Πώς είναι δυνατό μέσα σ' αυτές τις συνθήκες να ασχολιόμαστε απερίσπαστοι κι αμέριμνοι με τα γλωσσικά σα να μην τρέχει τίποτα; Τζόνι, και όλοι, μπί μαϊ γκέστς. Εγώ την άποψή μου είπα. Και λέω οτι θά 'ταν ίσως καλύτερα να μαζευόμασταν κάπου σε κάνα Σύνταγμα, να τα λέγαμε αυτά σαν άνθρωποι, ενσώματα που ίσως νά 'λεγε ο χαλικού. Ή έστω, σε κάν' απ' τα Συντάγματα τα ιντερνετικά. Και μιά και είμαστε εδώ, για όσο, να κάνουμε ότι μπορούμε ταιριαστό και αποτελεσματικότερο --κόκκαλα δεν έχει και κόκκαλα τσακίζει όπως λέγαν οι παλιοί.
Σε κάθε περίπτωση, είτε μιλάμε για το ένα είτε για το άλλο, λεφτά δέ βγάζουμε --μιά και το ανέφερε ο τζόνι εκεί στο ξέσπασμά του.
Για το εκτός θέματος θέμα, να δώσω μόνο μία αναφορά, για όποιον έχει κέφι και μελάνι στον εκτυπωτή: Χάουαρντ Ζίν, Η ιστορία του λαού των ήπα. Κάποιοι σίγουρα τον ξέρετε κι' άλλοι ίσως όχι (πέθανε και πρόσφατα, κάνα χρόνο πρίν). Για όσους δέν, αριστερός αμερικάνος ιστορικός. Αυτό ειναι το πιό γνωστό του βιβλίο, λέει την ιστορία της αμερικής απ' τη ματιά οσο μπορεί των λαϊκών μή και αντί-εξουσιαστικών κινημάτων. Για κάποιους, που στις καλές μου τους λέω κυνικούς, στις κακές μου στείρους ή γερασμένους με το συμπάθιο, μπορεί να φλερτάρει με τη γραφικότητα. Εμένα πάντως, μού 'χε πεί πολλά, και με απλά λόγια --περίπου όπως πάνω-πάνω η Πειρατίνα, μόνο σε πολλές-πολλές σελίδες (εκεί να δείς σεντόνια Τζένη :-Ρ).
Το βιβλίο τελοσπάντων το θυμάμαι για το τελευταίο του κεφάλαιο, που το λέει «η επερχόμενη εξέγερση των φυλάκων», οπου φύλακες γι' αυτόν, εννοεί της τρέχουσας τάξης πραγμάτων, η μεσαία τάξη. Εμένα με είχε πείσει: είναι σημαντικό να ξυπνήσουν και να αντιδράσουν, όχι οι επάνω εννοείται, ούτε όμως κάν κι' οι κάργα εξαθλιωμένοι (πώς θα μπορούσαν αλήθεια, όταν και κυριακές ακόμη δουλεύουν σά σκυλιά η απλά ψωμολυσσάνε;...), αλλα ακριβώς, το μπάφερ εκεί στη μέση («μπάφερ» νομίζω ήταν και δική του κουβέντα).
Δέ σκαμπάζω πολλά λοιπόν, δέν ζώ κάν εκεί δίπλα, αλλα σόρι, δέν θα το πώ κακό οτι κατέβηκε ο μεσαίος στους δρόμους... Ούτε θα τον κράξω που κατέβηκε χωρίς να ξέρει τί του γίνεται. Είναι σά να κράζεις το μωρό που μπουσουλάει βρέφος, και να το τσιγκλάς να σηκωθεί να περπατήσει, κι' όταν δέ μπορεί να το χλευάζεις. Αν υποθέσουμε οτι εσύ εισαι ενήλικας δηλαδή. Όχι ρε παιδιά, λίγη τσίπα... Δέν είναι δά και δύσκολο να νιώθεις εξυπνότερος απο μια μάζ' ανθρώπων.
Και λιγότερος κυνισμός, παρακαλώ. Για τους κυνικούς ή στείρους γερασμένους, έχουμε εξασφαλίσει άλλωστε ειδική θέση στο θεωρείο.
Αυτά, και εγώ τουλάχιστον εδωμέσα ξαναγυρνάω στα γλωσσικά. Για τα υπόλοιπα, άμποτε απο κοντά.
Διαβάζοντας το κείμενο του Ελληνιστεύοντα που μόλις έδωσα εκεί, θυμήθηκα ξανά την γαμάτη παρατήρηση του εδώ ορισμού απ' τον πάτσι, στο 7, για τη σύνταξη με ρήμα κίνησης: σάλτα και γαμήσου, πάνε γαμήσου και λοιπά.
Είτε τα άι και άντε ετυμολογούνται όντως απο παλιότερα ρήματα κίνησης, είτε έχουν παρετυμολογικά συνδεθεί μ' αυτά, οι κατηγορίες 7i και 7iii του πάτσι σχεδόν συμπίπτουν.
Προβληματισμός για την ετυμολογία του άι σιχτίρ, εδώ (άλλο ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κειμενάκι απο τον Ελληνιστεύοντα).
Για παράδειγμα, να σχολιάσω απο σλανγκικής απόψεως (όχι όμως όπως ο Χάν πιο πάνω, αλλα στ' αλήθεια «σλανγκικής»): δέν έχω καταλάβει πόσο γενικευμένο είναι το αγανακτίστας σε σύγκριση με το αγανακτισμένοι (το γκουκλάρισμα εδώ δέ βοηθάει εύκολα).
:-) Όκ κέικ άκανθε, κρατούμενο.
Ωστόσο: δέν ισχύει οτι κάθε δευτερεύουσα λειτουργεί ως υποκείμενο, κι' εκεί 'ναι πού 'χει πλάκα κι' ενδιαφέρον το πράμα, αυτό ειναι που σου δίνει και το κριτήριο για το λήμμα.
Αλλα δέν επιμένω ούτε κι' αναλύω, μή με πούν στα μούτρα πρηξαρχίδη δυό φορές σε έναν χρόνο (γιά να δώ... έ, ένας μήνας έμεινε, κι' ούτε... κάνω υπομονή...).