Έχεις δίκιο, μπερδεύτηκα απ' τα γαλλικά, όπου πεντέ λέγεται καταχρηστικώς ο πούστης. Αυτό το γαλλικό λάθος έχει απασχολήσει και την Σιμόν ντε Μπωβουάρ σε έναν τόμο της αυτοβιογραφίας της.
Στο μήδι βέβαια ισχύει κυρίως η δεύτερη έννοια που δίνει ο Ιησούς.
Χρειαζόταν η προσθήκη!
Τόση αγαμησιά σε ποιον πούτσο να χωρέσει!
[...]
Έβγαλες σιγά, τον πούτσο μήπως με πονέσεις,
είπες βιαστικά δυο μπινελίκια τυπικά...
The Romanian saga continues!
Δηλαδή, κάτι αντίστοιχο με το γαμώ τα πρέκια. Υποδηματοποιία εδώ, οικοδομική εκεί.
Άστραψες! Αυτό θα πει slang.edu!
Αφού συνηγορεί κι η μύτη του Πονηρόσκυλου, tryager παίρνεις το Kavli Prize (με την καλή έννοια) for most interesting etymology!
Πολύ ενδιαφέρουσα ετυμολογία! Δεν είμαι ολότελα πεπεισμένος, αλλά έχει ενδιαφέρον!
Στος!
Αντιστρόφως: «Το τρώω το τυρί κι ας είν' και μουχλιασμένο, το πίνω το κρασί κι ας είν' και παλιό»...
Εντάξει αν σας ξενέρωσα, υπάρχει και η Λίλιαν (τσιμπούκια η) Τίγρης, φέρελπις κορασίς εκ Τσεχίας.
Λοιπόν, στα γαλλικά το όνομα «Lilian» είναι και αρσενικό! Το δίνουνε και σε άντρες!Και το ετυμολογούν από το λατινικό lis, που είναι ένα άνθος ως σύμβολο της αγνότητος!!
Γανυμήδης! Δηλαδή κι η Λίλιαν άλλαξε λίγο το επώνυμο της γιαγιάς (Λίλιαν Μηνιάτη), ακολουθώντας το παράδειγμα της Έλενας Πούτση, που άλλαξε ελαφρώς το επώνυμο το πατέρα της;
Δηλαδή, όταν ένας μόδιστρος ή μοδίστρα συμπληρώνει τον ορισμό ενός Σλάνγκου, αυτό λέγεται «τσόντα»;
Μόδιστροι δείξτε τσόντα, θα πεινάσετε!
Λολ!
Βεβαίως και έχει καταχωρισθεί στο λήμμα μην την πιείτε, λουστείτε με έξοχο μήδι του Χεσούς.
Και Βρωμύλο Μανάρα.
Ετς! «Τσοντάρω» και στα ιταλικά νομίζω σημαίνει «συμπληρώνω» και από την επιτήδεια «συμπλήρωση» των καθώς πρέπει ταινιών με εμβόλιμες σκηνές πορνό προήλθε η έννοια της τσόντας. Την λέξη «τσόντα» την χρησιμοποιούν πολύ και οι μηχανικοί αυτοκινήτων για πάσης φύσεως συμπληρώσεις.
Απίστευτο!!! Μόλις είχα ανοίξει τα λεξικά κι ετοιμαζόμουν να αναρτήσω την ετυμολογία της «τσόντας». Πιάσε κόκκινο σίστα!
χαχαχα
Στος!!!
Douze points κι από μένα!
Δηλονότι εκ του λατέρνα και alternative.
Εύγε!
Και ακολουθεί το «Αλληλούια».
Σλανγκαρχιδιά: Το όνομα γράφεται «Νήφων», όπως το «νήφω», «νηφάλιος», αλλά δέχομαι ότι μπορεί να είναι λογοπαίγνιο με το «νύφη».
Ωραίος Βασίλη!