Από το «τσόντα» (βεν. zonta - zontare). Η τσόντα: πρόσθετο κομμάτι υφάσματος σε ρούχο για μάκρεμα ή φάρδεμα, προσθήκη σε οποιοδήποτε κατασκεύασμα, εμβόλιμες σκηνές πορνό κατά την προβολή ταινίας με άλλο θέμα, γενικά πορνοταινία ή εικόνα σεξουαλικού περιεχομένου. Πολύ παρεξηγημένη λέξη τελικά.

Τώρα, τσοντάρω, διαλέγουμε και παίρνουμε:

Ή φαρδαίνουμε το ρούχο, γιατί ακολουθήσαμε τη δίαιτα του ανανά και χτίσαμε κοιλιακούς, ή πήραμε μια καφετιέρα και το καλώδιο δεν φτάνει στην πρίζα, οπότε χρειαζόμαστε μια τσόντα–προέκταση, ή τσοντάρουμε σε ιδέες και λήμματα στο slang, ή παρακολουθούμε ένα καουμπόικο (κατά προτίμηση κατ' οίκον), είτε με παρέα απολαμβάνοντας... δύο, τρίο, γενικά ένα νούμερο στη νιοστή, είτε μόνοι μας στο Αυνανιστάν. Μπορεί να γίνουμε και θεατές live show σε κάποια παραλία ή δασάκι. Η παρακολούθηση τέτοιων ταινιών γίνεται από τσοντόβιους, ή μικρούς τυμπανιστηρτζήδες, ή απλά από πλάκα, ή για να εμπλουτίσουμε τις γνώσεις μας. Ακόμα τσοντάρουμε όταν γινόμαστε οι ίδιοι πρωταγωνιστές σε πορνοταινία (βλέπε τσοντού).

Μεταφορικά, το τσοντάρω σημαίνει την συμβολή μας στη συμπλήρωση χρηματικού ποσού για κάποιο σκοπό. Καλά να τσοντάρεις σε φίλο που του λείπουν για καφέ, γιατί ή του κόπηκε η επιχορήγηση του μπαμπά ή ήταν στη λίστα περικοπών εργατοωρών και εσύ έχεις πιο άνετη τσέπη. Εκεί που τα πράγματα είναι μαύρα κι άραχλα κι εκεί σε θέλω κάβουρα, είναι να χρειάζεται να κάνεις δεύτερη και τρίτη δουλειά για να τσοντάρεις το μηνιαίο εισόδημά σου.

  1. Κολλητέ μου θα τσοντάρεις να βγω με τη Φρόσω γιατί δεν μου ήρθε ακόμα η επιταγή;

  2. Πήγαμε με τον Μήτσο στην παραλία και έγινε του μουνιού το ξέσκισμα, αλλά μου βγήκε ξινό, γιατί σε κάποια επανάληψη, όπως σήκωσα το κεφάλι μου είδα κάποιον με το κινητό του να μας στοχεύει. Ελπίζω να μη τσοντάρουμε στο διαδίκτυο!!!

  3. Ο Φάνης, τώρα με τον ερχομό του τρίτου μας, αναγκάζεται να δουλεύει πιτσαφέρτας για να τσοντάρει στο μισθό και δεν τον βλέπω σχεδόν καθόλου. Έτσι όπως το πάμε θα χρειαστώ να τσοντάρω και σε άντρα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
vip

Ευχαριστώ acg!
Τσοντάρουν και οι καρεκλοκένταυροι ψήφους και εισόδημα κάνοντας εξυπηρετήσεις, τσοντάρουν και οι γιατροί στο μισθό τους με τα φακελάκια

#2
Vrastaman

v. i. λημμα

#3
Hank

Απίστευτο!!! Μόλις είχα ανοίξει τα λεξικά κι ετοιμαζόμουν να αναρτήσω την ετυμολογία της «τσόντας». Πιάσε κόκκινο σίστα!

#4
Hank

Ετς! «Τσοντάρω» και στα ιταλικά νομίζω σημαίνει «συμπληρώνω» και από την επιτήδεια «συμπλήρωση» των καθώς πρέπει ταινιών με εμβόλιμες σκηνές πορνό προήλθε η έννοια της τσόντας. Την λέξη «τσόντα» την χρησιμοποιούν πολύ και οι μηχανικοί αυτοκινήτων για πάσης φύσεως συμπληρώσεις.

#5
Galadriel

Σπεκ! Ωραίος ορισμός!

#6
GATZMAN

Μπράβο βιπόπουλο. Διέπρεψες!

#7
Βασίλης-7

Ωραιότατο.
Είχα στο πρόχειρο την ερμηνεία και τον ορισμό της λέξης.
Το περιγράφεις καλύτερα!

Η λέξη στα ιταλικά σημαίνει «σφήνα».

#8
Vrastaman

Βιποπούλα, μάλλον. Μούσα για 1001 Βιπεράκια!

#9
GATZMAN

@Βασίλης-7
Αρα η μικρής διάρκειας τσόντας λέγεται σφηνάκι...χαχαχα

#10
Επισκέπτης

Οι λέξεις έχουν κι άλλο φλούδι παραμέσα. Όπως τα μύγδαλα κι η υπομονή (Γ. Ρίτσος).
Ευχαριστώ όλου σας....