Το κλασικό ρατσιστικό ανέκδοτο ανάγει αυτήν την ιδιότητα των Κινέζων και γενικά των Ασιατών στο ότι τρώνε υπερβολικά πολύ ρύζι, έχουν γι' αυτό μονίμως δυσκοιλιότητα, κι έτσι απ' το πολύ σφίξιμο στην τουαλέτα, τσητώνουν τα μάτια τους, και με κάποιο λαμαρκιανό τρόπο αυτό το σφίξιμο λόγω δυσκοιλιότητας πέρασε και στα γονίδιά τους.
Συγχώνευση των εκφράσεων «κάνει την πάπια» και «κάνει τον Κινέζο», που ταιριάζει μια και η κινεζική κουζίνα χρησιμοποιεί πολύ την πάπια.
GATZ, με τους ορισμούς σου τείνεις να εξελιχθείς σε ΔΟΜΗ του slang.gr, (Μα πόσα λήμματα έχει στο μυαλό του; Η ΔΟΜΗ είναι;), και με δικαιώνεις που έλεγα στο Μαράκι, ότι αρκετοί την έχουνε μεγαλύτερη την καταχώρηση. Συμπλήρωσα στα οπτικοακουστικά την κλασική παρωδία από τον Χάρρυ Κλυνν της κλασικής διαφήμισης. Η συγκεκριμένη παρωδία μού 'χει χαρίσει πολλές σλανγκικές εκφράσεις για τρεις δεκαετίες. Βλ. και την κατακλείδα: «Μα ποιος είναι ο πούστης; Η ΔΟΜΗ;».
Αριστούργημα!!! Αυτό το λήμμα με πλούτισε ως άνθρωπο!
Σε λίγο την βλέπω την Λίλιαν να παραδίδει και μαθήματα ανθρώπινης σεξουαλικότητας σε εξωγήινους, όπως η Krista Allen ως Emanuella σ' αυτήν την σοφτ τσοντίτσα που έχω βαρεθεί να βάζει μεταμεσονυχτίως ο Σταρ...
Ίσως είναι συνώνυμο του «η πίπα που καπνίζει» από Λούκυ Λουκ κ.ο.κ.
Ναι. Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες από τον ευνούχο του νοικοκυριού Khan. Έξω κυκλοφορεί μόνο με μπούρκα.
«Χλάπα χλάπα χλούτσα, τά 'χω κάνει λούτσα,
χλάπα χλούπα χλάτσα, έφαγα χλαπάτσα»,
ένα ανεκδιήγητο δίστιχο του Μπίγαλη.
«Θα πέσω σαν δραχμή στην σχισμή πού 'χεις στο στήθος σου», τραγουδούσε ο Φοίβος Δεληβοριάς...
Επί της ετυμολογίας, θα υποστηρίξω την εκδοχή που έχει το Λεξικό Μπαμπινιώτη (ελπίζω να είναι η τελευταία φορά!), ήτοι ότι προέρχεται από το ιταλικό gommeno, από το γαλλικό gommeux, από το gomme (=γόμμα), από μια λατινική λέξη, που με τη σειρά της προέρχεται από το ελληνικό κόμμι (every word has a greek root!), το οποίο όμως προέρχεται από το αιγυπτιακό kmjt. Το κόμμι είναι μια κολλώδης αρωματική ουσία, όπου η γκόμενα είναι η αρωματισμένη, αυτή που προσέχει τις λεπτομέρειες της εμφάνισής της, η ηδυπαθής. (Σημειωτέον ότι είναι αντιδάνειο από τους Ιταλιάνους, που το πήραν πιο πριν πό μας). Μου φαίνεται πιο πιθανό να είναι αυτό η ετυμολογία, και οι άλλες πολύ ελκυστικές και γοητευτικές εμηνείες οι παρετυμολογίες. Πάντως, ακούγεται πολύ και η ναυτική προέλευση. Από κάποιον είχα ακούσει ότι βγαίνει και από το «ηγουμένη»(!) (όχι βέβαια μοναστηριού, αλλά καραβιού, δηλαδή από την γοργόνα που είναι στην πλώρη και ηγείται του καραβιού).
Να προσθέσω ότι το χρησιμοποιούμε συνεκδοχικά και για άντρα που κάνει τον δύσκολο, τον κομψευόμενο, τον hard to get. Λέμε: «μην το παίζεις γκόμενα»
Μια παράδοξη ετυμολογία: Προέρχεται από το «φιλοκαλώ», δηλαδή διακοσμώ, μου αρέσει το ωραίο!
Το σωστό είναι «πολυέλεος». «Πολυέλαιος» είναι από το «έλαιον» και είναι η μεγάλη λάμπα με πολλά λαμπιόνια, ή ότι άλλο καντηλοειδές είχανε τέσπα στον Μεσαίωνα. Ο παρετυμολογικός συσχετισμός των δύο ξεκινά ήδη απ' τον Μεσαίωνα. Η έκφραση είναι παλιά και πιστεύω έχει εκκλησιαστική προέλευση.
Σημειωτέον ότι και «μυς» στα αρχαία σημαίνει το ίδιο ακριβώς πράγμα, δηλαδή «ποντίκι». Δύο φορές η συλλογική ελληνική γλώσσα παγίωσε την ίδια μεταφορά.
Ο υπερθετικός της «φιλολογικής βραδιάς» είναι το «φιλολογικό μνημόσυνο»
Εξαιρούνται οι φιλολογικές βραδιές που είναι αφιερωμένες στον Ανδρέα Εμπειρίκο, και που συμμετέχουν οι εμπειρικιστές φιλόσοφοι, έγκαυλοι νεανίαι και καυλοπυρέσσουσαι κορασίδες!
Σχηματίζεται αναλογικά προς το «φλαμουριά», έτσι;
O τίτλος με τιμά ιδιαίτερα! Το ίνδαλμά μου είναι ένας χάνος (δεν θυμάμαι όνομα), που είχε 365 παλλακίδες, μία για κάθε ημέρα του χρόνου. Μία φορά κάθε τέσσερα χρόνια τραβούσε μαλακία, όταν έπεφτε δίσεκτο.
Νομίζω όχι, αλλά ίσως ούτε κι οι όρχεις να μην σχετίζονται με τη όρχηση, δεν είμαι σίγουρος.
Ίσως λημματογραφούσε στο slang.gr με κάποιο ψευδώνυμο. Είναι μεγάλη σλανγκομάνα!
Στο μεταξύ εμείς το λέμε το πτηνό «γάλο», μάλλον εθνικό κι αυτό, παρόλο που γράφεται με ένα λάμδα. Αν βάλουμε και την έχθρα Τούρκων και Γάλλων επί Σαρκοζύ, μπορεί κάλλιστα να ανακύψει ελληνογαλλικο-τουρκοαμερικανικό διπλωματικό επεισόδιο!
Υπάρχει μια ινδοευρωπαϊκή ρίζα, κάπως σαν -ερκ, -ερχ, που έχει σχέση με το κλείσιμο, την περίφραξη, από όπου το «έρκος οδόντων» στον Όμηρο (ο φράχτης απ' τα δόντια) και η ειρκτή, κάθειρξη κτλ. Νομίζω ότι όρχος είναι κάτι σαν φράχτης.
Σπέκια!
Επίσης, «έπεσε σαν χάρτινος πύργος»!
«Τον Μανωλιό τον κάνανε σ' ένα καράβι μούτσο,
και βγήκε ένα σκυλόψαρο, και τού 'φαγε το πόδι»,
τραγουδούσε ο Μηλιώκας.
Σόρι, «Βενέδικτου»! Ευτυχώς, που δεν διεκδικώ το «αλάθητο», όπως ο Πάπας. Στα ονόματα χωλαίνω λίγο...