Στο δημοτικό είχα βγάλει ένα εφημεριδάκι με τον οτινανικότίτλο «Βραδινός Λόξιγκας». Αυτό που έχω παθει τις 2-3 τελευταίες μέρες...
Τι μήδι!!
Mὴ κρίνετε, ἵνα μὴ κριθῆτε· ἐν ᾧ γὰρ κρίματι κρίνετε κριθήσεσθε, καὶ ἐν ᾧ μέτρῳ μετρεῖτε μετρηθήσεται ὑμῖν. τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς; ἢ πῶς ἐρεῖς τῷ ἀδελφῷ σου, Ἄφες ἐκβάλω τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου, καὶ ἰδοὺ ἡ δοκὸς ἐν τῷ ὀφθαλμῷ σοῦ; ὑποκριτά, ἔκβαλε πρῶτον τὴν δοκὸν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου.
αχαχχααχααχαχααχχαχαχαχαααχαχαχαχαχχαααχαχαχαχα αυτό ακριβώς τίποτε άλλο
χαν, ποτέ δν κατάλαβα τη διαφορά ηθικής και χαριστικής δοτικής. Αμφιβάλλω βέβαια αν την έχει καταλάβει και κανείς άλλος. Μόνο το ξενοφώντειο «ως καλός μοι ο πάππος» μου έχει μείνει αχαχα
@ bttz. Κι εμένα παλιότερα με εξόργιζαν κάτι τέτοια κολλήματα που είχαν οι γκόμενες. Επειδή όμως μεγαλώνω σιγά σιγά και καταλαβαίνω πως δεν γίνεται μια ζωή να κολυμπας ενάντια στο ρεύμα, έχω αναθεωρήσει κάπως. Και εξηγούμαι.
Η δύναμη ενός ανθρώπου είναι οι εμπειρίες του και οι γνωριμίες του, οι δικτυώσεις του. Η φαντασία που λες εσύ είναι κι αυτή πολύτιμη δεξιότητα, έχει όμως αμφίβολα αποτελέσματα. Μια γκόμενα θέλει βασικά να περνάει καλά, όχι να πειραματίζεται όλη την ώρα. Θέλει να την πας στο μαγαζί που έχεις πάει στο παρελθόν και έχεις περάσει καλά, για να είναι σίγουρη οτι κι αυτή θα περάσει καλά. Οι γυναίκες είναι ανασφαλή όντα, γουστάρουν την πεπατημένη, να πηγαίνουν στα σίγουρα. Επίσης, ένας συχνός θαμώνας έχει κάποιου είδους «εξουσία» στο μαγαζί που συχνάζει: τον χαιρετούν οι πορτιέρηδες, ενδεχομένως δεν πληρώνει είσοδο, έχει πολλά κεραστικά ποτά, παίζει σφαλιάρες με τον τραπεζοκράτορα μετρ, μιλά στους σερβιτόρους σαν παιδιά του κλπ. Όλα αυτά καυλώνουν άσχημα τις γυναίκες. Η γυναίκα καυλώνει να σε βλέπει άνετο, να κινείσαι στο χώρο που την έχεις πάει με άνεση και οικειότητα. Όχι να πηγαίνεις ψαχουλεύοντας και ψαρωμένος και να πετάς ατάκες του στυλ «συγγνώμη, προς τα που είναι η τουαλέτα;» και άλλα τέτοια τραγικά. Η γυναίκα γουστάρει να αφήνεται, να μην έχει να νοιαστεί για τίποτα, να κάνεις εσύ το κουμάντο κι εκείνη απλά να αράζει με το τσιγαράκι της. Αν εσύ είσαι σφιγμένος επειδή βρίσκεσαι για πρώτη φορά σ' ένα χώρο, κλάφτα Χαράλαμπε, δύσκολα θα χαλαρώσει κι η ίδια. Οι γυναίκες (οι σωστές και μπάνικες τουλάχιστον, όχι οι κομπλεξικές) γουστάρουν να γνωρίζουν τους φίλους, τις παρέες, τους γνωστούς σου. Θέλουν να σε θαυμάζουν στην κοινωνική σου υπόσταση. Έχω διαπράξει αρκετές φορές το μοιραίο λάθος να γνωρίσω μια γκόμενα και να βγαίνω συνεχεια μαζί της κλάνοντας τους φίλους μου. Τότε συνήθως κάποια στιγμή έρχεται η θανατηφόρα ατάκα: «μα καλά εσύ φίλους δεν έχεις, μόνος σου είσαι συνέχεια;».
Ωραία κουβέντα, να τη συνεχίσουμε κάποια στιγμή!
Αυτή είναι πουριτανική λογική του στυλ «μάζευε κι ας είν' και ρόγες». Αποταμίευση, επενδύσεις για το μέλλον, χρησιμοθηρία, ωφελιμισμός και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Εγώ σε λέω απλά, απόλαυσε τη στιγμή κι ότι βρέξει ας κατεβάσει. Δημιούργησε μια ωραία εικόνα, μια ωραία ανάμνηση, μια ωραία ατμόσφαιρα (εδώ πήγα να βάλω λινκ στο γνωτό ηλιοπουλικό αλλά είδα οτι δεν υπάρχει).
Αγαπητέ συνονόματε, λέω εδώ και κάτι μήνες να ανεβάσω τα «νεφρά» ως λήμμα-ομπρέλα, που θα περιέχει όλες τις σλανγκικές χρήσεις της λέξης. Το να πεις π.χ. «αν έχεις νεφρά ρε πούστη σε περιμένω στις Τρεις Γέφυρες» ισοδυναμεί με το «αν έχεις αρχίδια ρε....». Προφάνουσλυ και εδώ κάτι τέτοιο παίζει, δλδ
τα νεφρά μου παλιόπουστα = τα αρχίδια μου ρε παλιόπουστα = πάρε τ' αρχίδια μου ρε παλιόπουστα ή σε γράφω στ' αρχίδια μου ρε παλιόπουστα . Αν κανω λαθος πες μου
Και κάτι άλλο. Η μόστρα παίδες, η φιγούρα, η λεζάντα, το πουλ μουρ και όλα τα σχετικά, είναι, ως ένα βαθμό, αυτοσκοπός. Η μόστρα για τη μόστρα, για τη χαρά της φιγούρας και μόνο. There's nothing wrong with this. Δεν σημαίνει ντε και καλά οτι κάθε φορά που βγαίνεις με γκόμενα και την πας σ' ένα κυριλάουα place, πρέπει να γαμήσεις. Δηλαδή οτι και καλά η έξοδος για φαγητό / ποτό κλπ είναι το ορεκτικό, ας πούμε, και το κυρίως πιάτο είναι ο πήδουλας. Καμία σχέση.
Μπορεί δλδ σεξουαλικά και συναισθηματικά να είσαι πλήρως καλυμμένος και καβατζωμένος με ένα (ή και περισσότερα) γκομενάκια και να την περνάτε φίνα εσώκλειστοι, με σουβλάκι ντελίβερυ , άγρια γαμήσια και μετά αγαπούλες δίπλα στο τζάκι κλπ. Θα σου έρθει όμως κάποια στιγμή να βάλεις τα καλά σου τα ρουχαλάκια που τα ακριβοπλήρωσες, να πάρεις το καλό σου το αμαξάκι που ακόμα το ξεχρεώνεις, να βρεις κι ένα ωραίο άλογο και να το κυκλοφορήσεις στην πόλη, να το σεργιανίσεις εκεί που πάει ο καλός ο κόσμος, να κάνεις το κομμάτι σου ρε αδερφέ, να ζήσεις για λίγο το αμέρικαν ντρημ σου, στο οποίο όλοι έχουμε δικαίωμα. Κι ας μη γαμήσεις μετά. Ας την πας απλά σπίτι της, σαν καλός καληνυχτάκιας. Χαμένος δεν βγήκες, ιδίως αν έπαιξες όλο το ρολάκι σου καλά.
Η οποία ήδη έχει πάρει πρέφα ότι δεν είμαστε και πολύ τακτικοί θαμώνες στο bar-restaurant εντός του πολυκαταστήματος που την πήγαμε, όπως της είχαμε αρχικά αφήσει να εννοηθεί.
Ρε πστ μου, έξυσες πληγές τώρα! Πραγματικά σου έρχεται να ανοίξει η γη να σε καταπιεί όταν η γκόμενα που τραβολογάς πάρει εκείνο το ξινισμένο και συγκαταβατικό υφάκι «α, πρώτη φορά έρχεσαι σ' αυτό το εστιατόριο; Νόμιζα πως ήξερες που πάμε». Έχω λύσει πλέον το πρόβλημα με τον εξής τρόπο: όταν πρόκειται να βγω σε μέρος που δεν έχω ξαναπάει, πηγαίνω μια δυο μέρες πριν μόνος και χαρτογραφώ το χώρο, την πρόσβαση, το πάρκιν, που είναι οι τουαλέτες κλπ.
Να πω την αμαρτία μου, ο ορισμός με μπέρδεψε κι ήμουν έτοιμος να προσπεράσω, όμως τα παραδείγματα που τα σπάνε, ξεδιάλυναν την κατάσταση. Και μου θύμισαν πόσο απολαυστική μπορεί να ειναι η συναναστροφή με αυτούς τους ανθρώπους της δουλειάς! (απάντηση: όσο σπαστική μπορεί να γίνει)
Κάτι σαν της παναγιάς τα ράμματα δλδ...
Λόγος για να επαναλάβει κανείς λήμμα που υπάρχει ήδη στον Μπάμπη, στον Τριαντάφυλλο κλπ, είναι το να έχεις να προσθέσεις μια νέα διάσταση στον ορισμό του. Έστω κι αν πρόκειται για μια αμυδρή απόχρωση.
Ας πάρουμε ως παράδειγμα το λήμμα μου φρικιό. Εκεί ο Μπάμπης γνωρίζει τις σημασίες 1 και 2 που δίνω, αγνοεί όμως τις 3 και 4. Το κενό αυτό στη λεξικογραφία τώρα εκαλύφθη.
Ακόμη όμως κι αν είχα παραλείψει τις δύο τελευταίες αυτές νεόκοπες σημασίες, η συζήτηση που είχε επακολουθήσει εκεί στο φρικιό (επί της βασικής σημασίας) ήταν διαφωτιστική και γόνιμη. Είχε αφήσει να διαφανούν οι διαφορετικές προσεγγίσεις / προσλήψεις μιας άκρως αμφιλεγόμενης έννοιας.
Εν προκειμένω, ο ορισμός δεν κομίζει σχεδόν τίποτα καινούριο. Αναφέρεται σε παρέες και ιστοριούλες και δημοτικά σχολεία με τρόπο εντελώς περιπτωσιολογικό και άρα εν δυνάμει περιοριστικό. Ο δωρικός μπάμπειος ορισμός είναι κτγμ επαρκής, λαμβανομένου υπόψη πως πρόκειται για μια καρα-κλασική έκφραση που γνωρίζουν κι οι πέτρες: [βάζω την κασέτα: αρχίζω να λέω ξανά τα ίδια πράγματα: έβαλε πάλι την κασέτα! Πες του να σταματήσει, τα ξέρουμε!] Δεν γράφουμε για να γράφουμε, παρά μόνο όταν έχουμε κάτι νέο να πούμε. Γνώμη.
Θεωρώ δεδομένο πως ο φίλος μου ο βικάριος - που τον περιμένω στην αθήνα για ταβλέτο όποτε ευκαιρήσει - δεν θα παρεξηγηθεί από τα παραπάνω.
Ήθελα καιρό να το χώσω αλλά μετά είδα οτι για ακομη μια φορά μας έχει προλάβει ο μαμημένος ο Μπάμπης.
Το «τσιχλόμαγκας» του - ομολογουμένως ζόρικου και ωραίου - παραδείγματος, παρόλο που δεν το έχω ακούσει, τείνω να το θεωρήσω αυθεντικό. Αντίθετα, το παράγωγο αφηρημένο ουσιαστικό («τσιχλομαγκιά») μου φαίνεται κάπως artificial. Παρακαλώ να με διαψεύσεις αν κάνω λάθος.
Το λήμμα λοιπόν κττμγ θα έπρεπε να είναι «τσιχλόμαγκας» (δλδ το συγκεκριμένο επίθετο) και όχι «τσιχλομαγκιά» (δλδ το αφηρημένο ουσιαστικό). Το συγκεκριμένο κατά κανόνα προηγείται του αφηρημένου. Ένα κλασικό παράδειγμα αυτής της χρονολογικής προτεραιότητας είναι η περίπτωση του civilisée (πολιτισμένος, επίθετο) και του civilisation (πολιτισμός, αφηρημένο ουσιαστικό), όπου το τελευταίο είναι κατά τον Norbert Elias δυο-τρεις αιώνες νεότερο.
Πέρα όμως απ' αυτά, τσιχλόμαγκας δεν είναι βέβαια αυτός που μασάει τσίχλα και πουλάει μαγκιά, αλλά ο ψευτόμαγκας, ο γιαλαντζί μάγκας. Αυτός που εξωτερικά φαίνεται βαρύς κι ασήκωτος, αλλά η ψυχούλα του είναι λαφριά σαν του πουλιού, σαν μιας τσίχλας. Τα πουλιά είναι άλλωστε σύμβολα δειλίας (εξ ου και φλώρος, κότα), «ελαφρότητας», ερωτισμού κλπ. Το πουλί μπορεί πάντα να πετάξει και τιγκανά, δεν μένει στη γη για να δώσει μάχη.
Υφίσταται άλλωστε τσεκαρισμένα και ο χαρακτηρισμός φλωροκάναρο (< φλώρος + καναρίνι, θα το ανεβάσω εν καιρώ) για τον φλωράκο τον λεπτεπίλεπτο, τον μή μου άπτου, τον μυγιάγγιχτο, την κλασομπανιέρα.
Όσο για τις γκόμενες που μασάνε τσίχλα και μιλάνε μάγκικα στραβώνοντας το στοματάκι τους, αναφέρεσαι σε ένα υπαρκτότατο κοινωνικό φαινόμενο και έναν εξίσου υπαρκτότατο - πλην δύσκολα περιγράψιμο - ανθρωπότυπο, ατελή σκιαγράφηση του οποίου επιχειρώ εδώ.
Με αυτήν όμως τη σημασία χλωμό το κόβω να λέγεται.
Πάτση στα περί βήματος θαψίματος έχεις ένα point, νομίζω όμως πως λέγεται. Ο τύπος είναι κόκκινο πανί. Δες και μήδι, όπου κατάφερε και συνεκρίθη με τον κλασικό χουνταίο Μαστοράκη.
Σας πήρε μερικά χρονάκια αλλά τελικά καταλάβατε τι μαλακίες έγραφε η ταραντούλα αχαχα
Ούτε σπεκάρω, ούτε βαθμολογώ, ούτε έλλειψη χούμορ θαρρώ πως έχω (αλλιώς δε θα 'μουν εδώ), ούτε εννοείται αρχίζω τα γαλλικά (σεσινεπασλάνγκ κλπ). Θεωρώ όμως πως τέτοιες φάσεις συντηρούν και διαιωνίζουν ένα απόλυτα ιδιωτικό (με την αρχική σημασία του όρου) παραμυθάκι. Θα ζήσω γιατρέ μου;
Xotzas: 1, 4
xalikoutis: 5
- σύνταξη στα 18 στράτευση στα 100
- τα μμε φάγανε ίντερνετ και χέσανε bloggers
- φτύσε την τσίχλα του lifestyle
- πόση ευτυχία θα αγοράσεις απόψε;
- δεν έχω φίλους αλλά ευτυχώς έχω msn...
- oι τοίχοι έχουν αυτιά και τα αυτιά σας τοίχους
- βοήθα την αστυνομία στο έργο της, χτύπα τον εαυτό σου
- μην είστε αντικοινωνικοί. λουφάρετε με παρέα
- είμαστε αυτοί που οι γονείς μας δεν μας άφηναν να τους κάνουμε παρέα
- ξόδευε και μη ερεύνα
- ανύπαρκτο είναι ό,τι δεν πεθυμήσαμε ακόμη
- αν ο Σαμπάνης δεν ήταν ολυμπιονίκης θα ήταν αλβανός
- Κεντέρη κατούρα να πάρουμε μαστούρα
- φονιάδες των δοντιών ζαχαροπλάστες
- φονιάδες των χοντρών διαιτολόγοι
- merry crisis and happy new fear
- αν θες να ονειρεύεσαι ξύπνα
- όποιος ανακατεύεται με τις τράπεζες τον τρώνε οι τόκοι
- ρούχα; σινιέ.. σχέσεις; σικέ..
- 5 μέρες τρως τ' αγγούρι μα το σάββατο είσαι μούρη
- όταν οι μπάτσοι σκοτώσουν τα παιδιά σας τότε θα βγείτε απ' τα κλουβιά σας
- σταματήστε τη γη να κατέβω
- Άντε γεια μας κι οι μπάτσοι μακριά μας
- Βενζίνη στο μπουκάλι για του μπάτσου το κεφάλι
- εκλογές: τα πρόβατα ψηφίζουν το βοσκό τους
- αν οι εκλογές άλλαζαν κάτι θα είχαν καταργηθεί
- η πολλή δουλειά δεν τρώει τον αφέντη, τρώει τον εργάτη
- τα σχολεία μπορούν να φωτίσουν μόνο όταν καίγονται
- ο χριστός δίδαξε και πέθανε, οι καθηγητές τι περιμένουν;
- να καεί να καεί το μπουρδέλο η βουλή
- κάψτε τη βουλή όχι τα δάση
- βγάλε το κράνος που φοράς κάτω απ' το κρανίο σου
- η tv έχει και off
- έγχρωμη tv ασπρόμαυρη ζωή
- η πραγματικότητα δεν υπάρχει
- οι ήρωες πουλάνε τη μπατσίνη
- πόσες ώρες τηλεόραση είδες σήμερα;
- ξέρνα το χάπι του lifestyle
- καλύτερα άνεργος παρά μπάτσος
- 666 το χάος είναι sexy
- με τη βοήθεια του χριστού θα σας γαμήσουμε την παναγία
- ο Ζαχόπουλος πήδηξε, εσύ τι θα κάνεις;
- Και τώρα που πήρες πτυχίο τι κατάλαβες (Φιλοσοφική)
- άνθρωπος δίχως θεό, ψάρι δίχως ποδήλατο
- υπάρχει ζωή πριν το θάνατο; (Φιλοσοφική)
- με τα αφεντικά είμαστε μια οικογένεια γιατί μας γάμησαν τη μάνα
- αν η δουλειά ήταν καλή τα αφεντικά θα την κράταγαν για την πάρτη τους
- ο πολιτισμός τους χάνεται μόλις κοπεί το ηλεκτρικό ρεύμα
- το αιγαίο ανήκει στα ψάρια του
- η κύπρος είναι κινέζικη
- κάθε πέτρα εναντίον τους, ένα όνειρό σου (Αλέξης)
- η καμένη πόλη ζεσταίνει τις καρδιές μας
- φτου ξελευτερία για όλους!
- Μην φτύνετε κάτω. Yπάρχουν πολλοί από πάνω
- Ξυπνήστε αυτούς που κοιμούνται, αφήστε αυτούς που ονειρεύονται
- εναντιωθείτε στο γκρίζο της πόλης. Βάψτε την μαύρη
- μην περιμένεις να χιονίσει για να δεις μια άσπρη μέρα, ρίξε και κανα γιαούρτι
- αν θες να ονειρεύεσαι ξύπνα
- αφού δουλεύεις για να ζεις γιατί σκοτώνεσαι στη δουλειά;
Kαι πόσα άλλα γαμάτα σαν αυτό έχουν γράψει οι ανάρχες! Το 'χουμε πει και το 'χουμε ξαναματαπεί, χρειάζεται μια κατηγορία ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ.
Aλέξης Γρηγορόπουλος --> Γρηγόρης Αλεξόπουλος (ή κάτι τέτοιο) Καρατζαφερικός αναγραμματισμός...
Σκατό λένε εν συντομία και τις hardcore πορνοταινίες που περιλαμβάνουν κοπρολαγνεία.
[I]
- Είσαι να πάρουμε καμιά τσοντούλα για το βράδι να φτιαχτούμε; Τι γουστάρεις;
- Φίλε ό,τι νάναι: λεσβιακά, με ζώα, με ξύλο, με ανάπηρους. Μόνο σκατό μην πάρεις, δε το αντέχω.[/I]
Λοιπόν, εδώ έχουμε πολλά να πούμε.
Καταρχήν, ως προς το καταχωρίσιμον. Πρόκειται πράγματι για καραμπινάτη περίπτωση, όπου το γεγονός οτι Μπάμπης και Τριαντάφυλλος έχουν γνώση, ουδόλως πρέπει ως σλανγκ.γκρ να μας απασχολήσει. Η έκφραση είναι αρκούντως «βρόμικη» / ζόρικη / μαγκιόρικη κλπ και διατηρεί σχεδόν ακέραιο τον αντισυμβατικό λαϊκό χαρακτήρα της. Κάνενα λεξικό της αργκό δεν δικαιούται να την αγνοεί. Πάει αυτό.
Ο πάτος - ως συνώνυμο του πρωκτού, της κωλοτρυπίδας και ουχί του «κώλου» υπό την ευρεία έννοια - χρησιμοποιείται κατά κανόνα μέσα σε κάποια ειδικά συμφραζόμενα. Πρωτίστως, όταν αναφερόμαστε στο αντικείμενο του πόθου μας: τι πάτος! Είναι η περίπτωση α. στον ορισμό, η οποία και επισκιάζει τρόπον τινά τις υπόλοιπες. Κατά δεύτερον, στην έκφραση μου έφυγε ο πάτος, όπως πολύ σωστά διαλαμβάνει το β. Όσο για την περίπτωση γ., εγώ προσωπίκαλλυ έχω μείνει στο «τυχερός = κώλος». Έχω την αίσθηση οτι το «τυχερός = πάτος» δεν είναι (ή δεν πρέπει να είναι) ιδιαίτερα διαδεδομένο, διότι η χρήση της λέξης προκαλεί έντονους συνειρμούς ερωτικής διέγερσης (βλ. κυρίαρχη περίπτωση α.) και ως εκ τούτου μας απομακρύνει κάπως από το πνεύμα π.χ. ενός χαρτοπαιγνίου, ενός παιχνιδιού ταβλίου, ενός διαγωνισμού τριπόντων κ.ο.κ. Ξαναλέω όμως πως αυτό είναι καθαρά δική μου εκτίμηση, μπορεί να κάνω και λάθος.
Έχω όμως και κάποιες άλλες, πιο σοβαρές ενστάσεις. Διαφωνώ με το οτι πάτος είναι ο μεγάλος απαραίτητα κώλος. Καταρχήν, αυτό έρχεται σε μερική αντίφαση με την ύπαρξη των γνωστών υπερθετικών εκφράσεων (πατούρι, πάταρος, πατάρι κλπ).
Πάτος κτγμ είναι, σε πρώτη φάση, απλά το κωλοτρυπίδι. Τελεία. Διότι, ξαναλέω, πάτος δεν είναι τα βάρδουλα, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα, το κρέας των γλουτιαίων μυών. Είναι η σούφρα, το σουφρίδι, ο κεφτές (που έλεγαν οι παλιοί ρεμπέτες). Γιατί όμως αναφωνούμε «ωραίος πάτος!» στη θέα δύο καλοσχηματισμένων τουρλωτών κωλομερίων, δίχως ασφαλώς να έχουμε εικόνα της ιδίας της οπής; Η απάντηση είναι απλή: το εξωτερικό, το περιτύλιγμα, μας προδιαθέτει για το εσωτερικό. Μας φαίνεται αδιανόητο, δύο ολοστρόγγυλα καπούλια που κοιτούν ψηλά προς το θεό, να μην κρύβουν ανάμεσά τους μια ονειρική τρυφερή ροδέλα, έτοιμη για γλείψιμο.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως πάτος δεν είναι ο μεγάλος κώλος, αλλά ο ωραίος κώλος; Ίσως, όμως ούτε κι αυτό είναι απόλυτα ακριβές. Το θέμα βρίσκεται αλλού. Η ουσιωδέστερη προσφορά ενός ορισμού για τον πάτο, θα ήταν να μας διαφωτίσει για μια άλλη, σχετικά νεοπαγή, σημασία του όρου, που κανένας Μπάμπης και κανένας Τριαντάφυλλος δεν διανοήθηκε να περιλάβει.
Πάτος = Γυναίκα, και ιδίως νεαρή ευειδής γυναίκα. Εννοείται κατά σχήμα συνεκδοχής (το μέρος αντί του όλου). Με άκρως φαλλοκρατική και σεξιστική διάθεση, τα αρσενικά συμπυκνώνουν όλο το είναι της γυναίκας στον πρωκτό της, το υπέρτατο απωθημένο τους και παράλληλα κορυφαίο τρόπαιο στην υπόγεια προαιώνια μάχη των φύλων. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει και με το μουνί: ωραίο μουνί η μάνα του Αντώνη! Εδώ ακριβώς έγκειται και η κύρια αδυναμία του παρόντος ορισμού. Αυτό που έγινε για την περίπτωση γ. (κώλος / πάτος = τυχερός άνθρωπος), έπρεπε να επεκταθεί και στην βασική περίπτωση α.
Παραθέτω και ορισμένα παραδείγματα, έτσι, για τη γκάβλα πιο πολύ (διότι θαρρώ πως το point μου έγινε κατανοητό).
[I]- Έχεις δει την παρέα της Ελένης; Όλες πάτοι, σαν την ίδια!
- Θυμάσαι που ο Αντωνάκης μας κουνιότανε οτι η γκόμενά του είναι πάτος; Άκυρο, τους είδα χτες μαζί, μια φώκια είναι.
- Πες στη γκόμενά σου τη Μυρτώ να μην ανακατεύεται στις δουλειές μας. Όταν μιλάνε οι άντρες, οι πάτοι σωπαίνουν. [/I]