Βλ. και ναυτικά: Τα ρέλια (σιδηροκουπαστή<rail), τα κρένια (γερανοί<crane), το σταντά(ρ)δο (σημαία του πρυμναίου ιστού<standard), ο ντόκος (αποβάθρα<dock), ο σηψάντες/σηψάτζης (ναυτικός πράκτορας<ship's agent), ο μπώμαν (αντλιωρός<bowman), το μπούνκερ (ανθράκευση<bunker), φούλ αχέντ (πρόσω ολοταχώς<full steam ahead) βλ. και μιλάς φούλ; (μπέσα) / φούλ ερωτευμένος κ.α., τσατερούμ (γραφείο πλοήγησης<charter room), κάρδιφ (γαιάνθρακας καύσεως<Cardiff), κόστα-κόστα (κατά μήκος της ακτής<coast to coast) κτλ χώρια τα παρδαλά τοπωνύμια Μαρσίγια, Τζιμπεράλτα, Αργεντίνα, νησιά Σκύλοι (Scilly islands), Αλιτζέρι, Ντούνεζι, Πορ-Σάι (Port Side), Χούλλ (Hull) κ.α.
Α! Στο τάβλι, αυτός που παίζει φουνταριστός/άστε-ντούα, λέμε κάνει το παιχνίδι πουτσαρομπούλουκο (πουτσαρά-μπουλούκ) ή ροντέο ή έχει τα πούλια του στη βίζιτα (ανοιχτά).
παρφέ!
Να συμπληρώσω, οτι όσα λίκνια δεν έβαλα σκόπιμα π.χ. στο παπάρι, αρχίδι, είναι διότι δεν ταίριαζαν οι δοτοί ορισμοί με την έννοια της υποτίμησης του νεανία π.χ. Άντ' απο δώ βρε αρχίδι = μικρέ μαλάκα και όχι μοχθηρός τύπος
Να συμπληρώσω:
1. Κομμάτι: Ωραίος τύπος, καραμπουζουκλής, περιβόλι.
Συνώνυμα: Άτομο, ατομάκι, ατομάκλα, παίχτης, λεβέντης, μαγκίτης, μούρη, μουσούδι, μουτσούνι, γαμώ τα παιδιά, παλλικάρι. Π.χ. Τί κομμάτι είσαι συ ρε παιδάκι μου;
2. Κομμάτι: Τεμάχιο χασίς, τσίκα, δοντιά. Βλ. Ζώρζ Πιλαλί «Το κομματάκι».
Καλώς τηνε! Ρε συ, αν το θέμα στο μοντάρισμα είναι τα λίνκια, τα' βαλα όλα, βέβαια μπορεί και να μου ξέφυγαν μερικά, που δεν φαντάστηκα οτι θα υπήρχαν π.χ. τομπολίνια (και όχι τρομπολίνια) όπως το έγραψα, αλλά δεν υπήρχε...
Τώρα, να μην πήρε το μάτι μου π.χ. τη μαγκιά-κλανιά κι άλλα 2-3, καλή τη πίστει δε νομίζω οτι επιδεικνύεται έτσι έλλειψη σεβασμού.
Αν θυμάμαι καλά, στο «1821 και η Αλήθεια»
Φχαριστώ μπόςς! Ε, όχι και άπταιστος... Με κάτι κολυβογράμματα τα κουτσοβολεύω, για να μη χρειάζεται να βάζω πολλά-πολλά λίνκια (οκνηρία τέχνας κατεργάζεται)...
@αλλίβε, έτσι και ξαναχώσω κι άλλο τέτοιο σεντόνι, με βλέπω banned απ' το σάιτ...
@iron: Εγώ πήγα στην Αιδηψός για το ποδάρι μου...
Εγώ πάντως συμφωνώ με το ντίλι, που έφεγγε και μόνταρε η κόρη το σεντόνι :)
Είναι στρατιωτικό πήξιμο, που απαγορεύτηκε πρόσφατα (στα κέντρα).
Εγώ πάλι δεν είχα DOSοληψίες μ' αυτά τα κέρατα...
Αποδεικνύεις την κλάση σου!
Πολύ καλό! Εύγε!
Μπράβο πορνηρέ κύων!
Δεν το' ξερα. Να σκεφτείς, στην ετυμολόγηση ως AMAG=αμάκα αναφέρεται ο Ραφαηλίδης στη γέννηση του νεοελληνικού κράτους (με πήρε στο λαιμό του θεοσχωρέστονε). Δεν είναι ούτε η μόνη ούτε η πρώτη φορά που ερμήνευσε όμως λέξεις και καταστάσεις όπως του άρεσε...
Σου παραδίδω την αστερόεσσα
Γειά σου Βράστα με τα ωραία σου!
Θυμίζω και αντίστοιχο Κηλαηδονίσιο γέλωτα στο «Φτωχό & μόνο καουμπόη»
Αφού τα ξέρεις, γιατί δεν τα λές;
Γειά σας Χαν & Μπούμπη!
1. Άμα σου πώ τί τράβηξα για να το βρώ και πού το βρήκα! Χιλιάδες άρθρα, νόμοι, διατάγματα και γράφουν οι μαλάκες μόνο το αρκτικόλεξο. Να σκεφτείς, βρήκα κι ένα άρθρο του Καργάκου, που ρωτούσε «τί σημαίνει τελικά Π.Ι.Κ.Π.Α.;» Τελικά το βρήκα σ' ένα φιλοτελικό σάιτ για γραμματόσημα του 1964 (Το Ελληνικό Γραμματόσημο)...
Αλλά με τα πολλά Ε.Ο.Κ.Φ., Ε.Σ.Υ.Κ.Φ., Π.Ε.Σ.Υ.Π., Ι.Κ.Π.Α. κλπ, έγραψα άλλα αντ' άλλων!
Λαβ σόρρυ!
2. Έβαλα «παράλυτος» και δε βγήκε.
Ασπασμοί
Το υπ' αριθ. 4, θυμίζει το γνωστό οξύμωρο:
Στην ερώτηση «Θέλετε να γίνετε δωρητής οργάνων;»
η απάντηση «πάρ' τ' αρχίδια μου»,
είναι θετική ή αρνητική;
Γειά σας παίδες!
Αν και έχουμε πληθώρα, γιατί όχι κωλοστέρα (κωλο+καθυστέρα) δεδομένου οτι είναι ατυχείς οι αυτούσιες μεταφράσεις τύπου «είσαι ένας γαμημένος μαλάκας», αφού αντί του επιταττικού fucking + λέξη έχουμε το πρώτο συνθετικό κωλο ή το τούρκικο καρα +λέξη (π.χ. κωλοπτυχίο, κωλοκατάσταση, καραγαμιέται κλπ).
Οι Ιταλοί έχουν το ενιαίο πρόθεμα stra και κατάληξη -one/a -ozzo, -accia -astro κλπ. π.χ. strafigona (καρα-μουν-άρα), ή το περιφραστικό sto cazzo di (καρα/κωλο+ λέξη) π.χ. sto cazzo di giorno (όλη την κωλο-μέρα), figliozzo (ο γιόκας), sbirastro (κωλόμπατσος), donnaccia (παλιογυναίκα) κλπ κι οι ισπανοί το puto/pedazo de+λέξη π.χ. puto cabron (καραμαλάκας) pedazo de puta (καραπουτανάρα)/cacho+ λέξη π.χ. cachoputa (παλιοπουτάνα).
Τέτοιες (προ-)παροξύτονες συντμήσεις έχει και η ιταλική π.χ. pora figlia (Ρώμη) αντί povera κτλ.
Καταληκτικές συντμήσεις βρίθουν και στην ελληνική αργκό π.χ. ο οπλονό (-μος), η Χαριλάου Τρικού (-πη), εφτά νομά σ' ένα δωμά κλπ, αλλά και στα τσακώνικα, που συνήθως κόβουνε την τελευταία συλλαβή ή και τη μισή λέξη προς το τέλος (μόρφημα).
Αντίστοιχα ιταλικά π.χ. a magna (a mangiare) Ρώμη, da muri (da morire) Νάπολη, profe (-ssore) αργκό, κτλ.
Λέει ο Πουλικάκος στη «Ρεβάνς»:
Όταν έφυγα απ' το χωριό, μου είπε ο πατέρας μου να μη γίνω πούστης, πρεζάκιας και κουμουνιστής κι εγώ έγινα και τα τρία...
Ωραίοστ!
Σχετικό: Τ' αριστερό μου κλαίγανε και το μοιρολογούσαν!