Το αρσενικό του σαλίνα, είναι ο σάλος!
@ Βραστ: Τιπεστώρα!!!
Στα επιμέρους, είναι πιθανότερο να προέρχεται απο την ιταλική. Combinare λένε ακόμα και σήμερα, όταν εννοούν κανονίζω/οργανώνω (ιταλ. sistemare/organizare) κάποιο σχέδιο δράσης, όχι απαραίτητα με την πονηρή έννοια π.χ. να «στήσουν μια μηχανή» ή «κόλπο» (ιταλ. sgobbo).
Άραγε, ο κομπινατόρος είναι ο οργανωτής/κανονιστής/ελεγκτής και προσιδιάζει περισσότερο στον ισμπιτιρτζή.
Γαμώτα!
Επίσης, το κάνω αβαβά = «πνίγω» το θέμα/το κάνω γαργάρα/κάνω την κορόιδα/το θάβω/το περνάω στ' αζήτητα κλπ
π.χ. κάνω αβαβά την απόδειξη (δεν κόβω).
Ναι ρε παιδί μου, εδώ σε λίγο θα τη γκρεμίσουνε να την κάνουνε πολυκατοικία κι αυτή εκεί, ακκίζεται...
Ως προστακτική γιούρου! = έφοδος! το έχει ο Π. Πικρός στο «Τουμπεκί» (1927).
Ιταλισμός εκ του ταυτοσήμου mi girano i coglioni.
Εμ βέβαια, δεν λέει τέτοια η Αρβανιτάκη...
:-Ρ
Εξαιρετικό!
@αλλίβε: Ε, τότε θα πάρω κι εγώ το Χατόρι Χάνζο μου, να κατεβώ στον Ομαλό...
(prequel απο το «Kill Μπήλιω»)
Έτσι το λέει ο Αλέφας «ο παίχτης πρέπει ν' ακούει αυτό που του λέει ο υποφαινόμενος προπονητής»...
Κλασική πατάτα που κάνουν πολλοί χρήστες τ. Μιτζνούρ κλπ. είναι να συγχέουν τις λέξεις cheering (επευφημία) και jeering (γιουχάισμα).
:-Ρ
Συμπλ. σε μερικές βαριάντες της δηλωτής σόι στις φιγούρες δεν πάει και πρέπει ν' αποφασιστεί πριν ξεκινήσει το παιχνίδι.
Τώρα μου' ρθε:
Σόι είναι και όρος στο τεχνικό χαρτοπαίγνιο της δηλωτής, όταν βάζεις όμοιο σε αξία-αριθμό χαρτί, πάνω στο ήδη υπάρχον, χωρίς να προσαυξάνεται η αξία τους π.χ. ρήγα σε ρήγα, τεσσάρι στο τεσσάρι (χωρίς να υπολογίζεται για 4+4=8) και για την αποφυγή παρεξηγήσεων ως προς την αξία των φύλλων, πρέπει να το φωνάξεις πριν ρίξεις.
Είναι καλό κόλπο, προκειμένου να διαφυλάξεις καλό χαρτί π.χ. σόι στους ασσέους (όταν δεν έχει κανείς άλλος άσσο, αντί να δηλώσεις σε άθροισμα που μπορεί να μαζέψει ή ν' ανεβάσει ο αντίπαλος), αλλά μπορεί να σε παγιδεύσει (π.χ. αμέσως μετά δηλώνει τα υπόλοιπα χαρτιά ο αντίπαλος κι όταν μαζεύεις το σόι σου, ο άλλος κάνει ξερή).
Αυτά.
Μα, ναί.
Εξ άλλου, στα πλοία αυτά οι παραβατικοί νάφτες τιμωρούνταν πολύ αυστηρά, για το παραμικρό παράπτωμα, με το αγγλικής εμπνεύσεως μαστίγιο «γάτα με τις εννιά ουρές» (cat o' nine), εξ ου κι η έκφραση εννια-ουρίζω > νιαουρίζω (απ' το Bono)...
:-Ρ
Λασκοπούλες και Λασκόπουλα,
δεν είναι τυχαία η μορφή, που χρησιμοποιεί ο Ρίζος (σιντεγκλέρια), διότι έτσι την γράφει ο Τσιφόρος στο σενάριο (και αλλού). Αλλά δεν εξηγεί πούθε μας ήρθε.
Ιδέα δεν έχω για την ακριβή της προέλευση. Το' βαλα να υπάρχει.
Συγκεντρώστε τις δυνάμεις σας και ψάξτε τι στον κόρακα είναι το σιντεγκλέρι/σεντεγκλέρι/σαντικλέρι, γιατί νομίζω αξίζει τον κόπο, είναι ωραία έκφραση, που πρέπει να ετυμολογηθεί και να διασωθεί.
Εν ανάγκη φωνάζουμε Πονηρό & Σάραντ, που το' χουνε με τουρκισμούς, νεοελληνική λογοτεχνία και παλαιικές εκφράσεις.
Αν αποδειχθεί οτι έγραψα Άλαν Ντάλλων, ας μην χαρακτηρισθώ Λάσκος, αλλά Μπήλιω λόγω ακούσιας παραπληροφόρησης (θ' αναρτηθεί οσονούπω)!
Στο κάτω-κάτω, η ιστορία των λέξεων είναι ένα παραμύθι...
;-)
Ψυχικάρα, κάποτε λέγονταν και νέτα-σκέτα η πουτάνα (βλ. Ηλ. Πετρόπουλο σε «Μπουρδέλο»).
Επίσης, παλιότερα ο κόσμος έλεγε με πονηριά για τις κονομημένες μεγαλοκυράδες (τέως τσατσάδες), οτι κάνουν ψυχικά δηλ. βοηθούν τα φτωχά και τίμια κορίτσια να ορθοποδήσουν στην ζωή (τα έζμπρωχναν στη μπουτανιά).
Το αυτό ισχύει και για την έκφραση «κάνει μακριούς σταυρούς» για κάποια δήθεν θεοσεβούμενη θείτσα (=ρουφιάνα)...
[I]και τώρα τον φωνάζουνε
απόκληρο κι αλήτη
αυτός ο αλήτης, αυτός ο αλήτης,
ήταν ο πλούσιος ιδιοκτήτης[/I]
κλπ-κλπ
Ωραίοστ!
Πολύ καλό!!!
Για δες στο Γουαδαλκιβίρ, βαρκούλες και καντάδες
για δες και στο Σαρωνικό, πως πλέουν οι κιουράδες
:-Ρ
Φχαρστώ.
Όταν μαζέψω πολλά εύσημα, λέω να βγώ στη Σύνταξη...
:-Ρ
... he's on payroll κλπ