Προφανώς αναφέρεσαι στο γνωστό τραγουδάκι του Νικολαΐδη, για την περιπέτειά του στο ρδελομπού.
Αμφισβητώ την έκταση του όρου (το εύρος χρήσης απο τον πληθυσμό και την ειδικότητα ως προς τη ναυτονομία).
Καρατζόβες ή βλάχους ή καρατζόβλαχους ή καρατζοβίτες κλπ, έλεγαν παραδοσιακά στην αργκό όλους τους άνδρες των σωμάτων ασφαλείας, διότι προέρχονταν απο αγροτικές περιοχές, δεν είχαν στον ήλιο μοίρα και με την τεχνητή απο-αγροτοποίηση της οικονομίας => αστυφιλία, έπρεπε κάπως να ζήσουν (χωρίς πρόσημα).
Άκου «πέντε χρόνια δικασμένος», που λέει «φύλα τσίλιες για τους βλάχους-κείνους τους δεσμοφυλάκους».
Η απαξίωση των επαρχιωτών ενστόλων, εκτός απο την αποτύπωση κοινωνικών διαφορών εκ μέρους του υποκόσμου (μάχη κοινωνών της πρωτογενούς παραγωγής - αλλά φορέων κρατικής εξουσίας / καταναγκασμού - με τους αντίστοιχους της εξελιγμένης δευτερογενούς - αλλά εκνόμων μετόχων στο οργανωμένο έγκλημα), πήρε ιδιαίτερο βάρος κυρίως απο τη Χούντα και ένθεν.
Προστέθηκε η μόρφωση των διωκωμένων στην δευτερογενή τους παιδεία, η οποία έγινε ανήμπορα Μανταμσουσίστικη σημαία, έναντι της μπρουταλιτέ των καρακόλ.
Τούτο το σκώμμα, φαίνεται χριστιανικά άδικο, αλλά εξελικτικά αναγκαίο, ιδίως όταν οι φορείς ενός απηρχαιωμένου κρατικού συστήματος, καταπιέζουν τους κομιστές νέων ιδεών, κόντρα στους νόμους της Φύσης, μιας και ο Νεάντερταλ εξαφάνισε τον παλαίουρα Κρο Μανιόν μ' ένα φτάρνισμα πρωτόγνωρης γι' αυτόν νόσου.
Parole αυτά, ειδικά οι πραιτωριανοί των στρατιωτικών αστυνομιών (σε ολόκληρο το ντουνιά), επιλέγονται σταθερά με βάση την αναντιστοιχία των σωματικών τους προσόντων σε σχέση με τα πνευματικά.
Η κοινωνική προέλευση των ανδρών, δεδομένης της αυτο-εκπληρούμενης προφητείας μιας κλασμένης υπαίθρου, είναι προφανής...
Βλ. και «Ο γιός του γείτονά σου» (ντοκυμανταίρ για τους παλιούς ΕΣΑτζήδες).
Ζούπα (5Χ2)!
Σωστό (5Χ2)!
Ιταλιστί: Mi girano i coglioni (γυρίζουν τ' αρχίδια μου = τα παίρνω στην Κράινα)...
Και τα καταληκτικά σε -ον (-ο στην δημοτική):
Το μπετό-τα μπετά, το ζαμπό-τα ζαμπά, το ταμπό-τα ταμπά-το βιτρό-τα βιτρά, το καρμπό-τα καρμπά, το σκαμπό-τα σκαμπά, το μαγιό-τα μαγιά κ.ο.κ. (& ε.κ.λ.ε.ρ.)
Επί των εδεσμάτων να μην παραλείψουμε τα mattieu & sufflimat (ματιές & σουφλιμάς = ρουμελιώτικα κοκορετσοειδή), τον Καλογιάννη (ζαμπόν), καθώς και το parole kebab = δηλαδή αμ' έπος αμ' έργον (και μπάπ = pesto κι έγινε), όπως λέμε parole d'honneur.
Μ' ένα φίλο απο Γαλλία λέγαμε οτι θ' ανοίγαμε κεμπαμπτζήδικο και ψάχναμε ταμπέλα για το μαγαζί κι είπαμε να το βγάλουμε παρόλ ντονέρ.
Μ' έναν άλλο στην Αγγλία είπαμε μια δόση να δουλέψουμε μια εγκαταλελειμμένη πάμπ και να της δίναμε τ' όνομα The Ox and Apple (πανάρχαια σύμβολα που χρησιμοποιούν κι οι μασόνοι), να χεστούμε στο τάλιρο.
Τίποτα απ’ αυτά δεν έγινε, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που λέει κι ο μουστάκιας ο μπάρμαν στο Irma la Douce...
:-Ρ
Στον Πύργο του Λονδίνου έχει κάτι πετούμενα (κοράκια) κι ο μύθος λέει οτι αν ποτέ πετάξουν μακριά και φύγουν απο κεί, θα καταρρεύσει η μοναρχία.
Τα πουλάκια δεν φεύγουν άπο κεί εδώ και αιώνες (αλλά οι Μπήφητες φροντίζουν να τους κλαδεύουν το φτέρωμα)...
Κωλοχτύπα έλεγαν εσφαλμένα οι παλιοί αριστεροί της αγροτιάς χωρίς θεωρητική κατάρτιση (δηλαδή Ανάφη και βάλε) την κολλεχτίβα, ιδίως σε φράσεις «να κάνουμε μια κωλοχτύπα», όπως βουλιαχτής (βουλευτής), γουργουλαβίδα (εργολαβία) κ.α.
Τώρα μου θύμισες όμως εκείνο το ρεμπέτικο («Για σένα μαυρομμάτα μου» Σ. Περιστέρης - Κ. Σκαρβέλης) που λέει ο κλασθείς μάγκας στη σκορδόπιστη:
[I][...] κορόιδο είσαι μάθε το, κορόιδο με τα ούλα,
αφού πουλάς τέτοια καρδιά για πλούσια σακκούλα [...][/I]
Δηλ. σακκούλα (εδώ) = σακκούλι με λίρες, περιουσία.
Ανάλυση a la Khan!
(5Χ2)
Ναι. Λένε μάλιστα λόγω κρίσης εκτός απ' τα επιδόματα να τους περικόψουν και αρμοδιότητες...
:-Ρ
Μήπως έχει σχέση με το Μικρασιάτικο σερσέμης (ποντιακό χασσεμένος = χαμένος, αποβλακωμένος);
Το λήμμα γαμεί, όχι όμως κι ο ορισμός.
Η σακκούλα στην αργκό έχει εν γένει αρνητική σησαμία. Π.χ. στην εγκλέζικια αργκό λέγεται bag η μάπα γγόμμενα που της βάζεις σακκούλα στη φάτσα για να την πηδήξης (ελληνικά: Τη γαμείς μόνο με μαξιλαροθήκη) κι επίσης λέγεται έτσι κακεντρεχώς η παρταόλα (σακκούλα για πούτσες), ως κι η παραφθορά της slag.
Για τη ναυτική αργκό σεχτικά με τις σακκούλες με τ' απονέρια απ' τα κύτη δες κι εδώ.
Εξαιρετικό (5Χ2)!
Περαιτέρω μετάφραση του Αψολιμάν του Μεγαλοπρεπούς ισπανιστί: Sinpolla el Granddebe ;-)
Btw τα κακήν-κακώς εγγλεζο-ισπανικά λέγονται chungles (chungo = δύσκολο, ζόρι, χάλια κτλ + ingles) στην καστεγιάνικη αργκό.
Έλληνας ήταν κι αυτός! Ιδού η συνεκφορά:
Κουμπλάω Χάνω
Κουμπλάς Χάνεις
Κουμπλάει Χάν'
Κουμπλάμε Χάνουμε
Κουμπλάτε Χάνετε
Κουμπλάνε Χάνουνε
(Ομοίως κλίνονται και τα Σουμπουτάω, Γκένκις, Σουγκουρσούν κλπ)
Έστω και μετά απο ένα χρόνο, έχω να παρατηρήσω:
1) Το ανεβαίνω - κατεβαίνω κάπου δεν είναι αργκό.
2) Δεν λέγεται μόνο στη Θεσσαλονίκη.
3) Στον Βορρά εν γένει λέγεται ιδιωματικά περισσότερο το κατεβαίνω, ανεξαρτήτως γεωγραφικού προορισμού (π.χ. θα κατέβω Βέροια απο Λάρισσα κλπ), ενώ στην υπόλοιπη Ελλάδα (και στην Αθήνα), χρησιμοποιείται πιο λογικά τόσο το ανεβαίνω όσο και το κατεβαίνω, αναλόγως του υψομέτρου που βρίσκεσαι και αυτό του προορισμού σου (π.χ. θα κατέβω Πειραιά απο την Αθήνα ή θ' ανέβω Κηφισιά κλπ).
4) Η Θεσσαλονίκη δεν δικαιούται διά να ομιλεί (Κουτσόγιωργας), αφού είναι το χαϊδεμένο παιδί της Ελλάδας. Υπάρχουν πόλεις πολύ χειρότερα και πολύ πιο άδικα κλασμένες απο την κεντρική διοίκηση (π.χ. Πειραιάς, Πάτρα, Βόλος, Καβάλα, Νάουσσα κλπ).
5) Η Θεσσαλονίκη, είναι καταδικασμένη να έπεται της Αθήνας, μετά απο το συμπλεκτικό σύνδεσμο «και» (βλ. π.χ. διαφημίσεις καταστημάτων «τώρα και στη Θεσσαλονίκη»), εκτός κι αν αποφασιστεί (όχι φυσικά απο την ίδια) ν' ανοίξει δικό της μαγαζί...
6) Η Θεσσαλονίκη καλώς κλάνεται και θα συνεχίσει να κλάνεται απο την Αθήνα για το επιπλέον των παραλόγων απαιτήσεών της (κάτι ακούστηκε για Άρειο Πάγο και στη Σαλονίκη – ήμαρτον Κύριε, πουθενά στο ντουνιά δεν υπάρχουν δυο έδρες του ανωτάτου ακυρωτικού!), αφού κι αυτή τα ίδια κάνει αλλά σε μικρότερη κλίμακα, δηλ. κόπτεται μόνο για την πάρτη της, κλάνοντας με την σειρά της ολόκληρη την Βόρεια Ελλάδα. Εμ, όσο νεοέλληνες είναι οι Αθηναίοι, άλλο τόσο είναι κι οι Σαλονικιοί. Ή μήπως δεν είναι έτσι;
Φερ’ ειπείν, το συγκεκριμένο λήμμα αναφέρεται ως δήθεν θεσσαλονικιώτικη έκφραση, καίτοι λέγεται έτσι ιδιωματικά σε ολόκληρη την Β. Ελλάς (δηλαδή δεν υπάρχουν πουθενά οι άλλοι)!
Γιασάν στα κορόιδα τους βορειολλαδίτες, που την αποκαλούν και «νυφούλα τους», αφού πιστεύουν οτι είναι η «ασπίδα τους έναντι στο παλιο-κράτος των Αθηνών».
7) Ο τοπικισμός είναι επαρχιωτισμός, με την ορθή μετάφραση του όρου: Parochialism = στενομυαλιά – να μη βλέπεις πέρα απ' τη μύτη σου και προέρχεται απο την λατινική parochia – αγγλ. parish = ενορία, δηλ. ο όρος εννοούσε τον κληρικό που ασχολείται μόνο με τα της ενορίας του και δεν βλέπει παραέξω ούτε τις εξελίξεις ούτε τα μεγάλα δογματικά ζητήματα της Εκκλησίας).
Οι Κρητικοί είναι κατεξοχήν τοπικιστές.
Ακόμα και οι φερόμενοι Αθηναίοι πάσχουν απ’ αυτή τη νόσο, αλλά θα περίμενε κανείς να πλήττει μόνο τη λαϊκούρα...
Τελικά, όσο απογοητευτική είναι η μη επαλήθευση της επαγωγής σπουδές=>μόρφωση=>παιδεία, άλλο τόσο παρήγορη είναι γιατί δίνει ελπίδα και στους φτωχούς ν' αποκτήσουν την τελευταία και μάλιστα τσάμπα...
Μια πολίτικη παροιμία λέει: «Δώσε θάρρος στον Αλή κι έβγαλε ο κώλος του μαλλί» = πήρε «θάρρητα», σημ. ο μαλλιαρόκωλος στην κλασσική αργκό είναι ο θαρραλέος (εδώ θρασύς).
Οι Τούρκοι λένε αντίστοιχα «Yüz verdik Ali'ye, geldi sıçtı halıya» = δώσε θάρρος στον Αλή, να σου χέσει το χαλί.
Οι μάγκες έλεγαν οτι «ο χωριάτης είναι σαν τον πούτσο. Όσο τον χαϊδεύεις, τόσο σηκώνεται»...
Τώρα μου' ρθε και το σχολικό ανέκδοτο:
[I]-Πώς πέθανε η τελευταία Πόντια γάτα;
-Μεράκλωσε και πήγε στα σκυλάδικα...[/I]
Είναι παρόλα του Ζώρζ Πιλαλί, σε λάιβ στο Ροντέο.
Στόοος! Να απονεμηθεί ο Σταυρός του Χέστου Α΄ Τάξεως μετά φύλλων δρυός στον αποπάνω!
:-Ρ
Παρατήρηση 1:
Παράθεση: [...] φεύγουμε ΑΜΕΣΩΣ γιατί μπορεί να είναι πραγματικός ο Νιαγάρας και να μας επιστρέψει το «εμπόρευμα» [...]
Στα εγκλέζικα υπάρχει η έκφραση «get your own back» (σου' ρχεται μια παπαριά που έκανες μπούμερανγκ στη μούρη), η οποία προέρχεται απο τις τουαλέττες των υποβρυχίων του ΒΒ Ι.
Είχε ένα πρωτόγονο σύστημα απορρόφησης του σκατού με αρνητική πίεση (ή κάτι τέτοιο) στρέφοντας με τρόπο ένα μοχλό, ώστε να εκτοξεύεται η κουράς εκτός του θαλάμου στον ωκεανό, όταν βρίσκονταν το σκάφος κάτω απο ύψος περισκοπίου κι έπρεπε ν' ακολουθήσεις πιστά τις οδηγίες στο καπάκι, διαφορετικά, τα τρωγες στη μάπα με φόρα...
Τώρα, πόλεμο είχαν, σε ναύτες απευθύνονταν, άλλος βαριόταν να διαβάσει, άλλος δεν πολυκαταλάβαινε τί έπρεπε να κάνει, άλλος ήταν αναλφάβητος, πάρε και κατάλαβε τί γινόταν...
Παρατήρηση 2:
Ο πούστης ο Edika, όταν ζωγράφιζε αφοδεύοντες (απο τ' αγαπημένα του θέματα όπως και οι βύζοι) έβαζε πάντα τα καζανάκια να γράφουν μάρκα «Rolls Royce»...
:-)
Η κουλτούρα των σκουλαρικίων και του piercing είναι πανάρχαια και η χρήση τους γίνονταν απο Κίνα μέχρι Πετράλωνο για διαφόρους λόγους (π.χ. ατίμωση, καλλωπισμός, συνθηματικά, ύστατο μέσο ανταλλαγής κλπ).
Οι Βικίνγκοι φορούσαν ολόχρυσα σκουλαρίκια, προκειμένου να πουληθούν όταν πεθάνουν (αν δεν είχαν άλλη περιουσία ή αν οι συνθήκες δεν επέτρεπαν άλλου είδους συναλλαγή π.χ. θάνατος σε πλοίο ή μάχη κλπ) και να πληρωθούν τα έξοδα, ώστε να τους γίνει μια κηδεία της προκοπής (το ίδιο έκαναν κι οι μπουκανιέροι).
Οι συγγενείς τους Βαράγγοι (πραιτωριανοί του Βυζαντινού αυτοκράτορα) φορούσαν το σχολαρίκιον (<σχόλη) εκτός υπηρεσίας.
Η μεταφορά χρυσού – τιμαλφών πάνω στο ανθρώπινο σώμα σήμαινε σωτηρία απο δεινά, αφού είχες να πληρώσεις το αντίτιμό της, ιδίως αν βρισκόσουν on the move και δεν μπορούσες να υπολογίζεις στην απόκτηση έγγειου ιδιοκτησίας ή την εκποίησή της (κατά μια θεωρία οι Εβραίοι ανέπτυξαν έτσι ιδιαίτερο «δέσιμο» με τον χρυσό).
Οι αρχαίοι Έλληνες έστελναν τους νεκρούς τους στον Άδη, βάζοντας έναν οβολό ανάμεσα στα δόντια του τεθνεώτος ή στο κλειστό χέρι του, ώστε να «πληρώσει» τα κόμιστρα του Χάροντα, ειδεμή βρυκολάκιαζε και παρέμενε αβοήθητος στις όχθες του ποταμού (κάτι ανάλογο συνηθίζονταν μέχρι πρόσφατα κατά τα ταφικά έθιμα της Μάνης) βλ. και κωμικό νεκρικό διάλογο Λουκιανού με τον τζαμπατζή Μένιππο που αρνούνταν να πληρώσει.
Οι λαϊκοί Εγκλέζοι ακόμα και σήμερα (εκτός απο τα παραδοσιακά τατουάζ – καμία σχέση με τα ξεκωλόσημα των αδαών Ελλεεινίδων) φορούν ένα κάρρο κακοκομμένα χρυσαφικά πάνω τους σαν αραπάδες. Ρώτησα μια τέτοια φίλη μου κάποτε «τί σκατά τα κουβαλάς όλα αυτά τα λιλιά;»
Η απάντηση με καράφλιασε, γιατί δεν ήξερε τις συνήθειες των Βίκινγκς απο βιβλίο αλλά διότι είχε εγγραφεί στο συλλογικό υποσυνείδητο των συμπατριωτών της: «Καλά κι αν χτύπα ξύλο μου τύχει πουθενά καμιά στραβή και δεν έχω λεφτά μαζί μου, τί θα κάνω;»
[I]«Έλα να μάθης στην πλατεία Γκούγκλ,
έλα να μάθεις τί ζωή περνώωωωω ...»[/I]
Η gomina ακόμα έτσι λέγεται στην Ισπανία.
Για τη γκόμινα (ή φιληνάδα όπως έλεγαν παλιότερα) δες κι εδώ.
Στος ο Ντίνος!
Βλ. και σχόλιο εδώ.
Πάντως είχε πλάκα παλιότερα, όπου οι νεοέλληνες αστοί (sic) μιλούσαν στους γονείς τους «με το σείς και με το σας» (αγγλ. mind your p's and q's) για κάποιον ανεξήγητο λόγο.
Μάλιστα πλάκα είχε, ιδίως στις ελληνικές ταινίες, η αποτύπωση μιας εν γένει ξενική εσσάνς π.χ. μιλούσε η κόρη στον πατέρα της τύπου «με θέλετε τίποτε άλλο πατέρα»; ή «J-ένη κατέβα στο γκαρά-ge μια στιγμή» ή «ας ανοίξουμε μια [I]cham-πάνια»[/I] κλπ.
Κάτι τέτοιες χοντρομαλακίες εν είδει ορθοφωνίας διδάσκουν ακόμα στις υποκριτικές σχολές κι έχει γιομίσει ο τόπος ζωντόβολα...
:-)
Δώσε Μπόνο στο σουτιέν
να σ' ανέβει στο τοπ τέν