Στην Αγγλία αντίστοιχο είναι το volleys and headers = ένας τερματζής μοιράζει και 4-5 μαντραχαλέοι πασάρουν ο ένας στον άλλον ψηλοκρεμαστά καμπόσες φορές και καταλήγει είτε σε κεφαλιά είτε σε βολ-πλανέ.
Σοβαρομιλάς Πάτσμαν, δεν το' χεις ακούσει;
Νόμιζα οτι είναι διαδεδομένο σε ολόκληρη τη Β. Ελλάδα. Το' χω ακούσει Ημαθία, Σαλονίκη, Σέρρες και Κομοτινή.
Τί στον κόρακα;
Σωστός!
Άλλα αξιοπερίεργα:
Στην Β. Ελλάδα λένε «θα σου πάρω τηλέφωνο» (θα σου τηλεφωνήσω), ενώ στη Ν. Ελλάδα αυτό σημαίνει «θα σου αγοράσω τηλέφωνο».
Η απειλητική έκφραση όμως «θα σε μάθω εγώ γράμματα» (δηλ. «θα σου δείξω εγώ») χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην αιτιατική πάνω-κάτω και πλαγίως (!)
Τον τύπο αντωνυμιών με/σε/τον/την κλπ στην αιτιατική, χρησιμοποιούσαν και οι Πολίτες και οι Σμυρναίοι (π.χ. βλ. Γιοβάν Τσαούς σε ρεμπέτικο «Πέντε Μάγκες του Περαία»: ... δυο τάληρα τον δίνεις, τρία θα πληρώσουμε αν η γκλάβα θα γεμίσει θα σε προτιμήσουμε ... )
Ναίσκε τζόγια μου, σεντσ' άλτρο τζούστη η παρόλα σου μα κόμε να κάμω το βιάτζο ίσαμε τη μανσιόνα του Σιορ-Χάνκοντα, όπου δεν έχω αουτομόμπιλε ο κακορίζικος, να σε χαρώ;
Φχαρασσώ γκασπαντίν Αλλίβε...
Η Επανάσταση στην Ελλάδα θα ξεκινήσει απο τις παραλίες με την «Επιχείρηση Γης Μαδιάμ», όταν οι χασασίνοι μπαρμπούδος με στολή παραλλαγής ερήμου (αλά-Ιράκ) έρποντας σαν φίδια στην άμμο, θα ξεφυτρώσουν απότομα απ' τα αρμυρίκια και:
Αλλάχου-άκμπαρ!
Σπέκ!
Άλλως καλείται κλανιά ζοζέ < οζοζέουσα < εκ του αρχαιοελληνικού λολοπαιγνίου πορδή η οζέουσα (εκ των όζω = βρωμώ + ζέω = βράζω).
Οζέι λέγονται τα πουλιά στην διάλεκτο της Brescia, εξ ου το rosa de caei - gulusa de osei = κοκκινομάλλικο μαλλί - λαχτάρα των ψωλών (για το Τζονμπλάκ)...
Φίλ Σπέκτορ!
Ρε συ, μη θυμάσαι πώς λέγανε στην αργκό των μπουζουκλερί την πιατέλλα με τα φρούτα-ξερούς καρποί;
Κάπως την λέγανε ιδιωματικά, αλλά δε μου' ρχεται.
Άν το θυμάται κανείς, ας κάνει τον κόπο να το βάλει σαν λήμμα.
Σωστός ο στροχαιμ.
Επίσης λέγεται «θα μου δείς τον γκιώνη» (Πελοπόννησος) και
«θα μου δείς τον πέρδικο» (Ρούμελη).
Και τα δυο σημαίνουν «θα πάρεις τ' αρχίδια μου», με την έννοια της εις μάτην αναμονής ανταπόδοσης π.χ.
1.
-Βάλε ρε μια μπύρα βερεσέ!
-Άμα δεν πληρώσεις τα περασμένα χρωστούμενα, θα μου δείς το γκιώνη...
2.
(Μπαμπάς):
Άμα δεν περάσεις όλα τα μαθήματα του εξαμήνου και μου ζητήσεις το αμάξι να πάς διακοπές, θα μου δείς τον πέρδικο...
Σπεκ!
Το λένε και τα Ημίζ για τα φράγκα:
[I]«...Άλλα βγαίνουνε γρήγορα και άλλα λάου-λάου
αρκεί να' χουν απάνω τους τον Παπανικολάου...»[/I]
Παπανικολάου = 10.000 δραχμές απο τον εικονιζόμενο γιατρό στο παλιό (θνησιγενές) δεκαχίλιαρο. Λέγανε στα τέλη 90'ς π.χ.
-Πόσο κάνει το μπλουζί;
-Δώσε έναν Παπανικολάου, κομμάτια να γίνει...
Kiss me quick...
Βασικά, τα ατομάκια είναι μάλλον graphic, όπως λέει ο Τζόνι.
Παρουσιάζουν κάτι πτωχοπροδρομικές εμμονές του στυλ:
κλπ-κλπ.
[I]«... Είμαι πρίγκηπας και μην ξεχνάς Μαρία,
πριν δυο μήνες πασατέμπο και πορεία ...»[/I]
(Γ. Κούτρας «Τσικαμπούμ»)
μπείτε Ζέα :-)
Οι ρεμπέτες έλεγαν «πούστηδες, πρεζάκηδες και γυναίκες στον τεκέ δεν μπαίνουνε», δεδομένου οτι θεωρούνταν αναξιόπιστα άτομα.
Ιδιαίτερα για τους χρήστες αλκαλοειδών, η έκφραση απηχεί την αμφίδρομη σχέση, όπως την έχει περιγράψει ο Ηλίας Πετρόπουλος μέσα απ' τη φυλακή: «Ο χασικλής περιφρονεί τον πρεζάκια - ο πρεζάκιας μισεί τον χασικλή».
Η πούστικια μαζική παραγωγή - κατανάλωση αντενδεδειγμένου φαρμακευτικού υλικού, έσπρωξε φτωχά παιδιά να μιμηθούν με τεράστιο κόστος γι' αυτά, την ανέξοδη αυτοκαταστροφή των ευπόρων.
Την επανάσταση όμως δεν θα την κάνουν οι πρεζάκηδες.
Η χρεοκοπία του πολιτισμικού σχετικισμού άλλωστε φαίνεται ανάγλυφα πέριξ της πλατείας Ομονοίας...
Σωστός!
Τζιμάκος:
«... Να τη βγάλω λάου-λάου και του Χατζηνικολάου ...»
Παλιό λαϊκό:
«... Λάου-λάου το πηγαίνεις, να ξαναγενώ εργένης ...»
Για ν' ανασάνεις :-Ρ
Δεν το λέω για σένα προσωπικά, είναι γενικότερο το φαινόμενο.
Μα να καθόμαστε μωρ' αδερφέ μου να ψιλολογούμε τη μπουγάτσα-τυρόπιτα, το σουβλάκι-καλαμάκι και την πίτα-σάντουιτς;
Όταν μέχρι πριν 40 χρόνια δεν είχαμε να φάμε κρέας κι όταν αποκτήσαμε φτηνά κρέατα (εισαγόμενα) πέσαμε με τα μούτρα σαν καννίβαλοι (μια ζωή λιμάρηδες καταναλωτές και ποτέ παραγωγοί);
Όταν η μπουγάτσα είναι τουρκική και το σάντουιτς εγκλέζικη λέξη κι επινόηση;
Σα δεν πάμε καλά με φαίνεται...
Δάκρυσα απ' τα γέλια (και το παράδειγμα απέθαντο)!!!
Μπάει δε γουαίει, η κωλόκρυψη πάει χέρι-χέρι με την βυζανάδειξη (ιδίως όταν πρόκειται για βυζόμπαζο), προκειμένου να στρέφεται το βλέμμα του άρρενος αλλού.
Πρώτη διδάξασα η Κλεοπάτρα, που πέταγε όξω το καλοσχηματισμένο της ζιβύ, για να μην προσέχει κανείς την protruding μυταρέλλα της...
Ως προς το «και λοιπόν;» συνήθως χρησιμοποιείται το «e poi;» = ε, κι ύστερα; (δηλ. τί θες να μας πείς;) ή σκέτα «e...» (δηλ. «ε, και;» συνέχισε να δούμε πού το πάς).
Στην Πάτρα και στο Ιόνιο λέγανε παλιά ένα αντίστοιχο «κι απέ;» (δηλ. «και μετά;» και τί έγινε δηλαδή;), ενώ στην Κρήτη συνεχίζουν να λέν «ε, μα!» ως επιφώνημα δικαίωσης ή αγανάκτησης (δηλ. έχω δίκιο) όμοια όπως λέν οι Ιταλοί πάλι «e...» κοφτά σε διαφορετικό τόνο απο το παραπάνω (δηλ. ε, τί περίμενες;)
Πολλές οι κοινές εκφράσεις, σύνδεσμοι, προσφύματα και επιφωνήματα π.χ. «Σάλτα και γαμήσου» («Vai pure a fanculo»), «Είσαι και λεβέντης» («sei anche stronzo»), «να μου' σαι καλά» («stammi bene») κλπ-κλπ...
Προφέρεται κοφτά «μπο!» και λέγεται κυρίως σε στύλ «ξέρω γώ;»
Μωρηάς: Τζολεύω και τζο(ρ)λεύω.
Κυπριακά (ιδίως Πάφος): Τσιεύκω = τσιμπάω, πειράζω, ενοχλώ.
Το τζορελεύω να' χει καμιά σχέση με το τζουρνεύω / τσουρνεύω;
Β. Ελλάδα: Ζορλαντίζω / ζολαρντίζω = πρήζω τ' αρχίδια, ενοχλώ. Μήπως υπάρχει και σε τζορλαντίζω (;)
Υφίσταται και επώνυμο Τζόλας (< ιταλ. Zola ή αρβανίτικο; Ούτως ή άλλως οι Πουλιέζοι της Ιταλίας και της Πάτρας είναι στην συντριπτική πλειοψηφία τους αλβανικής καταγωγής).
Am speksten!
Βράστα οφείλεις να συγγράψεις το κόκκινο βιβλιαράκι του γαΜΑΟ...
Boh! (επιφωνημα αγνοίας ιταλιστί) ;-)
Maneggievole = manageable (χρηστικό, εύκολο στον χειρισμό < mano).
Μπουγιουρούμ εφέντιμ :-)