Πόσ' απίδια βάζει ο σάκος σου;
Τζόνι! (βαθειά αναπνοή)
Τζόνι! Στον καιρό!
Τζόνι! (βαθειά αναπνοή)
Τζόνι! Έι!
Λοιπόν, αφού ανάσανες (αφρόζο-αφρόζο και τα τοιαύτα), η αλήθεια είναι οτι δεν την ξέρω την έκφραση. La verita mi fa male, lo so...
Τους γουσταύρω τρελλά τους παμπόνηρους, κουρλούς και τζόρες Κεφαλλονίταρους.
Για να μην σ' αφήσω όμως παραπονεμένο, καταθέτω την πληροφορία που άκουσα απο την γιαγιά μιας φίλης απο το Μπέρι (όπως εκεί προφέρεται), οτι ο αντίποδας του λήμματος παλιά στην Ιταλία λεγόταν vai a Patrasso! = «άμε στον αγύριστο», όταν η Πάτρα ήταν το overseas προκεχωρημένο φυλάκιο των Ιταλών - δυσμενής μετάθεση / πινέζα / στου διαόλου το ξεσταύρι (σα να τρώς σήμερα φύσημα Γκατζολία-ζε ας πούμε).
Σου στέλνω χαιρετίσματα σε μήλο δαγκωμένο,
ταύτα και μένω :-Ρ
Immanuel Kant but Genghis Khan...
Σπεκ στους προλαλήσαντες! Λήμμα-ορισμός ανελέητα αληθινός...
Η γκόμενα με πολύ στενούς ώμους λέγεται και πέρδικα.
Όψιμες ανησυχίες των συμπολιτών μας Μεσούλα. Μέχρι πριν καμιά 40αριά χρόνια δεν ασχολούμασταν με το πώς λέγεται το φαΐ με κρέας, αλλά με το πώς αποκτάται...
Έλαμψες! ***** + *****
Να' χεις πάντα μαζί σου φυλαχτό, το τυχερό δαχτυλάκι της κωλοτρυπίδας, να σ' έχει καλά ;-)
Ένας απο τους ελάχιστους ευγενικούς επισκέπτες, που αντιπαρήλθε την κριτική με ειλικρινή διάθεση επικοινωνίας...
Spoken like a true gent :-)
Απαντήσεις:
1α Αργεωσετπαλιρακσυρεγύφτος.
1β Είναι.
2α Λευκή, ψηλή με μαύρα μάτια και παίζει ούτι.
2β Καυκασομεσανατολίτικες.
2γ Αν είναι έξυπνος τίποτα, αφού το λήμμα δεν είναι ψυχογράφημα, αν είναι χαζός τίποτα ούτως ή άλλως.
3α Τα ρέστα μου.
3β Αν το παράδειγμα κινείται στην αντίθετη κατεύθυνση, θα προκαλέσει ιδία υπαιτιότητι σύγκρουση με τον ορισμό και θα πρέπει να κάνει δήλωση (θετική).
4α Καρφώνει: Τρίτο πρόσωπο ενικού αριθμού ενεστώτα του συνηρημένου 3ης συζυγίας (εις -όω) ρήματος «καρφώνω», που σημαίνει καθηλώνω, ακινητοποιώ, τρυπώ, διαπερνώ και μεταφορικά προδίδω, κοιτώ επίμονα, επιτυγχάνω καλάθι εφαπτομένων των χειρών στην στεφάνη (καλαθοσφ.), γαμώ.
4β Μπιφτέκι: Εκ του αγγλ. beef steak ή γαλ. bifteque ή ιταλ. bistecca, πολτός κιμά μοσχαρίσιου (ή μεικτού) κρέατος, ο οποίος ζυμώνεται με αλάτι και πιπέρι και πλάθεται σε στρογγυλό σχήμα. Άλλα υλικά που μπαίνουν στο μίγμα είναι η τριμμένη φρυγανιά (εναλλακτικά μουλιασμένο ψωμί), το ξυσμένο κρεμμύδι, το λάδι, το αβγό, το γάλα, ο μαϊντανός και διάφορα μπαχαρικά. Μτφ. Χώσιμο / Χοσέ Κουέρβο βλ. φάγαμε μπιφτέκι φίλος (στρατ.).
4γ Καρφώνει μπιφτέκι: Περονιάζει ένα μπιφτέκι μεθ’ οξέος οργάνου π.χ. πιρούνι, οδοντογλυφίδα, σουβλερή μύτη σαν του Μορφονιού κ.α.
Ταπεινά μπαρδόν για το φτωχό μήδι, αλλά δεν χωρούσε ολόκληρο το λίνκι του ΠΝ με τις ειδικότητες και δούλεψε κοπτοραπτική (καλαβοργική)...
Ο πιο εξευτελιστικός χαρακτηρισμός νούμερου είναι το «τρια ζερό» = αφοδευτήριο (παλιά οι δημόσιες τουαλέττες είχαν 3 μηδενικά απ' όξω).
πάμε πλατεία;
Non mi fare i numeri = μη μου κάνεις νούμερα (ιταλικός ιδιωματισμός σημ. προσοχή στο ιδιωματικώς περιττό άρθρο «μη μου κάνεις τα νούμερα», όπως «τί ωραία που μυρίζει το σπανάκι με το ρύζι», «να παίξουμε τα μήλα», «έχω το μέλι» κλπ).
Στός!
Και «όνειρο ανάγλυφο»:
1.Θα ξανάρθω κοντά σου (Déjà vu ή παραμνησία ή προμνησία
2.Θα' ρθω για πρώτη φορά κοντά σου (jamais vu)
3.Κάτσε μια στιγμή να θυμηθώ τί θέλω να κάνω κοντά σου, εδώ το' χω (presque vu)...
Και στα εμαγιέ ροβύθια
και του ιστοτόπου τα παιδιά
πλέκουνε παραμύθια :-Ρ
Το καταγράφει ο Ηλίας Πετρόπουλος (μάλλον Θεσσαλονίκη και μάλλον 30-40'ς). Θα το κοιτάξω και θα επανέλθω.
Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της νυκτός, περίπου στα 400 π.Χ. οι Γαλάται επεχείρησαν αιφνιδιαστικήν επίθεσιν ίνα καταλάβωσιν την αιωνίαν πόλιν (Roaming).
Αι καλοθρεμμέναι χήναι του Καπιτωλίου, λαβούσαι πρέφαν τι διημείβετο, επάτησαν τας τσιρίδας, με αποτέλεσμα να αφυπνισθώσιν οι ημικαθεύδοντες φλουροί (εκείνα τα χρόνια επετρέπετο να φυλώσι σκοπέτο καθιστοί και τον ψιλο-έπαιρναν) και να απωθήσωσιν τς εισβολείς.
Έκτοτε εις την πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας, αι χήναι ετιμώντο δεόντως υπο των Ρωμαίων ως σωτήρες της πόληώς των, ενώ εμισούντο βαθέως υπό των Γαλατών, οίτινες τας κατέσφαζον ευκαιρίας δοθείσης και εκατασκεύαζον η-πατέ φουα γρά με το ήπαρ των ινα τας εκδικηθώσιν (εν συνεχεία το εσυνήθισαν και τους ήρεσεν).
Ότε μετεφέρθη η πρωτεύουσα του ιμπέριου εν Κωνσταντινουπόλει (330 μ.Χ.), ο Κωνστάντιος ο Α΄ (ο Ξηρός) μιμούμενος τας συνηθείας της Ρώμης, εκτός του ότι διήρεσεν ομοίως αύτην εις 14 περιοχάς, διετήρη τάφρον με ιερά παπάκια (διότι δεν τους ηυρίσκοντο παρεπιδημούσαι χήναι) πλησίον του παλάτσου, ίνα κρώζωσιν και να ειδοποιεί η ακάθιστος (πλέον) φρουρά τον Πρωτοκουβικουλάριον διά τυχόν κίνδυνον (Συμεών Πικραμένος τ. ζ΄ σελ. ιθ΄ στιχ. κγ΄).
Όπως παρατηρεί ο Λεπενδρηνός στα 1178, η πόλις της Θεσσαλονίκης ως δευτέρα της αυτοκρατορίας, εμιμήθη εν συνεχεία τα μεγαλεία της πρωτευούσης και εκατασκεύασεν χαβούζαν με παπάκια πλησίον της Αχειροποιήτου, η χρησιμότης των οποίων όμως είχεν από μακρού λησμονηθεί, προϊόντων των αιώνων.
Πράγματι, μνημονεύει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ότι «… ο Μανουήλ Κομνηνός ως ηδέως ηρέσκετο πλατσουρίζειν μετά νησσών πολλών λουόμενος…», έθιμον το οποίον και εξεπόρτισεν (export) εις Εσπερίαν ο Αλδουίνος των Νορμανδών.
Ούτω πως, η τάφρος εφυλάσσετο υπο βλοσυρών Τσιφίτ-μπασήδων (Εβραίων), οίτινες ουχί μόνον ωλιγωρούσαν ως προς την δίαιταν των πτηνών από καρμιριά, αλλ’ επωφελούντο πωλούντες το σιτηρέσιόν των και ενθυλακούντες το αντίτιμον.
Ως εικός, αι νήσσαι (παπάκια) τω προαναφερθέντι μόδω σκαιώς μεταχειρισθείσαι, εμουλάρωσαν (τρόπος του Ленин) και ότε επλάκωσαν οι Νορμαντέζοι το 1185, αύται έκαναν τη γκορόιδα…
Βλ. και τσικιτρόνι
Μπάει δε Γουαίην, αυτές οι αποκοπές θυμίζουν το ιδίωμα του μπλάκμαν στο πα'ατη'ητή'ιο του πει'ατικού κα'αβιού στον Αστε'ίξ...
Αυτός ο ορισμός, δε 'α πάρει παρακάτω απο 10*
Πλέκω = πλέω (ιδιωματισμός).
Δύνεσαι Μαύρεμ', δύνεσαι στο γαίμα για να πλέξεις;
Δημοτική ποίηση: («του Μικρού Βλαχόπουλου») όπου το Βλαχόπουλο ο καστροπολεμίτης ρωτάει το άλογό του τον Μαύρο πριν την μάχη, αν δύναται να πλέει μέσα στο αίμα των εχθρών, που θα σκορπίσει.
Πολύ καλό!
Θυμίζει και την ειρωνική έκφραση έναντι νεόκοπων ηθοποιίσκων και των συν αυτοίς κωλοτριβομένων ντιλετάντηδων:
-Εσείς με τί ασχολείσθε;
-Ηθοποιός! (με ύφος)
-Α, ναί; Και σε ποιό μπάρ δουλεύετε;
Μπράβο βρε Πονηρό!
Γνωστό (σχετικό) ανέκδοτο:
Ο τύπος διαβάζει εφημερίδα κι η χοντρομικροβύζω γυναίκα του, κοιτάζεται με τις ώρες στον καθρέφτη, παίρνει πόζες και τον πρήζει:
-Κώστα μου, πες μου έχω μικρό στήθος;
-Όχι, μια χαρά είσαι ματάκια μου (τσιτώνει εφημερίδα)
-Μα όχι-όχι είναι μικρό, το λές μόνο για να με ξεφορτωθείς, έλα κοίταξέ με...
-Μμμμ... Είναι στητό πάντως (άσε μας)
-Τί να κάνω; Να κάνω μια επέμβαση;
-(Μπαϊλντισμένος πια) Λοιπόν, άκουσε να σου πώ τί θα κάνεις, όχι σιλικόνες κι αηδίες, έχει ένα γιατροσόφι αλάνθαστο. Θα πάρεις χαρτί τουαλέττας και θα το τρίβεις ανάμεσα στα στήθη σου κάθε μέρα επί δυο μισάωρα. Σε κανα-δυο μήνες θα δείς αλλαγή. Σ' ένα χρόνο θα' σαι σαν τη Σαμάνθα Φόξ!
-Καλά και θα δουλέψει αυτό;
-Γιατί με τον κώλο σου πώς δούλεψε;