Ο εικονιζόμενος είναι ο διαβόητος Γιαν Σμάτς (Yan Smuts).
Αυτός κι αν φιλούσε υπέροχα τ' αραπάκια τα καψερά στο Γιοχάνεσμπουργκ...
Φανερός πράκτωρ Χου-Τζού :-)
Αααα! Μια και το θυμήθηκα:
Ένας τύπος, έχει βάσιμες υποψίες οτι τονε κερατώνει η γυναίκα του. Βάζει το λοιπόν, ντεντέκτιβ να την παρακολουθήσει, ο οποίος έρχεται να του δώσει ραπόρτο:
-Τί έγινε, την είδες;
-Την είδα αφεντικό μ' ένα μουστάκια!
-Και τί έγινε;
-Ήτανε σε μια καφετέρια και ζαχαρώνανε!
-Και μετά-και μετα;
-Ο μουστάκιας της χάιδευε τα μαλλιά!
-Και μετά-και μετά;
-Μετά πλήρωσε ο μουστάκιας και φύγανε!
-Και πού πήγανε;
-Πήγαν σ' ένα ξενοδοχείο Ε΄ κατηγορίας, τους ακολούθησα!
-Μπράβο! Και μετά τί έγινε;
-Ανέβηκε πρώτα η γυναίκα σου, μετά ο μουστάκιας που πλήρωσε κιόλας!
-Και μετά-και μετά;
-Μπήκαν σ' ένα δωμάτιο, πρόλαβα και τρούπωσα κι εγώ στη ντουλάπα!
-Μπράβο αϊτέ μου! Και μετά;
-Τους παρακολουθούσα απ' τη χαραμάδα, βγάλαν τα ρούχα τους και οι δυο κι αρχίσαν να χαϊδεύονται!
-Και μετά;;;;
-Μετά σβήσανε το φώς και δεν έβλεπα!
-Φτού!!! Αυτές οι αμφιβολίες θα με φάνε...
Σμάτς!
Πού θα μου πας ρε κανάγια, θα σε δώσω για τριάντα γιούρια (και φιλάω και υπέροχα) :-Ρ
Άψογο (5Χ2). Στα μηχανουργεία παραδίδεται και ως «γρέτζος» (αγγλ. splinter) = κομματάκι ακατέργαστου μετάλλου, που είτε περισσεύει μετά το ξεκαλούπωμα είτε αποκολλάται / εκτινάσσεται απο το σώμα του μεταλλικού σκεύους, κατά το «χτύπημα».
Αμ' έτσι πέστε μου...
Πειρατίνα καρασπέκ!
Να σκεφτείτε, κάποτε νόμιζα οτι ένα, αδιαίρετο και ομοούσιο είναι το καρφί, διά πάσαν νόσον και διά πάσαν μαλακίαν.
Πήγαινα κι εγώ λοιπόν ο Πόντιος στα γκατζετάδικα της Κάνιγκος και ζητούσα «ένα καρφί», όπως τυρί ρύζι, καφέ, γάλα, Καμπά...
Ήθελα ενα για την ηλεκτροακουστική κι ένα για το λάπτοπ να παίζει απο τα ηχεία του στέρεου.
Αφού πήρα κανα πεντάρι απο δαύτα σε όλα τα προβλεπέ μαμίσια μηκη (1,5-3-5 μ), κανένα ρημάδι δεν έκανε την δουλειά που ήθελα και τώρα ακόμα δουλεύω μ' ένα δανεικό :-(
Όντως σπάνια λέξη.
Έχω ακούσει το σεργούνι και σεργούνα (θηλ.), με την έννοια του αναίσθητος-η / «γαϊδούρι» κλπ σε Καλαβρυτοχώρια.
Καλημέρες!
Πολύ καλό!
Ίσως προέρχεται απο το «καρφί» (mini Jack plug) = ειδικό καλώδιο σύνδεσης με τον ενισχυτή σε σχήμα Υ (μονό input στο όργανο και διπλό κόκκινο και άσπρο στον ενισχυτή).
Ο 5ος βαθμολόγησες με μηδενικό.
Σχόλιον ουδέν.
Είναι λάθος; Δεν λέγεται; Δεν ορίζεται σωστά;
Δεν το καταλαβαίνω το κόμπλεξ σου...
Η κερένια κούκλα...
Είναι και συνώνυμο του «βλάχος» = άξεστος/ορεσίβιος/επαρχιώτης.
Οι τζαζλές λέγανε την έκφραση «γιδοτεκνοσυντήρητη» για τη λούγκρα που είχε προστάτη-καβαλάρη κάποιον καράβλαχο, τον οποίον χαρακτήριζαν «κατσικαδερό» ή «γιδερό» (εξ ου και βλαχα-δερό), ενώ τον επαρχιώτη ομοφυλόφιλο (συνήθως ψηλό και γεροδεμένο ορεσίβιο) τον έλεγαν «βλαχοντάνα».
Σημειωτέον, οτι το πρόθεμα βλαχο- (π.χ. βλαχοδήμαρχος, βλαχομπαρόκ κλπ) καθώς και άλλες λεξιπλασίες (π.χ. καρεκλοκένταυρος κλπ), επινοήθηκε απο μια δράκα εστέτ (εν οις και ο Λ. Χρηστάκης) του Κολωνακίου περί τα 60-70'ς.
Αγγλιστί: Dog's body
Αμερικανιστί: Gofer (Go for...)
Ιταλικά: Sputato
Εγκλέζικα: Spitting image
Κατά πάσα πιθανότητα προέρχεται απο την έννοια φτύνω=εκσπερματώνω, δηλ. ο πτυσσόμενος (sic) είναι καρπός του πτύοντος.
Χότζα ακούει και συμφωνεί με Κάδμο.
Είναι γνωστή η παραλλαγή της βιολο-κιθάρας του Legnani, για να παίζονται ωραιότερα transcriptions απο βιολί σε κιθάρα.
Οι δε ρεμπέτες μουσικοί είχαν ο καθένας τουλάχιστον απο 2-3 παραλλαγές του οργάνου τους, ανάλογα με τα γούστα τους, όπως π.χ. το «γόνατο» του Γενίτσαρη.
Θα επανέλθω (με εβιντέντσες).
Στός ο πονηρός. Βλ. και αντίστροφα τροπή του -λ σε -ν στα στιβάνια (<ιταλ. stivalli).
Οι κουτσαβάκηδες ήταν φαινόμενο της πρώιμης αστικής κοινωνικής δόμησης της Ελλάδας.
Το έγκλημα στα πλαίσια υποκοσμιακών δραστηριοτήτων μεγάλων πόλεων, είναι εργασία (όχι όμως και τα εκ περιστάσεως επαρχιώτικα εγκλήματα πάθους κλπ).
Απαιτεί προσπάθεια, γνωριμίες, εμπειρία, έχει ανταγωνισμό, αποφέρει κέρδη και έχει και ζημιές. Μάλιστα φορολογείται κιόλας (με τους έμμεσους φόρους)...
Η βία (και η μόστρα αυτής) στον έγκλημα εξυπακούεται, αφού για τις εμπορικές δοσοληψίες του υποκόσμου δεν χωρεί έννομη προστασία (νόμιμος καταναγκασμός= κρατική βία), οπότε το ζοριλίκι τελείται αποκλειστικά με ιδιωτικά μέσα.
Χαριτολογώντας έλεγε κάποιος Εγκλέζος δημοσιογράφος για την διαφθορά στην μετατσαουσεσκική Ρουμανία, οτι «έχει ιδιωτικό κράτος και κρατική μαφία»...
Η βιαιότητα και η εχεμύθεια που απαιτεί το έγκλημα για ν' ανθίσει, καθώς κι η απληστία που το υποσκάπτει, αποτελούν το ειδικό βάρος των εργασιών αυτών, που προσδίδεται αναγκαστικά λόγω του αποκλεισμού της νομιμότητας.
Δεν υπάρχει τίποτα το κατακριτέο ή ηθικώς επιλήψιμο σ' αυτή τη νομοτέλεια.
Το εμπόριο λειτουργεί παράλληλα με το παραεμπόριο και ο νόμος παράγει την ίδια την παρανομία.
Όποιος μπαίνει εκών-άκων στον υπόκοσμο, είναι καταδικασμένος εσαεί να τηρεί μιαν ορισμένη συμπεριφορά (opinio injusticiae vel necessitatis;), για να επιβιώσει.
Αν θυμάσαι τον Πατσίνο στον εύστοχο «Καρλίτο», που καίτοι είχε μια ζωή στο κουρμπέτι, ήταν αναγκασμένος να αποδεικνύεται σκληρός κάθε στιγμή (η πιάτσα έχει χιλιάδες μάτια και σε παρακολουθεί, έλεγε).
Επειδή μια φορά αποφάσισε να μην φτάσει στα άκρα (χάρισε τη ζωή σε κάποιον παπαρίγκο), θες γιατί ήθελε να ξεκόψει-θες γιατί είχε γεράσει, πλήρωσε με το κεφάλι του...
Η εκρίζωση μιας συγκεκριμένης εγκληματικής δραστηριότητας (όχι φυσικά του εγκλήματος εν συνόλω!), απαιτεί οικονομοτεχνική μελέτη, που να το καθιστά cost ineffective (σε περίπτωση αποτυχίας όμως, η βιαιότητα αυξάνεται κατακόρυφα, γιατί οι μπριζόλες είναι στα ύψη)!
Ένα παλιό εγκλέζικο γκραφίτο του '70 έλεγε: Nationalise crime and make sure it doesn't pay!
Μα, η δουλειά τους ήταν αυτή...
Γιατί;
Κι όμως, οι φοβεροί και τρομεροί κουτσαβάκηδες, φορούσαν στιβανέ παπούτσια με ψηλό τακούνι («να χωράει δεκάρα απο κάτω» όπως λέγανε), υποχρέωναν τον παπουτσή να βάλει μια φέτα πετσί βουτηγμένη σε πετρέλαιο για να είναι «τριζάτα» (ο δε Τσιτσάνης είχε δικό του καλαπόδι) και περπατούσαν με εντελώς ειδικούς ακκισμούς στριφογυρίζοντας στα τακούνια τους, ενώ όταν ανεβοκατέβαιναν σκάλες, πατούσαν πρώτα τακούνι και μετά μύτη σε κάθε σκαλί.
Η σχετική παράδοση επιβίωσε μέχρι και το '50 περίπου.
Στη Β. Ελλάδα χρησιμοποιείται και ως «είμαι στο μούχτι» = στη γύρα / στην πίεση.
Τί σκατά σημαίνει τελικά;
Εκ του μόχθος;
Βίκαρ παίξε για το λαό σου!