Ξανα-μανα συμπληρώνω: Εκ του ταυτόσημου τούρκικου: kelepçe
(Μόλις τώρα το πληροφορήθηκα απο Τούρκο), δεν διακινδύνευσα άμεση καταχώριση, νομίζοντας οτι δεν λέγεται πλέον έτσι (χρησιμοποιείται εδώ και τουλάχιστον 200 χρόνια και πολλές οθωμανικές λέξεις που λέμε στην Ελλάδα, οι Τούρκοι τις έχουν προ πολλού ξεχάσει ή δεν τις καταλαβαίνουν)...
Πολύ καλό!
Συμφωνώ με Χαν:
Οι πληθυντικοί ευγενείας, που κατήργησαν οι δημοκρατικοί εγκλέζοι απο αιώνων, είναι γαλλικός φανφαρονισμός, που πέρασε (μαζί με άλλα τέτοια) και στην ελληνική, περί τον 19ο αιώνα, δηλ. απο τότε που θυμηθήκαμε οτι ήμασταν Έλληνες (ή κάτι τέτοιο)...
Οι Γερμανοί χρησιμοποιούν το τρίτο πληθυντικό για ευγένεια (δηλ. Πώς είναι η υγεία τους=σας;), οι Γάλλοι το δεύτερο πληθυντικό, οι Ισπανοί το τρίτο ενικό με το usted-es και οι Ιταλοί το τρίτο ενικό (σε θηλυκό γένος ανεξαρτήτως φύλου!) ενώ σε επίσημες περιστάσεις (π.χ. δικαστής, νομπλέτσα κλπ) χρησιμοποιούν το δεύτερο πληθυντικό. Γίνεται της ανωμαλίας δηλαδή!
Οι νεοέλληνες, όπως καταγράφουν οι Ευρωπαίοι περιηγητές του 19ου αιώνα, δεν πολυ-σκάμπαζαν απο ευγένειες-τυπικούρες και τα τέτοια (καλώς) και γι' αυτό έμπλεκαν οι άμοιροι τα μπούτια τους: Π.χ. Προσφωνούσε ο μπακάλης τον Δήμαρχο «Καλώς ωρίσατε στο μαγαζί μου! Πώς είναι η αφεντιά σου, σήμερα;»
Άσε που είχαν βρεί ευχάριστο παιχνίδι τη χειραψία και δεν ξεκολλούσαν τα χέρια τους ο ένας απο τον άλλο, γνωρίζονταν δε γνωρίζονταν-συστήνονταν δε συστήνονταν...
Ακόμα και σήμερα οι νεοέλληνες το ξεφτιλίζουν στις ταβέρνες με κάτι «γειά μας» (ενοχλητικά τσουγκρίσματα χωρίς τέλος), παρερμηνεύοντας το ιταλικό brindi όσο και το εγκλέζικο toast. Σημειωτέον, οι μάγκες (ορθότατα) πάντα πίνουν μετά απο ένα σεμνό τσούγκρισμα και αποφεύγουν να τσουγκρίσουν δεύτερη φορά, σαν το διάολο το λιβάνι.
Τέλος, η πλάκα είναι, οτι τους ψευτο-πληθυντικούς τους κονομήσανε οι Γάλλοι απο τους Εγκλέζους, όταν τους άκουσαν να μιλούν μεταξύ τους στον πληθυντικό, αφού δεν κατάλαβαν οτι ο καθένας τους, εκπροσωπούσε μια επαγγελματική συντεχνία και λογικά μιλούσε για λογαριασμό πολλών (!)
Σήμερα εν Αλβιόνι, επιβιώνει (που κάνει και ρίμα) μόνον ο πληθυντικός ευγενείας των εστεμμένων (‘royal we’), ο οποίος ούτως ή άλλως σηκώνει απίστευτη σειρά παρερμηνεύσεων-λογοπαιγνίων απο τους Βρετανούς!
Συμπληρωματικά, οι κελεψέδες είναι μέσο μερικούς ακινητοποιήσεως λ.χ.:
Λέγεται και γουρουνότριχα=χοντρή και σκληρή τρίχα.
Η δασεία τριχοφυία του ανδρικού εφηβαίου, δύναται να υπερκεράσει σε όνγκο (βλ. «τέλος!») τυχόν σμικρή το δέμας τσαπού και να δημιουργήσει εσφαλμένες εντυπώσεις ως προς το αληθές (ήδη πενιχρό) μέγεθός της, εξ ου:
Της κοντής ψωλής της, οι τρίχες της φταίνε!
Για την ανθεκτικότητα της, λέγεται παροιμιωδώς, οτι χρησιμεύει τεντωμένη για να κόβεις το αβγό ροδέλες στα σαντουιτσάδικα...
Εκπληκτικό...
Κλασσικό!
Βλ. και εγκλέζικο αντίστοιχο: Mind your p's (please) and q's (thank-q<thank you)=Φέρσου με το σεις και με το σάς/όμορφα/με το γάντι κλπ
Σωστός ο έλεκτρον περί καλλιτέχνου-ιεροδούλου.
Το scrive puttana είναι το απλούστατο «διάβαζε», το οποίο μάλλον κληρονομήσαμε απο την αγγλική «read» ή την αμερικάνικη έκφραση «call me», δηλαδή πίσω απο τις λέξεις, κρύβεται η Αλέξις...
Π.χ. «... Η Μονή Βατοπεδίου (διάβαζε: Βουλγαράκης-Ρουσόπουλος-Πελέκη & Σία) αποφάσισε να αγοράσει απο το Δημόσιο και νέα έκταση γής, με εξαιρετικά επωφελές αντάλλαγμα (για ποιόν; Για ποιόν;)...» και τέτοια.
Βράστα τα εσπάεις! Τέλος!
Στόςς! Τώρα καταλαβαίνω πώς πεθάνανε...
Υ.Γ. Έτσι και μου βρείς πιτσαρία «Ο Γυμνασμένος με κούραση Πίθηκος», κερδίζεις χρυσούν ωρολόγιον!
Προτεινόμενή ονομασία πιτσαρίας (και όχι πιτσερίας!):
Κούρο Σίβο (πώς λένε πόρτο-φίνο, πόρτο-ρίκο, ρόμα-πιτσα κλπ), αφού η λαμαρίνα-η λαμαρίνα όλα τα σβήνει...
@ironick: Και λέγεται και δικό μου δεν είναι και είναι πολύ παλιά έκφραση :)
Γειά σας ορέ Τζεζού και Φώταρε!
Δις πεντάστερο σε κάθε περίπτωση!
Οι εκπαιδευτικοί έχουν τους μήνες (3 το καλοκαίρι + 1 μήνα Χριστούγεννα+Πάσχα) που τρέφουν τους οχτώ...
Βλ. και σκυλάδικο στιγμιαίας εμπνεύσεως του υποφαινομένου:
Τα χέρια μου πρηστήκανε ολημερίς στο cif,
και σ' άλληνε αγόρασες χρυσό κολλιέ μασίφ...
Δηλαδή καφέ μπροστά κίτρινο πίσω;
@ironick: Ρε συ αυτή που λές, δεν είναι ένας γερο-τραβέλας ονόματι «Μπάρμπι»;;;;;
Φχαριστώ μπόςς
electron: Ca' mma fa guaglio;
patsman: Ουσιαστικά έχει την έννοια του ανεπαρκούς-αναξιόπιστου, που δεν αντέχει στο χρόνο, Κυριακής χαράς-Δευτέρας λύπης=σκαρταδούρα, στράτσο (ιταλ. straccio), σαπάκι, απάτη.
Άλλωστε στην ιταλία ονομάζουν nnapulitano καθετί ψεύτικο, κάλπικο και μιας χρήσης...
(Μπαοκτσήδικος επικήδειος για τον Μάικλ Τζάκσον):
Μισή ζωή μαύρος-μισή ζωή άσπρος
Μιχάλη ζείς, για πάντα ΠΑΟΚτσής!
Προφανώς δεν τυρεί τους κανόνες ευγενείας...
(Αληθινό παράδειγμα):
Κάποιος 16χρονος σε σχολικό πάρτι, χαλβάδιαζε και είχε στο πίτσι-πίτσι ένα γκομενάκι, που ωρίμαζε σιγά-σιγά για να πέσει σαν γινωμένο φρούτο.
Άξαφνα, έρχεται ένας άξεστος φίλος του, χώνει τη μουσούδα του ανάμεσά τους και ρωτάει δυνατά:
Την έχεις γαμήσει;
Η γκόμενα έφυγε κι ο άξεστος τις έφαγε...
Γι' αυτό ζητάνε αλλόκοτες παραγγελιές, πέντε η ώρα το πρωί, που σου' χουνε φύγει τα χέρια απ' το παίξε-παίξε, ενώ είναι τύφλα, αφού δεν πρόκειται να καταλάβουν είτε τους παίξεις Μπαγιαντέρα είτε Μπράμς (πόσο μάλλον να πάρουνε τα πόδια τους και να το χορέψουνε)...
Προέρχεται απο το ναπολετάνικο scarzo = μικρός, σύντομος, εφήμερος, ανεπαρκής.
Λέγεται και σήμερα και τυχόν allocation με ατυχή λούτσο, προκύπτει αβίαστα...
Σου αφιερώνω και το κερκυραϊκό δίστιχο:
«Κορίτσι δεν αγάπησα ποτέ με τον παρά μου,
αλλά με το τραγούδι μου και με τον ταμπουρά μου»!
@Μες: Αναφέρεσαι στη γνωστή ερωτική κραυγή του Οιδίποδα;