Βλ. και ρήτωρ Φελλάτιος. Επίσης, βλ. Μέγας Ανατολικός, Τόμος 1, σ. 126-127:
«Αἱ παρειαὶ τῆς νεαρᾶς Ἰνδῆς, ποὺ μόλις πρὸ ὀλίγων δευτερολέπτων εἶχε εἰσαγάγει τὴν ψωλὴν τοῦ Αἰμιλίου εἰς τὸ στόμα της, σχεδὸν ἀμέσως ἐξωγκώθησαν ἀπ' ὅ,τι ὁ ζωγράφος ἐξηκόντιζε ἐντὸς αὐτοῦ καὶ ἡ φιλήδονος θεραπαινίς, ὡσὰν νὰ ἤθελε νὰ ὑποβοηθήσηι τὴν χύνουσαν ψωλὴν νὰ ἐκπτύσηι ὅσον τὸ δυνατὸν περισσότερον σπέρμα, ἔσφιξεν γοργὰ καὶ κατ' ἐπανάληψιν τοὺς βαρεῖς ὄρχεις τοῦ καλλιτέχνου, πιέζουσα αὐτοὺς ὅπως θὰ ἐπίεχε κανεὶς μίαν poire κάμνουσα πάλιν μὲ διάπυρον λαγνείαν »μμμμμμ... μμμμμ... μμμμμ...«, ὅπως καὶ πρίν, ὅταν ἀντλοῦσε τὸ ψωλόχυμα ἀπὸ τὸν ναύτην. Ὅμως τὴν φορὰν ταύτην ἔκαμνε καὶ κάτι ἄλλο ἡ εὐειδὴς φελλάτρια.»
Σωστός, βλ. και το ημέτερον μουνόστομα με αναφορά στον Εμπειρίκο.
Νόμιζα ότι είναι εμπειρίκειο, αλλά τελικά δεν μπορώ να βρω την παραπομπή.
Το βρίσκουμε τουλάχιστον άλλη μια φορά στον τόμο 4, σ. 254 (αναφέρομαι πάντα στην τελευταία έκδοση, αυτή του 2009 από την Άγρα), όπου χαρακτηρίζει τον λόρδο Κλίφφορντ: «ὁ μεγαλοψώλων Ἄγγλος λιμπερτίνος».
Ο σλανγιωτατισμός αυτός χρησιμοποιείται και από τον Ανδρέα Εμπειρίκο:
«Πάντως εἶναι ὡραιοτάτη καὶ ὁ ἄνδρας της ποὺ εἶναι γνωστὸς αλκοολικός, μοιάζει νὰ εἶναι ωσαύτως γεννημένος κερασφόρος».
(Μέγας Ανατολικός, Τόμος 7, σ. 99-100).
Σωστός! Δεν είναι καθαρευουσιανισμός του Εμπειρίκου, αλλά γνήσιος αρχαϊσμός, καθώς βρίσκουμε τη λέξη και στον Ησύχιο, δες εδώ. Αρχαίο συνώνυμο: πόσθων.
Πέον επίσης να σημειωθεί ότι στους (οΘντκ) σχολικούς αστεϊσμούς λέγαμε Ψώλωνα τον Σόλωνα, νομίζω είναι διαδομένο αστείο ιδίως στη δραματική προσφώνηση του Κροίσου «Σόλων, Σόλων» που αντικαθίστατο σε «Ψώλων, Ψώλων» και συνεχιζόταν μετά με έναν έμμετρο βωμολοχικό διάλογο.
Δεν αποκλείεται να παίζουν και τα δύο γραμματικά γένη, βλ. λ.χ. σε ουδέτερο γένος εδώ, αλλά στον Εμπειρίκο νομίζω είναι αρσενικό.
Χλωmoonara.
Περιττόν να είπω ότι οι καϊσομούνες ηλικιακώς είναι καυλόπαιδες.
ΥΓ. Τουτέστιν το μεγαλοψώλων είναι πλεονασμός, σαν να λέγαμε λ.χ. μεγαλοψωλαράς.
Αντίθετα με τη σύγχρονη (δικαιολογημένη εν προκειμένω) κορεκτίλα, ο Μέγας Ανατολικός γέμει παιδεραστίας. Ο ιδανικός καυλάγγελος του Εμπειρίκου είναι κορασίς 8 έως 12 ετών συνήθως.
Έχεις δίκιο. Νομίζω ότι στο ίδιο το corpus του Εμπειρίκου υπάρχει κι άλλες φορές το μεγαλοψώλων (δεν είμαι σίγουρος θα το τσεκάρω) αλλά (υποθέτω) όχι εκτός αυτού. Η αρχική μου σκέψη ήταν να κάνω λήμμα- ομπρέλα με τα εμπειρίκεια λήμματα, αλλά μετά παρασύρθηκα, ίσως να κάνουμε έναν συνδυασμό των δύο, να βάλει ο Σφυρίζων τα λήμματα όπως έχει αρχίσει, που εξάλλου έχει βάλει λήμματα που υπάρχουν και εκτός Εμπειρίκου (άλλες φορές κατ΄ επίδρασίν του, άλλες φορές όχι) και στο τέλος να κάνω κι εγώ μια ομπρέλα με τους όρους που δεν (φαίνονται να) υπάρχουν εκτός.
Σημειωτέον ότι το ψώλων υπάρχει στην αρχαία γραμματεία και σημαίνει τον ψωλαρά. Υποθέτω ότι από εκεί το αντλεί ο εγκρατής της αρχαίας γραμματείας τε και έγκαυλος ποιητής. Βλ. λ.χ. το Liddel-Scott. Συνώνυμο: πόσθων.
Κάτι δηλαδή σαν το «μεγαλοδύναμος» που λένε γιαγιούμπες αλλά σε εμπειρίκεια εκδοχή.
Ακολουθώ τον φίλτατο Σφυρίζοντα στην αποδελτίωση του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου.
Ας ληφθεί υπ' όψη το ενδεχόμενο μήπως δεν είναι μόνον εμπειρικιά, αλλά ευρύτερη σλανγκιά προερχόμενη από λατινογενείς γλώσσες όπου λέγεται όντως έτσι λ.χ. puta, pute κ.τ.ό.
Καλά, θα βάλω την αγγελομούνα, αλλά συνέχισε κι εσύ.
Βλ. και κάθυστερ - καθυστέρα.
Εύγε! Άγγιξες την πιο χαρακτηριστική εμπειρίκειο λέξη. Συνώνυμα: καυλάγγελος, αγγελομούνα.
Μια χαρακτηριστική χρήση εδώ: «Ένα κομμάτι (ας πούμε) από τα οιστρογόνα είναι και η οιστραδιόλη, όπου εγώ την ονομάζω και »πουστόζη«».
Πολύ πουστόζικο το βρίσκω!
Αγαπάμε Εμπειρίκο!
Ξέρει κανείς (από όσους μείναμε τέσπα) την ετυμολογία του μινάρω; Φαίνεται ιταλικό, εδώ βρίσκω τα εξής:
«μινάρω (ρήμα) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μιναρ (ιταλ. λ. minare = υπονομεύω, υποσκάπτω) -ω]
ανοίγω μίνες, ανοίγω υπονόμους συνώνυμα: λαγουμίζω
παρασκευάζω υπόνομο με δυναμίτη για ανατίναξη
(μτφ.) α) υπονομεύω κάποιον με συκοφαντίες, του βάζω μίνες, επιδιώκω την καταστροφή του με ύπουλα μέσα, σκευωρώ σε βάρος του, β) μαλακίζομαι συνώνυμα: ναρκοθετώ».
Κάτι όμως φαίνεται να λείπει.
Βάζε εσύ και μπορεί να συμπληρώσω στο τέλος με καμιά ομπρέλα.
Σύμφωνα με το μοντυπαϊθονικό πρότυπο, ο λαμπερσέξουαλ είναι ένας άντρας- αναχωρητής, που διεκδικεί να φύγει από την πόλη και να τα παρατήσει όλα για να γίνει άντρας, τουλάχιστον μέχρι να απο(σο)δομηθεί εκ νέου ο ανδρισμός του.
Σλανγκάρεστο έργο! Ακολουθώντας την προτροπή της σεβαστής Ιρονίκ έχω αρχίσει κι εγώ την αποδελτίωση, αλλά είναι τώρα εν υπνώσει στο Πρόχειρό μου, οπότε άρχισε εσύ και θα συμπληρώσω αργότερα.
Από το βενετικό mainar.
Βλ. λ.χ. εδώ:
«(μεταβ) α) αφήνω κάτι ελεύθερο, το χαλαρώνω: »μαϊνάρισε το σκοινί«, β) (μτφ.) ελέγχω, είμαι κύριος κάποιου: Καζαντζ. Καπ. Μιχ. »μα ο θαλασσινός δεν μπορούσε πια να` μαϊνάρει τη γλώσσα του« συνώνυμα: λασκάρω, κουμαντάρω
(αμτβ.) γαληνεύω, κοπάζω, ησυχάζω: »η θάλασσα μαϊνάρισε« συνώνυμα: καταλαγιάζω. 3.(ναυτ.) (στην προστακτ. ως επιφώνημα) μάινα, α) χαλάρωσε, μάζεψε: Καρκ. Λόγ. Πλ. »μάινα τα πανιά! μάινα και στίγγα πανιά«, β) σταμάτησε: »μάινα τα κουπιά«.
Από το τουρκικό bayıldım.
Στα αγγλικά ο αντίστοιχος σλανγιωτατισμός εκ των λατινικών είναι fellatrix.