Βλέπε και πουστριλίκι, μπινελίκι κλπ.
Σωστόοοοστ!
Δηλαδή σωστή, για να λέμε την αλήθεια. Πολύ κατατοπιστικός ο ορισμός και πώς διέφυγε τέτοιο διαμάντι λήμμα τόσον καιρό…
Πάντως εγώ το εκλαμβάνω και ως: εκεί που καθότανε έκανε ό,τι έκανε, δηλαδή στην πλάκα, εκεί που δεν το περιμένεις. Όχι απαραίτητα χρονικά. Και ένα παράδειγμα ακόμη δεν βλάπτει: στην καθισιά του έγραψε δυο τραγούδια.
Ε, δεν είναι και ωραίο να λες τέτοια λόγια. Ντροπή!
Με την έννοια «αρχίδια» συναντάται και στην Αγγλική ως «guts», π.χ. «She's got guts!» σημαίνει «αυτή έχει @@» στην κυριολεξία, κοινώς είναι τολμηρή, ριψοκίνδυνη, τα παίζει όλα για όλα. Πιθανόν να είναι παραφθορά/δάνειο τού «κότσια», καθώς στην ελληνική η αντίστοιχη έκφραση είναι «έχει κότσια».
Βλέπε και απόσπασμα από τα περίφημα «Τρία Σκαλοπάτια» του Τσίκολυ Φίκελ.
Λιές;
Ως παμπάλαιος στους Η/Υ και στα παλαιά chat forums, σας λέω ότι @@ είναι τα τριχωτά αρχίδια και πάει μόνο του ως παραστατικός (εικαστικός) συμβολισμός. Δηλαδή και ορχιδέες να λεγόταν τα αρχίδια, πάλι @@ θα τα γράφαμε.
Νόμιζα ότι τα @@ είναι φιλοφρόνηση, γιατί το χρησιμοποιείτε κατά κόρον. Μ' αυτήν την έννοια, βεβαίως, βεβαίως. Αν το παρεξήγησα να με συγχωράτε.
Λοιπόν, @@ μάγκες:
Κατά πρώτον, ο τσομπανάκος ήταν το σήμα της ραδιοφωνίας από το πάλαι ποτέ. Εμείς οι παλιοί το γνωρίζουμε σαν την πούτσα μας.
Κατά δεύτερον, το «μπαστουρνόβλαχος» μου φαίνεται εξαιρετικό με την έννοια που το λέει το @ ο aias.ath. Κοινώς, θεωρώ, ότι είναι ο μπαστουνόβλαχος στο πιο «μπόλικο».
Οπωσδήποτε, καριόλα είναι το σιδερένιο κρεβάτι. Το βεβαιώνει μετά λόγω γνώσεως και απογνώσεως ο υποφαινόμενος καριόλης. Όλα τα άλλα είναι μεταγενέστερες αποδόσεις του όρου. Πάντως, μπορεί, όντως, να λέγεται έτσι και η καρέκλα του γυναικολόγου, καθώς είναι και αυτή μεταλλική και είναι περισσότερο κρεβάτι παρά καρέκλα.
Ως πιο έμπειρος (βλέπε και τη σχετική τσόντα «Ο Έμπειρος της Βενετίας») λέω ότι είναι όντως ανατομικά δυνατόν. Για του λόγου το αληθές αναρτώ και σχετικό μήδι.
Πού το βρήκες ρε μεγάλε khan το μήδι; Μιλάμε, ταμάμ έκατσε. Μράβό!
Σαν να την κατέβασες μου φαίνεται, αλλά υπάρχει η λέξη. Απλώς δεν είναι στο slang.
Σχετικό και το γιαπωνέζικο παραδοσιακό χάι κου:
[I]Θυμάσαι εκεί στη θάλασσα,
τότε που σε χάλασα;[/I]
Επίσης, σχετικό, αλλά Ελληνικό το δίστιχο:
[I]Θυμάσαι στο Παλιούρι,
που σου πήρα το κουλούρι;[/I]
Μαλάκα, ψαρά, κόψε τη σαρδέλα, γιατί τα γάμησα τα παιδάκια!
Ναι, ναι, έχει πολλά ωραία, τέτοια!
Το χρησιμοποιούμε χρόνια στην παρέα, αλλά δεν γνωρίζω αν χρησιμοποιείται γενικά. Πάντως, πιστεύω, ότι αξίζει τον κόπο. Παραθέτω ανάλυση μετά από «μέσα» αγορά στο μπουρλότο:
-Καλά, βρε μαλάκα, γιατί δεν έβαλες το ρήγα στο οκτώ μπαστούνι;
-Γιατί, βρε μαλάκα, να βάλω το ρήγα;
-Γιατί θα αναγκαστεί να βάλει τον άσο, οπότε το δεκάρι μου κάνει μπάζα, κι επειδή ξέρω ότι δεν έχεις σπαθιά, θα σου βγώ κούπα, πιάνεις με τον άσο, μου γυρνάς καρό, οπότε θα βγούμε!
-Ναι, και μετά μ' έφαγε. Γράφ' τα τώρα μέσα και μοίραζε!
Μα, γες, ιντιντ!
Μετά από ενδελεχές γουγλε γουγλε, πιθανολογώ και την ετυμολογία από τις μπάλες των κανονιών.
Το συνάντησα και ως: «Αγάλι αγάλι η πούτσα γίνεται μεγάλη» και με λίγο διαφορετικό μέτρο (δεκαπεντασύλλαβο): «Αγάλι αγάλι γίνεται, η πούτσα μου μεγάλη».
Ξεχάσαμε την εκδοχή του μπινελικώματος ή του καβγά. Δίνω μερικά παραδείγματα:
Υ.Γ.
Πολλές φορές μπαίνει και το πρόθεμα (ξε), εφόσον το λήμμα χρησιμοποιείται για μπινελίκωμα, π.χ. τον ξέχεσε, με ξέχεσε κλπ.
Λέγεται επίσης και «κερατάς και ζημιωμένος»
Εγώ να αρωτήξω πώς βγαίνει (τεχνικά) αυτό το ΜΧΣ εκεί που πρέπει να εμφανίζεται όνομα χρήστη; Και συγγνώμη που ενοχλάω.
Παίζει και το «θα σε σαπίσω», «μας σάπισε» κλπ, με την έννοια του «θα σε γαμήσω», «μας γάμησε» κλπ. Είναι γνωστές, εξάλλου, εκφράσεις του στιλ «τον σάπισε στο ξύλο», «τους έχει σαπίσει στο τρέξιμο», «μας σάπισε στο διαγώνισμα» κλπ που σημαίνουν υπερβολή στο ξύλο, στο τρέξιμο, στο διαγώνισμα κλπ. Εκφράσεις όπως «με σάπισε στον πούτσο», «τον σάπισα στο γαμήσι» και τα συναφή δεν είναι, οπωσδήποτε, δόκιμες.
Πολύ τσάκα-τσάκα ορισμός ρε αυτοκτονημένε.