Μεγάλη συλλογή με πεταλούδες εδώ από όπου και το απαράμιλλο κττμγ:
- Λοιπόν;
- Λοιπόν τι;
- Θα έρθεις σπίτι;
- Τι να κάνουμε σπίτι σου;
- Έλα, έχω μάθει ένα καινούργιο παιχνίδι.
- Τι παιχνίδι;
- Βόλεϋ δωματίου.
- Και πως παίζεται αυτό;
- Εσύ θα μου την σηκώνεις και εγώ θα σου την καρφώνω
Σφεντόνας - Δικαιοσύνη:
Σοκοφρέτες, σοκολάτες,
κουκουρούκου, σερενάτες
είχαν μείνει στο ψυγείο.
Σου 'χα πει «είναι γαμάτες».
μου 'πες «άμα θέλεις φάτες».
Τις μοιράσαμε στα δύο.
-Τι;
-Τυρί και ψωμί.
-Τίκρα στ' αυτί ρε πούστη (είπε το χαριτωμένο παιδάκι στο άλλο).
[Μ' αρέσει ο βουλγαροκτόνος, γελάει μετάξι στο γραπτόν, όχι σαν κάτι άλλους που πάει το α πού πάει το χ, ό,τι να'ναι.]
Εννοώ ότι αν αυτό το έχεις ακούσει με τα αυτιά σου, κράτα τη σφιχτά μη σου φύγει.
καλώς τον τραϊέιτζερ (θα σε δούμε πάλι σε κανα τρίμηνο;)
Το παράδειγμα είναι βγαλμένο από τη ζωή σε κάποιο παράλληλο σύμπαν αχαχαχχα άσε μας βουλγαροκτόνε
Hesta kiaste!
επξέρ. Εκείνος που ξέρ'. Καλή χρονιά.
Αυτός που τους καλλιεργεί τα ξέρει όλα κι αυτός που τους αγοράζει δεν ξέρει τίποτα. Τους αγρούς, για.
Ψάχνω να βρω αν έχουμε το εξπέρ για να το λινκάρω. Βάζω αναζήτα. Μου βγαίνει ετούτο και το κοιτάω ως λήμμα και σκέφτομαι κοίτα ρε να δεις που είναι επειδή «εσύ που ξέρεις» με αναγραμματισμό, τι είπε τώρα το άτομο, ποιος να το ανέβασε άραγε. Και πάτησα το λινκ. Και είδα αυτόν τον αριστουργηματικό και εντελώς άσχετο με το συνειρμό μου ορισμό. Και κατάλαβα ότι έχω καεί μπιγκ τάιμ. Πάει ο παλιός ο χρόνος.
Ή χάζεψα ή έχω καιρό να μπω και βγήκα εκτός κλίματος ή όλοι γράφουν ακατανόητα ή ένας γράφει ακατανόητα.
...χμμμ παίζει και ο όρος τον πούλο άρμ.
Δε λες καμια κουβέντα επιπλέον βρε καραϊσκάκη να νιώσουμε... Τι είναι αυτό; Τοπικός ιδιωματισμός στην Μεσσηνία, αν βγάζω άκρη από το παράδειγμα, που χρησιμοποιείται μόνο κυριολεκτικά; Είναι σλανγκ που χρησιμοποιείται και γενικότερα; Και το πείρος γιατί με -ει-. Νομίζω ότι τέτοιους είδους άγνωστες λέξεις καλύτερα να ορίζονται με ελαφρώς μεγαλύτερη λεπτομέρεια.
Για τον όμιλο πατέρα δεν το χω ακούσει προσώπικλυ. Όσο για το πόσο ευπρόσδεκτες είναι οι απόψεις της μαμάς εταιρίας τι να σου πω εαρέντιλ, έχω την αίσθηση ότι είναι όπως και με τη μαμά μας, καμαρώνουμε γιαυτή αλλά μας καταπιέζει κιόλας.
Λέγεται (το έχω ακούσει, ούσα εργαζόμενη σε μητρική) και μαμά εταιρία σε πιο κάζουαλ κουβέντες (γιατί είναι πιο σύντομο υποθέτω και βγαίνει αβίαστα στο λόγο). Όχι ότι είναι και θέμα αυτό τώρα να θέτουμε, σιγά τη διαφορά, το λήμμα γάμησε, το κατέγραψα απλά για την άρση του απολύτου :)
Συμπληρώθηκε.
Α, εδώ θα διαφωνήσω, μαμά εταιρία είναι στάνταρ και η μητρική. Αλλιώς πώς θα την πεις τη μητρική, αφού δεν έχει άλλο αντίστοιχο έχει;;
Εγώ λοιπόν το χα αυτό ότι θα πει, είναι πρώτη νύχτα γάμου, ανεβαίνει πάνω η νύφη, του δίνει και καταλαβαίνει στην καβάλα (τώρα πώς συνάδει αυτό με παρθενίες κλπ θα σας γελάσω) και αρχίζει τις διαπραγματεύσεις τ. θα μου το πάρεις το αυτοκίνητο - ναι, ναι, θα στο πάρω (πάνω κάτω) - θα μου το πάρεις το γουναρικό - ναι ναι θα στο πάρω (πάνω κάτω) κλπ μέχρι το τέλος οπότε και άμα φύγει η κάβλα ο γαμπρός ό,τι έταξε έταξε κι ό,τι πήρε η νύφη στην καβάλα.
Επίσης άλλη εκδοχή, μια νύφη έφυγε για μήνα του μέλιτος ρόουντ τριπ Αθήνα Κωνσταντινούπολη με μεγάλες λύσσες να τα φάει όλα τα δώρα του γάμου με σόπινγκ σε κάθε στάση. Οι φίλες της κουσκουσεύουνε, ρε συ η Νίτσα θα φέρει κανα πετσινάκι από την πόλη; Μπα μαλάκα ο τύπος δεν έχει μία, δεν πρόκειται να φτάσουν ούτε Ξάνθη, ό,τι πάρει η νύφη στην Καβάλα. (Και μετά ξύπνησε και ο Σαμπουλιάτε.)
...και παίχτηκε μαλακία...
...και να υποθέσω δούλευε το φαινόμενο πλασίμπο τζούρα και χάχανο και τσέπωνε η φιλιπμόρις...
Σε φράσεις όπως το δεν πηδιόμαστε λέω 'γω;, ή δε μπα' να γαμηθείς (λέω 'γω) να πάρεις και χρώμα; (που τα βρήκα σλανγκοπρόχειρα) έχει την έννοια της απόλυτης αντίθεσης του ομιλούντος, τ. «η δική μου άποψη είναι (εντελώς αντίθετη, τόσο αντίθετη που η έκφρασή της γίνεται επιθετική, με την πρόταση της διενέργειας πρόστυχης και ενδεχομένως επώδυνης, για τον ίδιο ή τον απέναντι, πράξης)». 5,5 γραμμές χωρίς τελεία, καλά είμαι.
Εγώ το ήξερα θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι. Κάτι είπα.
Αφού μπορούμε γιατί δε δείχνουμε; Ανέβηκε μήδι για διευκόλα.