Αιδεσιμότατε, ως Εργοδότης σου οφείλω να σου επισημάνω ότι τα υμνητικά σου σχόλια ρέπουν ακατάσχετα στην πολυλογία :-P....Μήπως πρέπει να κατέβω να το δούμε λιγάκι ; Είπαμε να μπλαμπλάρουμε το ποίμνιον αλλά όχι κι έτσι :-P
Για τους τουρκομαθείς του σάιτ, μια σύνοψη της τούρκικης εκδοχής του παραμυθιού εδώ.
Του κώλου τα πεντάχρονα :-P
Για την ηλικία της φράσης, με κίνδυνο να μπατάρω προς λαογραφία μεριά, θα διασώσω εδώ ένα παμπάλαιο παραμύθι που μου έλεγε ο φάδερ όταν ήμανε παϊδάκι (τώρα έχω γίνει κοτζάμ βόιδι), το οποίο είχε ακούσει από την γιαγιά μου και πάει λέγοντας προς τα πίσω. Εχει καταγραφεί και ως τούρκικο λαϊκό παραμύθι σε σχετική συλλογή από τον «Κάκτο» με τον τίτλο Yarımhoroz (μισοκόκκορας).
One time and one weather ένας γέρος με τη γριά του, φτωχοί, ζούσανε στο καλυβάκι τους κι είχανε ένα σκύλο και ένα κόκκορα κουτσό, τον Κουτσοκόκκοτο. Η φτώχια φέρνει γκρίνια, και τσακωνόντουσαν μέχρι που χωρίσανε στη μέση το καλύβι, και πήρε ο γέρος τον Κουτσοκόκκοτο και η γριά τον σκύλο. Μια μέρα, λέει ο Κ. στον γέρο, φεύγω, πάω να καζαντίσω.
Δρόμο παίρνει δρόμο αφήνει τα κακά του δεν τ' αφήνει, συναντάει έναν λύκο. «Πού πας ωρέ Κουτσοκόκκοτε;».
«Πάω να καζαντίσω». «Νάρθω κι εγώ μαζί σου;». «Α, πάω μακριά, κι άμα κουραστείς να ξέρεις ότι θα σε φάω».
Ο λύκος επέμενε, οπότε συνεχίζουν μαζί, περπατάνε, περπατάνε, ώσπου ο λύκος τα 'παιξε. Χλαπ, τον τρώει ο Κ.
Πάει παρακάτω, βρίσκει ένα τσακάλι. «Νάρθω μαζί σου», του λέει. «Ναι, αλλά άμα κουραστείς θα σε φάω». Πάνε, πάνε, περπατάνε, τα παίζει και ο τσάκαλος, τον τρώει κι αυτόν ο Κ. Παρακάτω μιά αλεπού, ίδια ιστορία, ένα αγριομελίσσι, τα ίδια.
Δρομο παίρνει δρόμο αφήνει κλπ, φτάνει σ΄ένα ποτάμι αγριεμένο. «Ρούφα κώλε το ποτάμι !». Περνάει απέναντι, τίγκα η κοιλιά του, και φτάνει στα κτήματα του βασιλιά. Ανεβαίνει στη μάντρα και φωνάζει :«Σκατάααα στα γένια του βασιλιά, το θέεεεελω το φλουράκι μου !». Πετάγονται έξω οι υπηρέτες, τον βουτάνε και τον πάνε στον βασιλιά.
Τον κερατά, λέει ο βασιλιάς, βάλτε τον στον στάβλο να τον ποδοπατήσουν τα μουλάρια. Τον βάζουνε, αμολάει ο Κ. τον λύκο, πάνε τα μουλάρια. Το βλέπει ο βασιλιάς, ωρέ, λέει, ρίχτε τον τον άτιμο στις κότες να τον τσιμπήσουνε να τον σκίσουνε, αμολάει ο Κ. την αλεπού, πάνε κι οι κότες.
Φρύαξε ο βασιλιάς, και τον ρίχνει στις γίδες να τον λιώσουνε με τα κέρατά τους. Μπάααα.... αμολάει το τσακάλι, πάνε καλιά τους κι οι γίδες. Τώρα θα σε φτιάξω, λέει, και τον βάζει στο βρακί του να τον σκάσει. Αμ δε... Φόρα το μελίσσι ο Κ., τούμπανο ο κώλος του βασιλιά.
Πετάχτε τον τον κερατά στο φούρνο να τον κάψετε, λέει ο άναξ. Βγάζει ο Κ. το ποτάμι που είχε ρουφήξει με τον κώλο του, σβήνει ο φούρνος. Στο υπόγειο τον μασκαρά, να σκάσει απ' την κλεισούρα, λέει ο βασιλιάς. Τον πετάνε στο υπόγειο με τα φλουριά, φορτώνεται χρυσάφι ο Κ. και κάνει τον ψόφιο.
Επιτέλους ψόφησε ο κερατάς, λέει ο βασιλιάς, ρίχτε τον στο ρέμα να τον φάνε τα αγρίμια. Τον πετάνε, οπότε σηκώνεται ο Κ. τίγκα στο φλουρί, ανεβαίνει στη μάντρα και φωνάζει «Σκατάαααα στα γένια του βασιλιά, το πήηηηηρα το φλουράκι μου !». Και γίνεται μπουχός, άντε πιάστονε....
Γυρνάει στο γέρο του, και του λέει έτσι κ έτσι, τράβα ζήτα απ τη γριά σου μιά κουβέρτα. Τη φέρνει ο γέρος, τινάζεται ο Κ. και γεμίζει η κουβέρτα φλουριά. Οταν γυρίσανε την κουβέρτα στη γριά όμως, είχε κολλήσει πανω ένα φλουρί, το βλέπει αυτη και ρωτάει, τι είναι αυτό ; «Ε, πήγε ο Κουτσοκόκκοτος και καζάντισε».
Στέλνει κι αυτή το σκύλο να καζαντίσει, αλλά πού ο φουκαράς ο ακαμάτης. Τζίφος. Γυρνάει πίσω και λέει στη γριά, κρέμασέ με και βάρα με με τη βέργα να πέσουν τα φλουριά, και με το βάρα-βάρα του φύγανε του φουκαρά του σκύλου τα σκατά, πάει η κουβέρτα...
Ε, φίλιωσε ο γέρος με τη γριά του, ξαναενώσανε το σπίτι, ξοφλήσανε και τα χρωστούμενα στον μπακάλη και ζήσανε αυτοί καλά και μεις με δουνουτού...
Ωραίος. Χαίρομαι που το προκάλεσα.
Δεν τολμώ να το μεταφράσω :-)
Ε ρε κολομπαράς που τους χρειάζεται....
Εχεις κούρσα και σωφάρεις
κι όπου θέλεις ρεμιζάρεις
έγινες και σωφερίνα
(Μητσάκης δεν είναι αυτό ;)
@ vikar : ====>====>======> ( ))))))))) [λαγούμι] :-P
Λοιπόν, τσέκαρα σε αλβανικό λεξικό. Δίνει τη λέξη deli ως πολύ ωραίος, παλληκάρι, την οποία πήγα προς στιγμήν να συσχετίσω με το τουρκ. delikanlı = νέος, παλληκάρι (κυριολεκτικά τρελοαίματος ), αλλά κάτι δε μού κόλλαγε. Ρώτησα λοιπόν αλβανόφωνο γνωστό ο οποίος απέρριψε την ερμηνεία του λεξικού και είπε ότι στα αλβανικά σημαίνει το ίδιο με τα τούρκικα, τρελός.
Για τη λέξη ντελιάπ δήλωσε πλήρη άγνοια. Εφτούνα και τέλος.
Αυτός με τη λίμα θέλει να μας απο(σο)δομίσει τη λογική σκέψη. Μη μασάτε :-)
Από εκείνη την εποχή των τσοντάδικων είναι και η -εκτοξευόμενη στο σκοτάδι - ατάκα «Καλέ, μη χύνεις στα μαλλιά μου !», όπως και η αυθεντική φάση που επί της οθόνης, για τις ανάγκες της πλοκής ο γαμεύων άπλωνε σαντιγύ στα κωλομάγουλα της γκόμινας, οπότε ακούγεται από αργιλεδάτη φωνή το ανπιστεύταμπλ «Κερασάκι δε θα βάλεις ;».
Ούτε κι εγώ, αλλά τη μαλακία μου είπα να την πετάξω :-)
Στα ελάχιστα του γούγλη συμπεριλαμβάνεται και αναφορά στο «ρουφιανόσπιτο των λαμόγιων (Βουλή)».
Μήπως -λέω μήπως- πρέπει να γίνει και ο συσχετισμός με το γνωστό σύνθημα περί εμπρησμού «να καεί - να καεί κλπ» ;
Είναι λέιτ σεβεντίλα.
Λιάπη ονομάζει στη «Βαβυλωνία» ο Κρητικός τον Αρβανίτη. Να υπάρχει άραγε περίπτωση συμφυρμού με το τουρκ deli = τρελός ;
Ψυχική θύελλα, που λέει κι ο καθηγητής Müller, ή πιό σωστά κατά την προφορά Μύλαα :-)
Από την απόχρεμψη βεβαίως βεβαίως :-)
Strega πάντως στα ιταλ. είναι η μάγισσα ,η Φούρκα πιθανώς, επειδή μετφ. σημαίνει και την άσκημη γυναίκα (το μπάζο, αλλά πώς το βγάζω ;).
Βαρείτε τον τον κερατά, βαρείτε τον τον πούστη
Ας φέρω άσφαιρο παράδειγμα.
Δε σε ρώτησα για χασίσια ωρέ, για γαμήσια σε ρώτησα.
@ Ιησούς : ο Φάδερ Σου έχει πάντα δίκιο και να Τον ακούς, γιατί αλλιώς εμείς θα την πληρώσουμε πάλι. Κανόνισε την πορεία Σου...
Μαξούλι, από το αραβικής αρχής τουρκ. mahsul = σοδειά, συγκομιδή, καρπός, εμπόρευμα.
Κάπου πρέπει να το αναφέρει και η Δ. Σωτηρίου στα Ματωμένα Χώματα αν ενθυμούμαι καλώς.
Τώρα που το θυμήθηκα, κάπου στην νεοελληνική λογοτεχνία πρέπει να υπάρχει και ο ορισμός ρουφιανόσπιτο = μπουρδέλο.
(Κυρ-Χόντζουλα, καμιά βοήθεια ; Αντε να χαρείς το τζαμί σου...)
Το λεπόν: Εδώ ο ρουφιάνος ορίζεται ως νταβατζής, κόλακας, μεσολαβητής, ενώ η ρουφιάνα ορίζεται μεταξύ άλλων ως προξενήτρα.
Η ρουφιάνα συσχετίζεται επίσης με την εκπληκτική, υπαρκτή και στα καθ' ημάς λέξη μαντάμα...
Σε αυτό εδώ το ιταλικό πουτανολεξικό o ρουφιάνος ετυμολογείται ποικιλοτρόπως:
Νομίζω πως το λήμμα είναι λάθος. Γαμιστρώνας είναι το αντίθετο του Παρθενώνα.
Ζηλευτός !
(Όχι ο μπάρμπας, ο Αούγκας)
Βράστα, ψυχραιμία. Δεν σε περιμένω στη γωνία με το κονσερβοκούτι στα δόντια. Ταξικά, κι η αφεντομουτσουνάρα μου μικροαστός είμαι. Απλά ξεκαθάρισα ποιούς χάιδεψε και από ποιούς τράφηκε ο ιστορικός ναζο-φασισμός. Over and out.
Λοιπόν, δεν θέλω να τρολιάσω, αλλά πάρτε το όπως θέλετε, γιατί έχω αρχίσει κι εγώ να φορτώνω άσκημα :
Με τον χρυσαυγίτη απέναντι ΔΕΝ ΚΑΝΕΙΣ ΔΙΑΛΟΓΟ. Άλλο πράμα κάνεις.... Και το λάθος ΚΚΕ / ΣΥΡΙΖΑ ήταν ότι δέχτηκαν να εκπροσωπηθούν σε πάνελ που συμμετείχε ο βόθρος της ανθρωπότητας, προς τέρψιν των Παπαδάκηδων, οι οποίοι ας μην το ξεχνάμε, είναι αυτοί που εξέθρεψαν τηλεοπτικώς τον φασισμό (ποιός εφτιαξε τον τηλεκαρατζαφύρερ που προλείανε το έδαφος για το ρήαλ σταφ ;).
Το κέντρο, που λέει κι ο τζίζας, είναι τα νερά που κολυμπάνε και τρέφονται οι καρχαρίες....τα φοβισμένα ψαράκια του μικροαστισμού είναι αυτά που πρώτα δίνουν κώλο. Βρείτε μου ΕΝΑΝ κομμουνιστή που να συνεργάστηκε με τον ναζισμό. Αντίθετα, από αθώους κεντρώους μικροαστούληδες θα βρείτε πλήθος.
Δεν συνεχίζω γιατί θα παρεκτραπώ. Αυτόν τον διάλογο τον αρνούμαι. Στοιχειώδη Ιστορία γνωρίζω...
Ώδινε Κωστόπουλος και έτεκεν Χρυσά Ωά.
Ώδινε Φόβος και έτεκεν Πόλεμον.