το έχω ακούσει και με την έννοια «του περνάει τη νύχτα (κάποιος) κανοντας κάτι» δηλ συνώνυμο του ξενυχτάει
για τα '70ς. 3 - 4 μμ Πετρίδης στο Δεύτερο, Τετάρτη 12 - 1 το βράδυ στο Τρίτο, Δ. Πουλικάκος «Ο θείος Νώντας παρουσιάζει»
Στη Χίο ξεμασχαλίζω επί φυτών όπως στο πρώτο σχόλιο. Για άλλα είδη, αντικείμενα, σώματα κλπ ξεμερδίζω (= διαμελίζω) λεξικογραφημένο
@παράδειγμα: «άμα γεράσει ο διάολος, παέι και καλογερεύει» παροιμία
Στα χιώτικα υπάρχει και το ξε(γ)κυλίσου με την ίδια σημασία από το ρήμα ξεγκυλιζομαι ή ξεγκυλιέμαι = φεύγω από κάπου (μάλλον κακήν-κακώς).
Ακόμα «να ξεκουβαλάμε σιγά -σιγά»
Ξεκάπνισμα γίνεται και σε τετράχρονα και σε αυτοκίνητα. Παλιότερα με τα καρμπυρατέρ ήταν πιό σύνηθες.
Κάποτε (τέλη 70ς αρχέ 80ς) ξεβράκωτες έλεγαν οι μπαρμπα-μηχανόβιοι (αποκλειστικά στρητάδες, δεν είχε κι άλλες στον καιρό τους) τα καθαρόαιμα κρος μηχανάκια, τόσο γιατί ήταν γυμνά απο φώτα κλπ όσο και επειδή η μεγάλη απόσταση μεταξύ πίσω φτερού και ρόδας, έδινε την εντύπωση ξεβράκωτης γκόμενας
Να προσθέσω (με πολλές πιθανότητες να είναι άσχετο) και το ξανέμισμα, που είναι η διαδικασία όπου πετούσαν στον αέρα τά αλωνισμένα στάχυα, ώστε ο αέρας να παρασύρει το άχυρο μακρυά και το στάρι (βαρύτερο) να πέσει κατακόρυφα.
Εκ του εξανεμίζω (όχι τις ελπίδες). Εκτός Χίου λίχνισμα.
Ο ΝΔ άνεμος που επικρατεί εκείνη την εποχή αξάνεμος
btw οι ψείρες δεύτερης γενιάς σε ξανθά κεφάλια είναι ανοιχτόχρωμες (φυσική παραλλαγή)
επίσης «ξαναγέμισε!» (προστακτική. Λέγεται και επί μαλακισμένης πράξεως, ζημιάς κλπ)
Συνώνυμα (αλλά συνήθως επί επανάληψης απαίτησης, όχλησης κλπ)
«εκεί του κερατά»
«και το γ(ου)δί Νικολή»
«το τυρί κουμπάρε»
Εικάζεται οτι στην ίδρυση του Αρη πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης που τοτε (1914) ήταν πολλοί. (Δεν είχαν αρχίσει τα πογκρόμ κλπ διώξεις από Έλληνες κ μετά Γερμανούς). Βέβαια στην ιδρυτική ομάδα μόνο ο Κάρολος Σαλούστο αναφέρεται, αλλά τί παίχτηκε ακριβώς ... Από κεί και τα περί Εβραίων και κατ΄άλλους και τα περί σκουληκιών. Αυτά άκουσα αυτά λέω (κουκιά έφαγα...)
Σωστό είναι, απλά λειτουργει σαν χώρος αναμονής των πλοίων, συνήθως πριν να μπούν στό λιμάνι, στο κανάλι. Κάποιες φορές γίνεται και φόρτωση ή εκφόρτωση εκεί. Πολλα τάνκερς, ιδίως τα μεγάλα, δεν πιάνουν λιμάνι σχεδόν ποτέ.
Στα στεριανά, κάτι σαν πάρκινγκ για νταλίκες έξω από το σημείο φόρτωσης - εκφόρτωσης.
Αναφέρω (για να καταγραφεί και μόνο) οτι κάποιος πρόσφυγας (μένω σε -πρώην πια- προσφυγοσυνοικισμό) «άθρωπος της σύστασης» βάφτισε εκεί στα 30ς την κόρητου νταμίρα. Ο παπας το δέχτηκε γιατί νόμιζε οτι ήταν όνομα ανατολίτικο (ή γιατί το λιβάνιζε κι εκείνος).
Επειδή πολλές νταλίκες (SUV) στην νήσον με οδηγό γυναίκα, έχουν πινακίδες με κόκκινα ή πράσινα νούμερα, το μόνο που λέω έιναι :«Τον κερατά που στην πήρε...»
'Οπου στο μπουχουχού τρέμει σύγκορμη λογω συντονισμού (ιδιοσυχνότητα - καμπύλη πλάτους, δεν είναι μόνο {δόξα τω Θεώ} στατιστική)
Αποχύνω πχ τα φασόλια, όπου αδειάζω το πρώτο νερό (της πορδής πούλεγαν και στις Σέρρες) και προσθέτω νέο για να πάρουν άλλη μιά βράση
Όχι μόνο απο νεανίες. Ο πάππους ενός φίλου μου μας αποκαλούσε έτσι το 79-80.
Πατριώτης αυτός στο μήδι; ΑΣΜ 114 = Ουργία
Αντιγράφω από Live-Pedia.gr μπότσος ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :μποτσ (ιταλ. λ. bozza = είδος κόμπου) -ος] (ναυτ.) ο δεσμός από αλυσίδα ή σκοινί, ο αγκυροδέτης.
Για το botch το Wiktionary δίνει την ερμηνεία του ορισμού αλλά και
Etymology 1
Middle English bocchen (“to mend”), of uncertain origin.
Αυτό το “to mend” μήπως (δεν ξέρω-εμπειροτέχνης της γλώσσας είμαι) δίνει καμιά συγγένεια με το bozza-μπότσος (μιά και πολλές λέξεις της ναυτικής ορολογίας κατάγονται από αγγλικά);
Την τσίκνα την έχω ακούσει και με τίς δύο σημασίες. Αλλά ακόμα και για την κνίσα είναι λίγο αρνητική. Μάλλον λίγδωσε τ΄άντερο.
«Να τσικνίσει λιγάκι κρέας, να μας δει κι ο Θεός»
«Έρχεται η τσίκνα από το σουβλατζήδικο δίπλα, βρωμάει ο τόπος»
«Άλλαξε και κάνα βρακί πιά. Πόσες μέρες θα το φοράς αυτό το τσικνι(α)σμένο;»
«Μπήκα στο δωμάτιο της γιαγιάς. Η τσίκνα ήταν απερίγραπτη»
Δώσε μου το χέρι κι έλα πιο κοντά
Να σου ψιθυρίσω δυο φωνήεντα
Δυο τρεις μέρες τώρα θέλω να στο πω
Και να σου αποδείξω πόσο σ’ αγαπώ
Μην το πεις ούτε του παπά
Εσύ κι εγώ μμμ και τα λοιπά
Τα δυο μαζί ως το πρωί
Σαν δυο πουλάκια, εγώ κι εσύ
Βγάλε το παλτό σου κι άσε τα τρελά
Φέρ’ το μαξιλάρι, είναι πιο καλά
Κλείνω τις κουρτίνες, σβήνω και το φως
Έργα κι όχι λόγια από `δω και μπρος
Σαν δυο πουλάκια
Δ. Πουλικάκος κ Εξαδάκτυλος
«Μεταφοραί εκδρομαί ο Μήτσος»
Κυριολεκτικά λέμε και την ονείρωξη (με τη έννοια οτι δεν χρειάστηκε πράξη, ουτε χειροπαρακτική)
«- Μαλάκα, είδα στον ύπνο μου την ξαδέρφη μου και ξερόχυσα. Σούπα έγινα, μαλάκα
-Καλή η ξαδέρφη σου;»