Όταν ταξίδευα στα '90ς, οι Φιλιππινέζοι και οι Ινδονησιάνοι εμφύτευαν διάφορα μικροαντικείμενα (όπως τη μπίλια στο άκρο του γάντζου πλαστκής κρεμάστρας, κομμάτια από καπάκι στυλο μπικ στρογγυλεμένα με τον αναπτήρα κι άλλα πολλά) στο δέρμα του πέους τους. Είχαν (πολλοί) το κόμπλεξ του μεγέθους (8 - 12 εκ.) και έκαναν αυτοσχέδιες επεμβάσεις ο ένας στον άλλον ή μόνοι τους για να τοποθετήσουν τα «εμφυτεύματα». Όταν τους ρωτούσες γιατί τόση ταλαιπωρία απαντούσαν: «Very sexy for the ladies» τρομάρα τους
Το σχολείο του σχολίου 2 δεν είναι του Μουφλουζέλη;
Στα '70ς που ήμουν μαθητής το λέγαμε «Μάγος είσαι; ή βοηθός φακίρη;»
Επίσης στην οικοδομή, το μεγάλο οριζόντιο δοκάρι που διατρέχει το κτίριο απο τοίχο σε τοίχο κάτω από μιά κεραμιδοσκεπή είναι το μαγκιόρο (πρέκι).
Ακόμα οι μπήγες πού σηκώνουν πάνω από 100 τόνους, συνήθως πάνω σε δικό τους πλωτό καλούνται μαγκιόρες (μπήγες).
Γενικά ό,τι ήταν το μεγαλύτερο σε μέγεθος, δυνατότητες (άρα και απαιτήσεις) έργαλείο, στοιχείο κατασκευής κλπ ήταν «το μαγκιόρο» (σκέτο. Επίθετο με χρήση ουσιαστικού. Από τα συμφραζόμενα και τον επαγγελματικό χώρο προέκυπτε το ουσιαστικό που το παρέλειπαν).
«είναι σαν λύκος [μοναχικός και επιθετικός]»
και όμως οι λύκοι είναι από τα πιό αγελαία ζώα, με δομή οργάνωση και ιεραρχία στην αγέλη. Ο απόβλητος της αγέλης, συνήθως ο ηττημένος στη μάχη για την κυριαρχία, ο μονιάς, που δεν μπορεί να κυνηγήσει τα πιό ζόρικα θηράματα όπως μια αγέλη, είναι αυτός που θα μπει πιό εύκολα στα χωράφια των ανθρώπων ψάχνοντας για πιό εύκολο φαί. Άρα λοιπόν ο όρος λυκοφιλία στηρίζεται στη μόνιμη παρεξήγηση περί λύκων.
Το χιούμορ-σάτιρα όποτε αναφερόταν στο στρατόπεδο των Ρωμαίων τα αντιλήφθηκα όταν πήγα φαντάρος, σε όλο τους το μεγαλείο, όπως άμα μπαρκάρησα στα 30 μου κατάλαβα και ξαναδιάβασα τον Καββαδία από την αρχή.
Θυμάμαι ακόμα τά σκυλιά στη Ρώμη να γαυγίζουν «Γάβους»(!)
Στα βαπορίσια, υπάρχει ο όρος ξελιμπάρω που σημαίνει ολοκληρώνω την φόρτωση ή εκφόρτωση, κλείνω τα αμπάρια και αποπλέω. Με οδηγεί στην εκδοχή του λάκκου, κάτι σαν ξεκολλάω, βγαίνω από το τέλμα και κινούμαι πάλι ελεύθερα.
Και η κατάρα «που να σου φάν το λίγκι, τ΄Αυγούστου οι λιλίγκοι» (όποιον τον τσίμπησε λιλιγκιά τον Αύγουστο, καταλαβαίνει γιατί είναι κατάρα...)
Στη Χίο υπάρχει και το (α)νελιγκιάζω που σημαίνει το αυτό
Ο ανοιξιάτικος ήλιος θεωρείται επικίνδυνος, γιατί, σύμφωνα με μιά ερμηνεία, η γή στην εαρινή ισημερία είναι στην πλησιέστερη απόστασή της από τον ήλιο, οπότε η ακτινοβολία είναι ισχυρότερη σε σχέση μέ την φθινοπωρινή. Γι αυτό, λένε και το καλοκαίρι στο Νότιο ημισφαίριο είναι πιό ζεστό. Μπορεί να είναι και Λασκοθεωρία...
η περιαγωγή οφείλεται στο οτι τους έπιασα αλφαβητικά κι ότι θυμάμαι (χαίρομαι και) σχολιάζω, προσθέτω λήμμα, ορισμό κλπ. Στίς αρχές του '14 θάχω τελειώσει και θα πιάσω τα πρόσφατα, υπολογίζω, μέχρι το «εδώ ήρθαμε»...
(έχει και κάτι λαθάκια πχ οι πάχοντες=πάσχοντες, τα αστεράκια πάνε 1-3-2 ενω πρέπει 1-2-3, κάντε κάτι σεβαστοί μοντουλαρέοι, γιατί τα γράφω και τα καταχωρώ αδιόρθωτα)
Απ΄όσα είδα, το πολιτισμικό σοκ έιναι στην περίπτωση του ξεμπαρκαρίσματος, η στεριανή ζάλη του Καββαδία. Εγώ μιλάω και για ανθρώπους που είχαν πάει για 4η -5η φορά στην ζωή τους σ΄αυτό το λιμάνι και δέν ήθελαν να κατεβούν το γκάγκουε (gangway= η σκάλα που κατεβαίνεις από το βαπόρι) ενω ο καλά και βάρδια πάνω στο βαπόρι που είχε, ξέκλεβε ένα τέταρτο να κατέβει να καπνίσει ένα τσιγάρο στο έδαφος , να πατήσει χώμα, να χαζέψει το παραδίπλα βαπόρι ή όπως έλεγε ένας πρώτος μηχανικός, να βγάλει το στατικό ηλεκτρισμό (γείωση με την κυριολεκτική σημασία)
Όχι το κοψοχρονιά είναι η σκοτωμένη τιμη. Η κουτουράδα είναι το κατ΄αποκόπη- κατ εκτίμηση.
Ά ναι! περίπου συνώνυμο του ούργιος (και του επίσης Χιωτικου αγαλιάς) Όπου ξύκης = λειψός --> αγαθός δηλ χαζός ούργιος <ούριος = ευνοϊκός, βολικός αρα εύπιστος, αγαθός κλπ αγαλιάς (από το αγάλλομαi;;) άρα χαζοχαρούμενος, που χαίρεται άνευ λόγου και αιτίας άρα αγαθός, χαζός
Επειδή οι Χιώτες, της πόλης της Χίου, θεωρούν τους κατοίκους του Βροντάδου (κωμόπολη βόρεια της πόλης) χαζούς προέκυψε και το:
(Κατα το: Welcome to Tijuana, tequila, sex and marijuana)
Welcome to Βροντάδες, ξύκηδες, ούργιοι κι αγαλιάδες
Θα μου πάρουν το σκάλπ, αλλά δε γαμιέται, έχει αραιώσει έτσι κι αλλιώς...
Εκείνο το Λεωνίδα στα χωνιά - κουκούλες των σουβλατζήδικων (Ψησταριές Λεωνίδας - φαινόταν η βιοτεχνία κι από τον ηλεκτρικό, τότε) δεν τον θυμάται κανείς; Μόνο τον «This is Skarta»;
Εγκρίνω και επαυξάνω τα του συμπατριώτη Ντίνου και του Χαλικούτη προσθέτοντας ένα παράδειγμα
πήγαμε - επήγαμε - επήγαμένε - επήαμένε - ηπήαμένε (ναι με δύο τόνους)
Στα Χιώτικα το ξίκικος λέγεται απλά ξύκης και είναι συνήθης χαρακτηρισμός, ιδίως για τούς κατοίκους του Βροντάδου. Θηλ. ξύκισσα , σαν α΄συνθετικό ξυκο- (ξυκοτράγουδα), ξυκομπές (πιό τούρκικη ευμολογία), σαν β' συνθετικό -ξυκος (θεόξυκος).
Γιατί με υ κι όχι με ι; Άν το ακούσεις ζωντανά προφέρεται ύψιλον (πιό παχύ) κι όχι ψιλό (γιώτα), με μισάνοιγμα στα χείλη (ξέρω, ξέρω ι-ψιλόν κλπ αλλά το υ προφέρεται παχύ) και επίσης σαν επώνυμο (άρα από παλιότερο παρατσούκλι) γράφεται με υ. Πιστεύω, παρά τους Μπάμπηδες κλπ οτι όσο μπορούμε να αποδώσουμε τον ήχο καποιου ι με το αντίστοιχο από τα δικά μας (που το καθένα προφέρεται αλλιώς) καλό είναι να το κάνουμε. Συχνά λέω μεγαλόφωνα μια λέξη και μου βγάζει την ορθογραφία της.
Συνήθως τα κόκκαλα, με την έννοια του ορισμού μια χλωμάδα κι ένα κόψιμο στην όψη το έχουνε, οπότε ο συνειρμός προφανής και μου θυμίζει την παλιότερη έκφραση «σα μπαγιάτικο λέιψανο» τουτέστι μαύρο χάλι (οπτικά).
Εκτός από τη ραφτάδικη «μπροστινές, πισινές και μανίκια», υπάρχει και η τσαγκαράδικη (=παπυτσίδικη) έκδοση «θελει σόλες, ψίδια και τακούνια» με τη ίδια έννοια. Ψίδια είναι το πάνω μερος «τα φόντια» του παπουτσιού αυτό που καλύπτει τό πόδι.
Στη Γουατεμάλα δεν έχει καλντερίμια*, έχει μάντρες**.
* Δεν υπάρχει τέτοια τεχνική οδοποιίας. Ή άσφαλτος (λίγη) ή χώμα (πολύ)
** Είναι εσταυλισμένες, σε «θερινά» « υπαίθρια» «μπαρ» με περίφραξη ξύλο τύπου μάντρας και μέσα 20-40 μαντρωμένες με μιά ο θεός να την κάνει σκηνή- πατάρι για το χορό-επίδειξη προσόντων
Τα τσακίσματα στα κάλαντα της πρωτοχρονιάς εξυπηρετούσαν διπλό σκοπό. Από τη μιά την ευφωνία , μετρική κλπ κλπ κι από την άλλη ήταν παινέματα προς την κυρά του σπιτιού («Ψηλή μου δεντρολιβανιά, εκκλησιά με τ΄άγιο θρόνος») να δώκει τίποτα παραπάνω στους καλανταριστές.
Αφού καταχώρισα τον ορισμό, γουγλίζοντας σε φόρουμ ναυτικών, βρήκα την λαμαρινίαση σαν την φοβία των ναυτικών στο ξεμπαρκάρισμα, για την επαφή και επανένταξη στον κόσμο της στεριάς. Κι αυτό υπάρχει, αλλά είναι άλλο πράμα (πιό κοντα σ΄αυτο με τους φυλακισμένους) και αντιμετωπίζεται αλλιώς, επανένταξη κλπ. Είναι πιό πολύ η αίθηση του «έχω χάσει επεισόδια», διαφορά στα ήθη και έθιμα κλπ, τα παιδιά μεγάλωσαν, η γειτονιά , οι φίλοι όλα αλλάζουν.
Για τη λαμαρινίαση τη μέσα στο βαπόρι δεν είδα να μιλάνε γιατί αντίκειται ίσως στις ιστορίες από λιμάνια (συχνά οικειοποιούμενοι διηγήσεις άλλων). Βλέπεις, τι να διηγηθείς από 40 μέρες πέλαγο κι άλλες 45 ράδα, από στερια σε στεριά. Τη ρουτίνα ή το σαλτάρισμα; Όσοι τα ζήσαν τα ξέρουνε και δεν μιλάνε γι αυτό παρα μόνο τηλεγραφικά μεταξύ τους.
Το όνομα των Manowar προέρχεται από τον συγκεκομμένο τύπο «man-o'-war» δηλ. το πολεμικό πλοίο που στα αγγλικά είναι αρσενικό σε αντίθεση με τα εμπορικά πλοία που είναι θηλυκά.