Γειά σου συνταξιδευτή με τα μήδια σου!
Κουπαστάρω σχόλιο που μόλις ανήρτησα στο λήμμα φέτα, σχετιζόμενο και με το παρόν λήμμα:
Πολλοί άνθρωποι (κι εγώ ανάμεσά τους) αισθάνονται μεγάλη απέχθεια/αηδία για το τυρί φέτα και άλλα παρόμοια, πιθανώς εξ αιτίας πλήρους ή μερικής ελλείψεως κάποιου πεπτικού ενζύμου (λακτάσης). Είναι πιθανόν ο χαρακτηρισμός αυτός να προήλθε από ένα τέτοιο άτομο.
Πολλοί άνθρωποι (κι εγώ ανάμεσά τους) αισθάνονται μεγάλη απέχθεια/αηδία για το τυρί φέτα και άλλα παρόμοια, πιθανώς εξ αιτίας πλήρους ή μερικής ελλείψεως κάποιου πεπτικού ενζύμου (λακτάσης). Είναι πιθανόν ο χαρακυηρισμός αυτός να προήλθε από ένα τέτοιο άτομο.
Απίστευτο!
Ειδικά αυτό με τις άλλαξ' ο κολιές κι έγινε βραχιόλι των δεινοσαύρων!
Επίσης στο πρώτο παράδειγμα, τα ονόματα των οικοδεσποτών ήταν Ντιν και Νταν δηλ. ντιγκιντάγκας ένα πράμα.
Προτείνω τα παρακάτω:
κουραβελτηρία: αμυαλιά, ανοησία, περί το "κουραβάλειν" (όταν κάποιος χαζογαμιέται).
Κουραβαλκυρία: μυθικό πνεύμα, το οποίον υπερίπταται του πεδίου της σεξουαλικής μάχης και επιλέγει αυτούς που "έπεσαν ηρωικώς" για να τους μεταφέρει στην Κουραβαλχάλα.
Χαν, ως γνώστης της καλιαρντής, μπορείς, άν θέλεις, να βάλεις παραδείγματα, ή/και να τα κάνεις λήμματα.
Εστω και με καθυστέρηση (αντίδραση Ραν Ταν Πλαν): Πολύ καλό!
Τραγούδι της εποχής, που χαρακτηρίζει τη μετάβαση από το λαϊκό στο "ψευτομοντέρνο". Ένας, κατ' εξοχήν, λαϊκός στιχουργός, ο Κώστας Βίρβος, κι ένας γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής (με ρεμπέτικο ύφος και ηχόχρωμα), ο Μήτσος Ευσταθίου, συμπράτουν με τον αναδυόμενο (την εποχή εκείνη) συνθέτη Βασίλη Βασιλειάδη, για να δώσουν το τραγούδι αυτό. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του είναι το ηλεκτρικό αρμόνιο ή "φαρφίσα" (Farfisa, ιταλική εταιρία κατασκευής ηλεκτρικών μουσικών οργάνων) που χρησιμοποιείται από το συνθέτη και εκτελεστή. Ο Βασίλης Βασιλειάδης (καμιά σχέση με τον στιχουργό του ρεμπέτικου Χαράλαμπο Βασιλειάδη ή "Τσάντα") ήταν αυτός που καθιέρωσε το όργανο αυτό (ο αδελφός μου το αποκαλούσε NOVUM ORGANUM, και έβγαζε καντήλες, όπως κι εγώ άλλωστε, ακούγοντάς το) στο λαϊκό τραγούδι, αλλάζοντας ριζικά το μουσικό του ύφος και ήθος.
Πιθανή ετυμολογία: πλέμπα η [pléba] Ο25 : (μειωτ.) τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, το ανώνυμο πλήθος, ο όχλος: H ~ και η αριστοκρατία. [ιταλ. pleb(e) -α] πλεμπάγια η [plebája] Ο25α : η πλέμπα. [βεν. plebagia]. Από (εδώ).
Μετά πρέπει να μπήκε, αντί του "π" το αηδίας σημαντικό (ηχομιμητικό, του τύπου "διαχείρηση ροχάλας") σύμπλεγμα "χλ" κι ήρθε κι έδεσε το πράμα.
Τι λένε οι ειδικοί επί τούτου;
Λένε και "είναι όλα σένια" με την έννοια "όλα εντάξει, στην εντέλεια" και φυσικά το ρήμα σενιάρω, που προαναφέραμε. Κττμγ η ετυμολογία που προτείνει ο Χαν (από το ιταλικό a segno) ταιριάζει καλύτερα, τόσο ακουστικά, όσο και εννοιολογικά. Το σένιο/σενιάρω είναι το ίδιο εννοιολογικά και προφανώς προέκυψε από το ασένιο.
Τώρα που το ξανασκέφτηκα ρίχνω μια ιδέα για συζήτηση: Μπορεί το ασένιος να προέρχεται από τον άσσο, δηλαδή πρώτο πράμα, σούπερ;
Τι λένε οι πιό ειδικοί επ' αυτού;
Πάντως το ασένιος υπάρχει παλαιόθεν (πριν γίνει του συρμού το σινιέ) στη ναυτική διάλεκτο. Το λέει ο Καββαδίας :
Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.
Από το "Νανούρισμα για μωρά και γέρους"
Επίσης το λέει και ο "συντσξιδευτής" Ξεροσφύρης σε σχόλιο εδώ:
dryhammer
πριν περίπου ένα χρόνο
Το ασένιο στο βαπόρι το έχω ακούσει για τους κάβους, όταν είναι «στην εντέλεια» ούτε πολύ τεζαρισμένοι ούτε μπόσικοι (= ούτε πάρα πολύ τεντωμένοι με κίνδυνο να κοπούν, ούτε χαλαροί οπότε τό σκάφος «ανοίγει» από το ντόκο). Μέσα στα καθήκοντα στο λιμάνι είναι και ο έλεγχος και «το σενιάρισμα των κάβων».
Το δε ρήμα σενιάρω χρησιμοποιείται με την έννοια του φτιάχνω, ταχτοποιώ.
@ Χαν. Πού πας και τα βρίσκεις; Άραγε ο αρθομπίσπος της Γρανάδας περιλαμβάνει στο "επιτρεπόμενο" προφορικό σέχο και άλλα είδη, όπως το 3Χ23;
Πάντως το παρόν λήμμα είναι εννοιολογικώς παρεμφερές και με αυτό
(Τα γράφω έτσι, γιατί μας διαβάζουν και παιδιά)
Στο ναυτικό κάποιος έλεγε πως το χειρότερο είναι νά'σαι: "πούστης, κοντός, χοντρός, άσκημος και...ανθυπασπιστής!" Είχε κάποιο κόλλημα με τους ανθύπες, προφανώς.
Χωρίς να έχω την ιδιαίτερη (γλωσσολογική) γνώση, καταθέτω τον γλωσσικό "οβολό" μου στην διερεύνηση του παρόντος λήμματος. Κττμγ το ιταλικό guardare, που αναφέρεται σε σχόλια παραπάνω (Χότζας, Μιτζνούρ, Τατούμ) σημαίνει βλεπω, προσέχω, αλλά και φυλάω, φρουρώ. Με την τελευταία έννοια έχει περάσει στα Ισπανικά (guardar: διατηρώ, φυλάω, φρουρώ),στα Γαλλικά και στ' Αγγλικά (guard: φρουρός, φρουρά). Επίσης σε πολλά νησιά του Αιγαίου υπάρχουν επώνυμα όπως Βάρδας (από το vardar(e)/guardare), Βαρδακόστας (Varda/guarda+costa: φυλάει την ακτή), Βαρδακαστάνης (πιθ. παραφθορά του Βαρδακοστάνης από το Βαρδακόστας), Γαρδέρης (από το ιταλικό guardare). Τά ονόματα αυτά, μαζί με τα τοπωνύμια με το συνθετικό -βίγλα (Βίγλα, Κακή Βίγλα, Ημεροβίγλι κλπ.) παραπέμπουν σε φύλακες των ακτών που το βασικό τους καθήκον ήταν να ειδοποιούν τους κατοίκους των νησιών για επιδρομές πειρατών. Σε πολλές από τις προαναφερθείσες "βίγλες" [μσν. βίγλα < υστλατ. ρ. *viglare < λατ. vigilare κάνω σκοπός΄, vigilia
φρουρά΄] από (εδώ) υπάρχουν ακόμα πέτρινες κατασκευές (φρυκτωρίες) γιά το άναμα φωτιάς από τους "ακτοφύλακες". Έχω ακούσει από αρχαιολόγους, ότι πολλές από τις κατασκευές αυτές υπάρχουν από την αρχαιότητα και έμπαιναν σε χρήση κατά τις δύσκολες μεταβατικές περιόδους, που δεν υπήρχε παγιωμένη εξουσία στο Αιγαίο και ανθούσε η πειρατεία.
Μετά τα παραπάνω πιστεύω ότι το "βάρδα"(πρόσεχε, φυλάξου) προέρχεται από το vardar(e)/guardare, όπως και η βάρδια που γράφει από πάνω ο φίλος μου ο Ξεροσφύρης (στο Πολεμικό Ναυτικό, τη δεκαετία του '70, τη λέγαμε "φυλακή").
Όπως πάντα κάθε συνεισφορά από τους καλύτερα γνωρίζοντες είναι ευπρόσδεκτη.
¨Έχω κι εγώ "πικράν πείραν" από καραβομαραγκούς (όσον αφορά τη συνέπεια). Όταν μας φτιάχνανε το κάΐκι στις Σπέτσες (στα μέσα της δεκαετίας του '80) είχαμε γραπτή συμφωνία για παράδοση σ' ένα χρόνο. Τελικά κάναμε δύο και με το ζόρι. Τότε άκουσα, από παλιούς καϊξήδες, την παροιμία "πυρ, γυνή και καρνάγιο". Πάντως τα καΐκια, που φτιάχνανε ήταν έργα τέχνης, όλα με το μάτι και με ελάχιστη σχεδίαση (οι περισσοτεροι δούλευαν το λεγόμενο "μονόχναρο"). Από τους πέντε καραβομαραγκούς που ήταν τότε στις Σπέτσες, μόνο ένας σχεδίαζε το σκελετό του σκάφους στο δάπεδο (ένα είδος "πατρόν", που κάνουν και οι μοδίστρες). Αυτό ήταν η λεγόμενη "σάλα". Οι υπόλοιποι έφτιαχναν το σκελετό με το μάτι μετακινώντας κατά μήκος του άξονα του σκάφους ένα καμπύλου σχήματος σανίδι, το λεγόμενο χνάρι. Γι αυτό και κάθε σκάφος, ακόμα κι άν είχε τις ίδιες ακριβώς διαστάσεις (μήκος, πλάτος, ύψος) διέφερε κατά τι από τα υπόλοιπα του ίδιου κατασκευαστή. Μολαταύτα, ένα έμπειρο μάτι μπορούσε να διακρίνει (στις μικρές λεπτομέρειες) τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε ναυπηγικής "σχολής" και να βρεί την προέλευση του καϊκιού (π.χ. σπετσιώτικο, κοιλαδιώτικο, συριανό κλπ.). Τότε είχαμε περάσει τόσο καιρό σε διάφορα καρνάγια (μέχρι να καταλήξουμε στις Σπέτσες) που μπορούσαμε ν' αναγνωρίσουμε (ειδικά για τα σπετσιώτικα τρεχαντήρια) ακόμα και ποιός μάστορας τό'φτιαξε.
Ή αλλέως πέως "στάση κεμπάπ!"
Αν κάποιος την αγνοεί έχει ως εξής:
Η γυναίκα στα τέσσερα.
Γονατίζουμε από πίσω...
... και μπαπ!
Θυμήθηκα άλλο ένα με το Στεφάκια (κι εδώ κι εδώ).
Πουλιέται ένα καΐκι, που είχε για κάμποσα χρόνια ο Στεφάκιας, από τον επόμενο ιδιοκτήτη του, που κι αυτός τό'χε αρκετά χρόνια. Μεταξύ άλλων, ενδιαφέρεται να τ' αγοράσει κι ένας γιατρός, λάτρης της θάλασσας, αλλά στεριανός. Ρωτάει το Στεφάκια, σαν παλιό ιδιοκτήτη και έμπειρο ναυτικό, αν αξίζει ν' αγοράσει το καΐκι. Ο Στεφάκιας του απαντά:
"Γιατρέ δεν είδες τι γράφει στην πρύμη; Αν δεν σε πνίξω σήμερα, αύριο σ' έχω σίγουρο!"
Πολύ ωραίο!
Μόλις θυμήθηκα μια παλιά (σαραντακάτι χρόνια) ιστορία.
Ένας ηλικιωμένος ψαράς, αφού ταξίδεψε κάμποσα χρόνια με τα "βαπόρια" και πήρε τη σύνταξή του έρχεται στο νησί με το καινούριο του καΐκι, που (για λόγους οικονομίας) δεν τό'φτιαξε σε κάποιο από τα καλά καρνάγια (Σπέτσες, Κοιλάδα, Πέραμα, Σύρα), αλλά σε κάποιο μαραγκό, κάπου στο λεκανοπέδιο, που "μάθαινε μπαρμπέρης στου κασίδη το κεφάλι". Έγιναν διάφορα σχόλια με αποκορύφωμα αυτό που είπε ο αδερφός του, παλιός ψαράς που δεν είχε φύγει ποτέ απ' το νησί. Ο διάλογος αυθεντικός:
-Δε μου λές καπετάνιο, ποιός έφτιαξε το καΐκι τ' αδερφού σου;
-Ένας κασονάς από το Καρπενήσι!
@ Χαν. Εναλλακτική απάντηση: Αν θες, ένα γρήγορο στο ημίχρονο!
Το ίδιο συμβαίνει και στη ντοπιολαλιά της Κύθνου:
"Μπας και δε τόνε βγαγιολίζω; Μα 'κείνος μου βαρεί." (Παράδειγμα του λήμματος βαγιολίζω).
Με την ευκαιρία, να σε ρωτήσω (αν ξέρεις φυσικά) για την εκφορά του "β" σε "βγ" (π.χ. βγαγιολίζω, μαερεύγω κλπ.), που υπήρχε παλιότερα στη ντοπιολαλιά (θυμάμαι να το λένε κάποιοι ηλικιωμένοι τη δεκαετία του '50). Νομίζω κάτι έχω ακούσει/διαβάσει σχετικά, αλλά δε θυμάμαι τί και πού (από τα κακά του "γηράσκω").
@barbarosa. Ευχαριστώ για τις καινούργιες γνώσεις. Το καλό είναι που διδάσκομαι, το κακό που γηράσκω.
Νά'σαι καλά!