Σλανγκασίστ σφυρίζων: Πως λέμε νετάρω - θεώρησε το παραγγελιά :-) Από εδώ
Το νετάρω στην ναυτική ορολογία το βρίσκουμε με την έννοια του τελειώνω μιά δουλειά.
Μόλις νετάρουμε με το καλαφάτισμα του καϊκιού, θα πιάσουμε να μινιάρουμε. Τη μουράβια θα τη περάσουμε στο τέλος, λίγο πριν το ρίξουμε στη θάλασσα.
καλαφάτισμα: τοποθέτηση βαμβακερού κορδονιού στους αρμούς ξύλινου σκάφους για στεγανοποίηση.
μινιάρω: βάφω με μίνιο (υπόστρωμα για να "πιάσει" η μπογιά).
μουράβια: υφαλόχρωμα
Επίσης με την έννοια του ξεμπερδεύω κυριολεκτικά
Τι ρέματα ήτανε αυτά ρε φίλε! Το παραγάδι ήτανε όλο στριμένο, είδα κι έπαθα να το νετάρω.
και μεταφορικά
Πλάκωσε το λιμεναρχείο, δεν είχαμε και τις άδειες μαζί μας, πώς νετάραμε είναι θαύμα!
Τέλος το νετάρω χρησιμοποιείται και με την έννοια του εξαντλούμαι, που αναφέρεται σε κάθε είδους ασχολία, όχι κατ' ανάγκην ναυτική.
Ρε τί γυναίκα ηφαίστειο ήταν αυτή! Δε μ' άφησε να κοιμηθώ όλη νύχτα. Με νετάρισε!
Ετυμολογία: [βεν. netar -ω (ιταλ. [nettare])] από εδώ
4 comments
σφυρίζων
Ευχαριστώ αγαπητέ Δων, πολυδιάστατος και εμπεριστατωμένος!
donmhtsos
Νά'σαι καλά!
dryhammer
Ευκαιρίας δοθείσης, μήπως κάποιος πιό φιλόλογος από μένα θα μπορούσε να ασχοληθεί με το φαινόμενο κάποια από τα ρήματα σε -άρω να λέγονται συχνά σε -έρνω πχ νετάρω - νετέρνω (προστακτική ενεστώτα νετάριζε και νέτερνε --- αόριστος (ε)νετάρισα και (ε)νέταρα), παρκάρω - παρκέρνω, μπαρκάρω - μπαρκέρνω κ.α.π.
dryhammer
Υπόψη δε, οτι το ουσιαστικό (όπου υπάρχει) έχει διάφορες καταλήξεις
παρκ-άρω - έρνω
> παρκαδόρος, κοτσ-άρω-έρνω> κοτσαδόρος, αλλά μπαρκ-άρω -έρνω --> μπαρκαρούτσος