«Τα μουνόχειλά σου λάμπουν σαν τα λούλουδα του κάμπου.»
Μπορεί να μην τό 'γραψε έτσι ακριβώς ο Μάρκος, αλλά έτσι το βίωσε στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του.
Συμφωνώ και επαυξάνω.
Ψευτοαντριλίκια με υποκατάστατα πέους και οργασμού.
Εφ' όσον πρόκειται περί παλαιοελληνισμού ορθόν είναι να τηρούνται οι γραμματικοί κανόνες, ήτοι ο αναδιπλασιασμός του «ρ». Συνεπώς «πεορράπισμα», όπως «εμπορορράπτης».
Ζουραρικώς: αυνανοστρόβων
εκ του «αυνάν» και του στρόβος, κοινώς σβούρα.
Πολύ μου άρεσαν το «Μαία» και το «Δων».
Η χρήση μακρών (διφθόγγου και φωνήεντος αντιστοίχως), γλυκαίνει, έστω και οπτικά (μιάς και ακουστικά δεν υπάρχει πλέον διαφορά στις μέρες μας) τις λέξεις.
Παράλληλα τους δίνει και μιάν άλλη διάσταση:
Η μεν«Μαία» παραπέμπει σε γέννηση (κάποιου καλού θέλω να ελπίζω) ο δε «Δων» σε παλαιά όμορφα πράγματα (βίλλα του Θων).
Ευχαριστώ
Δείτε και το νέο λήμμα «κλαυσαιδοιάζομαι»
Από τον ορισμό σου εμπνεύστηκα τα σόσιαλ μύδια. Ευχαριστώ για την έμπνευση.
Επειδή είμαι σχετικά καινούργιος στο χώρο, ελπίζω να μην ενόχλησα.
Επίσης είναι κοντά στο «φλοκ», το παραπέμπον εις τα παράγωγα της ερωτικής συνευρέσεως (ή και απλής ευρέσεως , οσάκις η διεργασία διεξάγεται κατά μόνας) κοινώς «φλόκια».
Όντως, έτσι έγινε. Το ταγούδι πρωτοκυκλοφόρησε το 1969 με το στίχο «μια τουρκοπούλα αγκαλιά», αλλά μετά από παρέμβαση της Τουρκικής πρεσβείας αναγκάστηκαν να τον αλλάξουν.
By the way, που θα 'λεγε και ο Κίμων Κουλούρης (πού τον θυμήθηκα τώρα!) παραθέτω μέρος από την μετάφραση που είχα κάνει τότε. Θυμάμαι ακόμα το γέλιο που έπεσε, όταν την απήγγειλα στο κατάστρωμα του πλοίου που μας πήγαινε στη Ζάκυνθο (σχολική εκδρομη 6ης Γυμνασίου, έτος 1970).
Το εικοσιέν
Μοι επανέρχονται εν προς εν έτη δόξης λαμπρά
ας επανήρχετο το εικοσιέν, έστω στιγμιαίως.
Να διατρέχω έφιππος την πλατείαν άλω,
μετά δε του Πρωκτολίθου να έπινον οίνον.
Να μάχομαι καθ' εκάστην εις τας επάλξεις
και το ξίφος μου να ερυθροπυρούται,
κατα τας αστεροέσσας δε νύκτας
να εναγγαλίζομαι οθωμανίδα νεαράν.
Για να σου λυθεί η απορία, πήγα γυμνάσιο επί χούντας και όλα τα μαθήματα ήταν στην καθαρεύουσα (και μάλιστα αρχαϊζουσα). Φυσικό ήταν να μου μείνει το κουσούρι.
Τότε είχα μεταφράσει και το τραγούδι του Κουγιουμτζή «να ΄τανε το 21» [πολύ της μόδας τότε, το τραγούδαγε ο Νταλάρας], στην καθαρεύουσα. Είχα κάνει τον Κολοκοτρώνη...Πρωκτόλιθο! Κάποια στιγμή θα το γράψω και στο σλανγκότοπο.
Υπάρχει, μήπως, γνώστης του φωτοκαταστήματος (βαρβαριστί photoshop), δυνάμενος να απεικονίσει τον καβουροσλανγκόσαυρον επί τη βάσει των νέων στοιχείων (σώμα σαύρου, πόδες και δαγκάναι κάβουρα);
Όχι. Χημικός μηχανικός.
Τι είναι το (δφ); [είμαι καινούργιος στο χώρο]
[... και βήλε...]
Σεληνοβασία όπως ...κτηνοβασία
και σεληνοβάτης όπως νυκτοβάτης.
Ευχαριστώ πολύ vik ar.
«Πριν αλέκτωρ φωνήσει»...συλλαμβάνω εαυτόν διαπράττοντα σλανγκοτσαπατσουλιά.
Προς συντακτική ομάδα:
Πώς μπορεί να προστεθεί το «ι» που απέδρασε από την «τσιμπουκολελέτα» και μάλιστα στην επικεφαλίδα του ορισμού;
Sorry guys
Ραντεβού στο Τζατζικιστάν.
Χοληστερίνης και τριγλυκεριδίων γωνία.
Δεν έχω κάποιο σχετικό κείμενο, αλλά την έχω ακούσει πολλές φορές από ανθρώπους της ηλικίας των -ήντα. Για να είμαι ειλικρινής τη «μπότσα» δεν την ήξερα, την έψαξα στο δίκτυο.
Θέτω υπ' όψιν της εκλεκτής ομηγύρεως σχετικόν σχόλιόν μου επί του λήμματος «καβουρογαμόσαυρος»:
«Διαφωνώ με τον ορισμό. Πιστεύω πως δέν προσδιορίζει κάβουρα που βατεύει σαύρες, αλλά το αντίστροφο.
Και εξηγούμαι:
Όλα τα λήγοντα σε -σαυρος αναφέρονται σε ερπετά της οικογενείας των σαυροειδών (π.χ. δεινόσαυρος, βροντόσαυρος κλπ.)
Όλα τα σύνθετα με δεύτερο συνθετικό -γάμης προσδιορίζουν τον γαμώντα αυτό που αναφέρεται στο πρώτο συνθετικό (π.χ. σαβουρογάμης, αερογάμης κλπ.).
Βάσει των ανωτέρω λοιπόν καβουρογαμόσαυρος είναι:
ο σαύρος (sic) που γαμάει κάβουρες .
ΠΡΟΣΟΧΗ! Όχι ο γαύρος που γαμάει κάγκουρες!»
Επί τη βάσει των προκυψάντων νέων στοιχείων δυνάμεθα να επαναπροσδιορίσωμεν τον καβουροσλανγκόσαυρον ως:
«το προϊόν της διασταυρώσεως του σαύρου (sic) και του κάβουρα, του οποίου ενδιαίτημα (ελληνιστί habitat) αποτελούν, ουχί μόνον η λημματολάσπη, αλλά και η λημματοστέπα, ενίοτε δε και η λημματοέρημος.
Διαφωνώ με τον ορισμό. Πιστεύω πως δέν προσδιορίζει κάβουρα που βατεύει σαύρες, αλλά το αντίστροφο.
Και εξηγούμαι:
Όλα τα λήγοντα σε -σαυρος αναφέρονται σε ερπετά της οικογενείας των σαυροειδών (π.χ. δεινόσαυρος, βροντόσαυρος κλπ.)
Όλα τα σύνθετα με δεύτερο συνθετικό -γάμης προσδιορίζουν τον γαμώντα αυτό που αναφέρεται στο πρώτο συνθετικό (π.χ. σαβουρογάμης, αερογάμης κλπ.).
Βάσει των ανωτέρω λοιπόν καβουρογαμόσαυρος είναι:
ο σαύρος (sic) που γαμάει κάβουρες .
ΠΡΟΣΟΧΗ! Όχι ο γαύρος που γαμάει κάγκουρες!
Οι παλαιότεροι λέγανε:«Πάω να ρίξω μια μπότσα κάτουρο», όπου «μπότσα» σημαίνει παγούρι, φλασκί, δοχείο μεταφοράς υγρών. Προφανώς κάποιος μπέρδεψε τη ...μπότσα με τη(ν) πούτσα [όπου το «ν» προ του «π» ακούγεται «μπ»] και τοιουτοτρόπως προέκυψεν η νέα έκφρασις.
Θυμάμαι, από τα παιδικά μου χρόνια (εκεί γύρω στο '60) ένα τραγούδι που τραγουδούσε με τσαχπινιά «άντρας» τραγουδιστής και μεταξύ άλλων έλεγε:
«...σύυκα! σύυκα! μιά συκιά γεμάτη σύυκα!...».
Το τραγούδι ήταν δημοτικοφανές, σε ρυθμό καλαματιανού του τύπου «μια κότα στρουμπουλή», «φουστανάκι με καρώ» κ.τ.τ.
Αν το θυμάται κάποιος ας απαντήσει, γιατί είναι πολύ πιθανόν να προήλθε απ' αυτό η σχετική έκφραση που ήταν του συρμού τις δεκαετίες του '60 και '70.
Κατ' άλλην εκδοχή, πρίν βγουν τα τεστ κυήσεως, ο έλεγχος για τυχόν εγκυμοσύνη γινόταν με ένεση σε ζωντανά κουνέλια, τα οποία πάθαιναν ασφυξία (πνίγονταν) από το πρήξιμο, όταν το δείγμα ήταν θετικό.
Επίσης το δημοτικό:
«Από τα μπεντένια πέφτω (τζόγια μου αμάν) πέφτω για να σκοτωθώ
κι η αγάπη μου φωνάζει (τζόγια μου αμάν) πιάστε τον για τό Θεό