Βάζω παραπομπὴ ἀπὸ τὶς Ἐκκλησιάζουσες τοῦ Ἀριστοφάνη γιὰ χρήση τοῦ ἐλαύνω (ἀπὸ τὸ ὁποῖο προέρχεται τὸ λάνω) μὲ τὴν ἴδια σημασία.
ὁ γὰρ ἀνήρ, ὦ φιλτάτη, Σαλαμίνιος γάρ ἐστιν ᾧ ξύνειμ' ἐγώ, τὴν νύχθ' ὅλην ἤλαυνέ μ' ἐν τοῖς στρώμασιν
Αριστοφ. 'Εκκλησιάζουσαι 39
Τὴν ἀνέβασε ὁ χρήστης ΚΑΒ στὸν ἱστότοπο τοῦ Νίκου Σαραντάκου σχολιάζοντας τὸ διήγημά μου Γιὰ τὸ Μανώλη μας δὲν ξέρω.
Σχετικὸ καὶ τὸ βαράω τιλτ
Καλημέρα dryhammer. Μήπως θέλει νὰ πεῖ συνοφρυωμένος καὶ ὄχι σμιχτοφρύδης. Ἄς ἀπαντήσει ὁ συντάξας τὸ λῆμμα. Γιατὶ ἔτσι ὅπως εἶναι διατυπωμένο δημιουργεῖ εὔλογα ἐρωτήματα.
Ἐμένα, σὲ πρῶτο ἄκουσμα, τὸ μυαλὸ μου πῆγε στὰ πρέκια. Καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὴν ἔκφραση τοὺς γαμήσανε τὰ πρέκια. Τέτοιου εἴδους παρετυμολογικὲς παρανοήσεις συμβαίνουν σὲ σχετικὰ ἄγνωστους στὸ εὐρύ κοινὸ πολιτικοὺς ὅρους. Σχετικὰ παραδείγματα στὰ λήμματα κοοπτάτσια (σχόλιο #3) καὶ φράξια (παράδειγμα).
Σχετικὸ εἶναι τὸ λῆμμα γκιοσές (σχόλια #12 ἀπὸ τὴ Σούλτω καὶ #13 ἀπὸ τὸν ὑποφαινόμενο).
μαζασοκορσὲ => μασαζοκορσὲ
Στὴν ἀρχὴ τὸ διάβασα μαζασοκορσὲ. Ὅταν τὸ διάβασα σωστὰ ξέσπασα σὲ γέλια.
Μ' ἀρέσει. Ἀκόμα καὶ ὡς λεξιπλασία. Τὸ παράδειγμα μαγικὸ. Προφανῶς τὸ βίντεο θὰ πουληθεῖ ὡς ἀντίκα.
Μάθανε πὼς γκαστρωνόμαστε καὶ πλάκωσαν κι οἱ μανάβηδες.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μπουρλότο ποὺ ἀναφέρεται στὸν ὁρισμό, πισινὴ ὑπάρχει καὶ στὴν κολτσίνα: Αὐτὸς ποὺ πιάνει τελευταῖος στὴν τελευταία χαρτωσιὰ παίρνει ὅλα τὰ φύλλα ποὺ περισσεύουν. Συνήθως αὐτὸς ποὺ κάνει φύλλα (καὶ παίζει τελευταῖος) κρατάει τελευταία μιὰ φιγούρα γιὰ νὰ πιάσει σίγουρα τελευταῖος. Αὐτὴ λέγεται πισινὴ ἤ πατινή.
Κι ἐμένα, ὅπως καὶ τῆς ironick στὸ #1, στὸ ταγκό καὶ στὸ τάγκισμα πῆγε τὸ μυαλό μου. Θυμήθηκα μάλιστα τὴν ταγκουδιὰ, τὸ ταγκό ποὺ παραγγέλναμε στὰ βιολιὰ, ὅταν εἴχαμε χορτάσει ἀπὸ τὰ "συρτόμπαλλα" καὶ θέλαμε νὰ χορέψουμε καὶ κανένα "εὐρωπαϊκὸ". Ἔπεφτε τότε ἡ παραγγελιὰ στὸν βιολιτζὴ:
Μπέλλη, βάρει ταγκουδιὰ!
βάρει: βάρα
Πολὺ ἐνδιαφέρον λῆμμα (ὁρισμὸς, παραδείγματα, γλωσσικὲς παρατηρήσεις). Μιὰ μικρὴ προσθήκη: Ὅταν χρησιμοποιεῖται μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἄν καὶ ἀκολουθοῦν λέξεις ποὺ ἀρχίζουν ἀπὸ κάποια σύμφωνα ὁ ἦχος τοῦ ν ἐνσωματώνεται σ' αὐτὰ ἀλλάζοντάς τα.
ἄν κάτσει: ἄ gάτσει
ἄν ποῦμε: ἄ bοῦμε
ἄν τύχει: ἄ dύχει
@D.S.(#15.) Ἐνδιαφέροντα αὐτὰ ποὺ γράφετε γιὰ τὴ σύνδεση (νομισματικὴ καὶ ἐννοιολογικὴ) δραχμῆς-φράγκου. Ἄλλωστε ἔχουν μείνει σχετικὲς ἐκφράσεις ποὺ συνδέουν τὰ φράγκα μὲ τὸ χρῆμα γενικότερα, ὅπως φραγκάτος, γκαφρά
"κουνήσου μάγκα καὶ ρίχ' τὰ φράγκα" ἐδῶ
Γιὰ τοὺς παλιότερους (50+) ἡ ἔκφραση "τέρμα τὰ δίφραγκα" ἔχει συνδεθεῖ μὲ τὸ τέρμα συγκεκριμένων διαδρομῶν λεωφορείων, ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ λημματογράφος. Πάντως θὰ ἦταν πολὺ ἐνδιαφέρον ἄν βρίσκαμε τὴν ἔκφραση σὲ παλιότερη καταγραφὴ της (δεκαετία τοῦ 1920) ποὺ θὰ συνηγοροῦσε μὲ αὐτὰ ποὺ γράφετε στὸ πολὺ ἐνδιαφέρον σχόλιό σας.
Νά 'σαι καλὰ Σούλτω, μαζὶ μ'αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς.
Ὡραία εἶναι ἠ γραφὴ μὲ ω, γιατὶ, συνειρμικὰ, τὸ ω παραπέμπει στὴ φωτιά. Βέβαια φῶκος μὲ ω εἶναι ἡ ἀρσενικὴ φώκια κι ἄν τὸ γράψουμε μὲ κεφαλαῖο Φ ὑποκοριστικὸ τοῦ Φωκίωνα.
Afou grafete toso wraia greeklish, giati na ta xalate me to mpastardemeno event άδικο? Den einai einai krima ki adiko?
@soulto (σχ.#4) Συμφωνῶ. Μὲ τὸ φλῶκο μπορεῖ κάποιος νὰ ὐπονοήσει τὸν φλόκο ἤ ἀρτέμονα ἱστὸ τῶν ἱστιοφόρων ἤ τὰ φλόκια. Πάντως τὸ Βικιλεξικὸ γράφει τὸν φόκο μὲ ὄμικρον ἐτυμολογώντας: "φόκο < ιταλική fuoco".
Σχετικὸς ὁ αὐτὸς ὁ γυπαετός, ἀλλὰ ὄχι αὐτὸς.
Εἶχα ἀκούσει μιὰ παραπλήσια ἐκδοχὴ, στὸ ραδιόφωνο τὴ δεκαετία τοῦ '60, ἀπὸ τὸν Δημήτρη Γιαννουκάκη. Barbe à l'impereur δηλαδὴ "γένι ἀλὰ αὐτοκράτορα" ἀπὸ τὸν Ναπολέοντα τὸν Γ΄. Γκουγκλίζοντάς το ὅμως βρῆκα τὸ Barbe à l'impériale ποὺ δείχνει πὼς ἔχει δίκιο ὀ Σαραντάκος στὸ σχόλιο #6.
Ἐνδιαφέρον. Σὲ ποιὰ περιοχὴ τὸ λένε; Μὲ μιὰ ματιὰ στὸ γκοὺγκλ μοῦ 'βγαλε прикидон στὰ ρώσικα, ἀλλὰ ἡ μετάφρασή του δὲν τὸ μεταφράζει. Μήπως κάποιος ρωσομαθὴς ξέρει κάτι σχετικὰ;
Χρόνια πολλὰ σὲ ὅλους.
@ CΟΥΛΤΩ Ὅπως λέει ὁ Σαραντάκος ἐδῶ "Τὰ μουνάκια" ἦταν τὸ προτελευταῖο ποίημα τοῦ Βάρναλη. Τὸ τελευταῖο ἦταν αὐτὸ:
Με πάθος την αλήθεια φανερώνω,
μα ποιος μ’ ακούει; Κάτι άγουρα παιδιά.
Γυροκοιτάω, κανένας δε με ξέρει,
όπως κι εγώ δεν ξέρω τον εαυτό μου.
Πλήθος μεγάλοι στο Μουσειο της Τέχνης,
αθάνατοι όλοι, λίγοι μόνο ζούνε.
Οχτώβρης 1974
Δὲν τὸ κάνω γιὰ νὰ σᾶς ἀποθαρρύνω. Νομίζω ὅμως πὼς δὲν πρέπει νὰ φορτώνουμε τὸ σάιτ μὲ πράματα ποὺ ἔχουν εἰπωθεῖ ἀρκετὲς φορὲς, χωρίς μάλιστα νὰ προσθέτουμε κάτι καινούργιο. Μιὰ ἀναζήτηση στὰ (ὑπάρχοντα) λήμματα, πρὶν ξεκινήσουμε ἕνα νὲο, μᾶς βοηθάει ν' ἀποφύγουμε τυχὸν ἐπαναλήψεις. Καλὸ εἶναι στὴν ἀναζήτηση νὰ ξεκινᾶμε μὲ μικρὸ γράμμα, ἐπειδὴ ἔτσι ἔχουν γίνει οἰ περισσότερες καταχωρήσεις τῶν λημμάτων, ἐκτὸς ἀπ' αὐτὰ ποὺ αφοροῦν κύρια ὀνόματα.
Ἐλπίζω νὰ μή σᾶς κούρασα μὲ τὶς γεροντικὲς παραξενιὲς μου.
Keep slanging!
Γενικὰ ἀναφέρεται σὲ κάτι γλοιῶδες κι ἀηδιαστικό. Ἐπίσης χλαπάτσα ἤ κλαπάτσα ὀνομάζεται καὶ μιὰ ἀσθένεια τῶν προβάτων.