μπα(ρ)μπαδισμός το δίχως άλλον (ε, ναι). Πετυχεσhά όμως ο ορισμός, εύγε. Εν Τουρκία(ι) το εν λόγω μαντζούνι χρησιμοποιείται για το στομάχι, με γεύση απαισιοτάτη.
Τέσπα για να μην ειπείς τίποτα χειρότερο σαν τον αθυρόστομο τον Ντράι, καλό είναι. Θέμα αρχών, μαντεύω, και ενδεχομένως κατάλοιπο μιας ρομαντικής εποχής που το βρίζειν θεωρείτο μπασκλάς.
Αυτοί που το λένε γλωσσέψανε την μπέρδα τους...
Ή είναι πολύ κρίμα να πάει χαράμι το νουνί,χωρίς να το δοκιμάσουν κι αυτοί!Αν και στη δυτική Ελλάδα έχω τριγυρίσει κάμποσο, αυτό δεν το είχα πετύχει... Η γκρίζα ζώνη του ερωτισμού... Πολύ ωραία!
Ο παραπάνω διάλογος απ' τη σειρά Homeland δείχνει οτι το ρήμα «fuck» στα αγγλικά πλέον χρησιμοποιείται όχι μόνο από τις γυναίκες για να πουν οτι γάμησαν κάποιον, αλλά και από άντρες που αναφέρονται -χωρίς ιδιαίτερη φόρτιση, νομίζω- στην σεξουαλικότητα των γυναικών. (Πήτερ Κουίν: Τον γαμάς αυτόν, ε Κέρι;)
Μια παρατήρηση εδώ. Αυτή η "άφυλη" -και χωρίς διασαφήνιση παθητικού-ενεργητικού- χρήση στα αγγλικά του ρ. γαμάω, παρόλη την κορεκτίλα της, δεν είναι καθόλου μα καθόλου ντεκαβλέ, όπως φαίνεται και στο παραπάνω πέσιμο!
Η γλώσσα όμως αλλάζει. Ήδη το ρήμα «fuck» στα αγγλικά χρησιμοποιείται μεταβατικά και από γυναίκες: «Τρεις φορές τον γάμησα αυτόν χτες» λέει μια γυναίκα, και η αγγλική πλέον επιτρέπει αυτή τη σύνταξη.
[...]
Η νέα σύνταξη δεν είναι κολπάκι άνευ ουσίας. Δημιουργεί μια νέα πραγματικότητα, καθώς βάζει τη γυναίκα σε ρόλο ενεργητικού υποκειμένου αντί σε ρόλο παθητικού αντικειμένου. Ειδικά δε όσον αφορά τη γυναικεία σεξουαλική επιθυμία, η οποία θεωρείται ανύπαρκτη ή έστω παραπληρωματική της αντρικής και σίγουρα όχι αυτόνομη ή αυθύπαρκτη, το να «γαμάει» μια γυναίκα (χωρίς τη συμπαραδήλωση της τιμωρίας ή της εκδίκησης) όχι μόνο της δίνει μια δύναμη που της έχουν στερήσει, αλλά και τη βοηθά να διεκδικήσει την ερωτική επιθυμία της.Λύο Καλοβυρνάς: Το πέος ως τιμωρός
-Quinn: “You were fucking him.”
-Carrie: “Who are you fucking?”
-Quinn: “An ER nurse. And I’m not that into her”
-Carrie: “You’re pretty mouthy for an analyst”A date, CIA style
Ενδιαφέρον. Μου θύμησε κάτι άλλο. Σε κοντινές περιοχές (Αιτωλοακαρνανία, Ευρυτανία) της Άρτας που σημειώνεις έχω ακούσει να λένε μονολεκτικά ή ως κατηγουρούμενου τη λέξη "Κρίμα!" για να χαρακτηρίσουν κάποιον/κάποια/κάτι χαριτωμένο, ελκυστικό, χωρίς να υπάρχει - πια - καθόλου το νόημα της συμπόνοιας. Δηλαδή, μιλάμε για τη γκρίζα ζώνη που ο οίκτος γίνεται ερωτισμός με προθάλαμο τον προγαμησιαίο γουτσισμό Π.χ.
- Είδες γκομενάκι ο Τάσος που έχασε κιλά;
- ΝΑΙ! είναι πολύ κρίμα! (εννοεί: ναι, έγινε ωραίο μουνί!!!).
Αυτό το θεωρούσα ιδιοτροπία γνωστής μου παρέας, μέχρι που το άκουσα να λέγεται και από άσχετα άτομα από κείνα τα μέρη.
Πεχάμετρο! Έλα ντε... Άμα φας ή γλύψεις λεμόνι μπροστά από τρομπονίστα, εκεί που βγάζει πορδές, θα βγάζει ξαφνικά σφιχτοκωλιάρικες κορώνες!Και γίνεται σα Μέρκελ...
Αν βάζαμε τον Πολυχρόνη να ξαλαφρώσει βράζοντας ρύζι με ρίγανη κ σκατά?
Συνώνυμα:
βράσε ρύζι (άν και δεν συμφωνώ απόλυτα με τον ορισμό) που έρχεται από το παλαιό "βράσε όρυζα"
σκατά (σε ποικιλία παραλλάγών) κ.ά.π.
"(...)Στην Πελοπόννησο πάντως το "ξεθερμίζω" χρησιμοποιείται με περισσότερη λογική κι αφορά στη διαδικασία υποβοήθησης εξαγωγής του ελαιολάδου από τον πολτό της ελιάς που σχηματίζετο. Ο εν λόγω τοποθετείτο σε πανιά, ανυψώνετο και στη συνέχεια καταβρεχόταν με αχνιστό νερό(ξεθερμιζόταν) για να βγάλει όλο το λάδι, το οποίο μείγμα λαδιού-νερού κατέληγε σε πέτρινη -συνήθως- λίμπα (δεξαμενή -κι εξού βγαίνει και το "γίναν όλα λίμπα") όπου λόγω ειδικού βάρους ήταν σχετικά εύκολο να διαχωριστούν."
σχόλιο αποδωπά
Ως το μεσημέρι οι Τούρκοι αρμάτωσαν πάλι το τηλεβόλο. Όμως ο Γιουστινιάνης σημάδεψε καλά με το δικό του κανόνι κι επέτυχε το τηλεβόλο΄ το επήρε ακριβώς στην καύτρα του και την έκανε κομμάτια. Όταν το είδε αυτό ο άπιστος Μαχμέτ οργίστηκε πάρα πολύ κι εφώναξε μ' όλην του τη δύναμη: "γιαγκμά, γιαγκμά!" - δηλαδή χάρισμά σας η πόλη.
Η πολιορκία και η Άλωση της Πόλης. Το ρωσικό χρονικό του Νέστορα Ισκεντέρη. Εκδ. Κέδρος 1978
Έτσι.
Κι άλλος σλανγιωτατισμός:
ομαδογαμία = παρτούζα.
Δίνει κάποια χτυπήματα στον γούγλη.
ανθηρόστομος