Εκεί που σμίγουν οι γλωσσικοί αέρηδες της λεξιθηρίας, της υπερδιόρθωσης, του λογιωτατισμού και της καθημερινής γλωσσικής εκφραστικότητας που γεμίζει το στόμα, εκεί μπορούμε να βρούμε το φαινόμενο του σλανγιωτατισμού, ας μου επιτραπεί ο νεολογισμός (ή γιατί όχι της σλανγκοποίησης, κατά το αγιοποίηση, του βίαιου εκσλανγκισμού, του σλανγκικού αντιδανείου, και πάει έρποντας -δε μπορώ ακριβώς να το θέσω).

Εν προκειμένω αναφέρομαι στις περιπτώσεις που μάλλον εξεζητημένες και λόγιες λέξεις χρησιμοποιούνται αντί συνώνυμων πιο σλανγκικών της καθομιλουμένης. Κι αυτό ένεκα της ηχητικής τους μεστότητας, παρηχήσεων και αντηχήσεων, και της αλλότριας κοινωνικογλωσσικής τους προέλευσης, που όλο αυτό τέλος πάντων κάτι μας κάνει.

Δεν εννοώ όταν αυτές οι λέξεις χρησιμοποιούνται σε κάποια πλαίσια επειδή είναι πιο εύσχημες. Εννοώ όταν τις χρησιμοποιούμε ακριβώς για την εκφραστική τους δηκτικότητα, προκειμένου να τονίσουμε αντί να απαλύνουμε το περιεχόμενό τους, έστω κι αν την ίδια στιγμή τις χρησιμοποιούμε λιγάκι και για να μην πούμε κάτι βαρύτερο και να μην έχουμε κυρώσεις.

Μερικές τέτοιες λέξεις είναι το παχύδερμο (αντί π.χ. του παιδοβούβαλος), το ενθυλακώνω *(αντί του τσεπώνω), το *εσχατόγηρως (αντί σκατόγερος), κτηνοβάτης *(αντι κατσικογάμης), ***καλλίπυγος** *(αντί κωλάρα), ***κίναιδος** *(αντί πούστης), *διακορεύω (αντί ξεπαρθενιάζω ή γαμάω), ακόμα ίσως και το *παιδόφιλος *(αντί για κωλομπαράς), νυμφομανής (αντί για κρεβατογεμίστρα).

Και άλλα, ίσως. Πιθανόν φλωράδικης εμπνεύσεως γαμοσλανγκοτέτοιο φαινόμενο.

(Δηλαδή, το συμφραζόμενο έχει σημασία...).

  1. Άντε ψόφα ρε εσχατόγηρε, θες και μανούρες...

  2. Θα 'ρθω εκεί και θα σε διακορεύσω, δε σου κάνω πλάκα, μην κουνηθείς από κει, τη γάμησες!

  3. Αυτή ρε μαλάκα είναι νυμφομανής, όλοι την έχουμε πάρει να 'ούμε', βιασμός με αυτή δεν πιάνεται...

  4. Τον ενθυλάκωσες τον αναπτήρα ρε γύφτο!

  5. Έμπλεξα ρε μαλάκα με τους κτηνοβάτες εκεί στο χωριό, δεν παλεύεται η φάση.

κ.λπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Χαρακτηριστικό ότι επιμένουμε στον τονισμό -ίου αντί -ιού σε μερικές γενικές, λ.χ. το στικάκι, του στικακίου, το σφηνάκι, του σφηνακίου.

#2
allivegp

Ίσως και το «χειροτονώ» αντί του «τις βρέχω»;

#3
σφυρίζων

...και όλο το περιεχόμενο των 8 τόμων του «Μέγα Ανατολικού» του Ανδρέα Εμπειρίκου.

#4
vikar

Βασικότατο λήμμα, παραδέχομαι. Μου το πήρες κι' απ' το πρόχειρο (όχι μ' αυτόν τον όρο). Θα επανέρθω ελπίζω.

#5
xalikoutis

Να σημειώσω και το αυνάνας που η κατάληξή του λόγιου όρου μονταρίστηκε σλανγκοπρεπώς, το εκσπερματώνω που ξεμουρίζει σε σλανγκικά πλαίσια, το κολπορραφή ή πρωκτοραφή για το ξέσκισμα.

Το κυβίστηση, πάλι, (ή, συχνότατα, κυβίσθιση- λόγω υπερδιόρθωσης, φαντάζομαι) αντί για το κωλοτούμπα, είναι πιο πολύ δημοσιογραφικό.

Το χειροτονώ , ναι, ίσως, πιο μεταφορικόν.

Βίκαρ, επανέλα.

#6
vikar

Γαμώτο, δέν ξέρω αν βολεύει να κάνω μία εδώ ενα κόπι-πέιστ ότι είχα μισογράψει για λήμμα, ή να τ' ανεβάσω αλλιώς (τα σκέφτομαι ώς «παλαιοελληνισμούς» αυτά, σε αναλογία με τους αγγλισμούς, τους γαλλισμούς και λοιπούς ξενισμούς). Τελοσπάντων, θα το δώ.

Να δώσω για την ώρα και κάποια ακόμα παραδείγματα, κάποια απ' αυτά ήδη καταχωρισμένα:

-ατίας, βλακέντιος, γέλωτας, εισπήδησις, ενδοπαλαμικός πεοταλαντευτής, θήλυ νέας κοπής, μαλακώδης, μέγας (αντί για μεγάλος), παίκτωρ πουλακίου, παις (συχνό στον πληθυντικό, παίδες), παλαίουρας, πεοκρούστης, πεοράπισμα, τα μάλα, τί εστί;, τσιμπουκηδόν, υφάρχει, φαυλεπίφαυλος

#7
Khan

μάλαξ, και το μπαμπουινοειδές εκσπερματίζω.

#8
xalikoutis

Βίκαρ, είναι διαφορετικές οι περιπτώσεις και καλύτερα να το ανεβάσεις ξέχωρα το λήμμαν.

#9
vikar

Όσο για το «φλωράδικης εμπνεύσεως», δέν ξέρω. Στο μέτρο που οι παλιές ελληνικές ταινίες λέγαν την αλήθεια, δείτε και το απόσπασμα στο βιντεάκι [σ.ς. Μιά ιταλίδα απ' την Κυψέλη, Ντ. Δημόπουλος, 1968] και πώς ο Προύσσαλης, δείγμα υποτίθεται αθρώπου της πιάτσας, τους πετάει τους παλαιοελληνισμούς σφήνα-σφήνα.

#10
xalikoutis

Βίκαρ, αυτό που περιγράφω δεν έχει σχέση ή τέλος πάντων δεν είναι το ίδιο με τις ελληνικούρες και τους παλαιοελληνισμούς, γκέγκε; Άντε ναούμε βαριέσαι να ανεβάσεις και να συμβάλεις στην επιστήμη. Επιστήμων άθρωπας ΚΕΔΔΥ των θετικών επιστημών.

Άλλοι όροι που από επιστημονικοί / λογιώτατοι έχουν γίνει σλάνγκ, μέχρι σημείου μη αναγνωρίσεως, τροποποιημένοι ή όπως ήταν, είναι τα ιατρικής και ψυχιατρικής προέλευσης: - κάθυστερ και τα παρόμοια, από το καθυστερημένος, απροσάρμοστος, μογγόλι και τα συναφή, όλα τα παραπάνω αντί του βλάκας,
- το ανάπηρος αντί του κουλός, κουτσός, γκαβός, άμπαλος.
- ψυχοπαθής, ή τέλος πάντων σάικο, ή και το υστέρω αντί του τρελός/ τρελή.

Και έπεται συνέχεια, φαντάζομαι.

#11
deinosavros

Το «εκ τριών τρυπημάτων εργαζομένη» που έλεγε ο Προκόπιος για τη Θοδώρα του Ιουστινιανού (η οποία ήταν πιθανότατα παρθένα από τη μύτη και τα αυτιά) εμπίπτει στην κατηγορία ;

#12
xalikoutis

Διασταλτικά ναι.

#13
Khan

  • πυγοράπισμα
#14
allivegp

Eδώ ανήκει (;) και το «ξύνω τους όρχεις», όπως π.χ.:
- Εγώ σου μιλάω κι εσύ ξύνεις τους όρχεις σου.

#15
σφυρίζων

Διοπτροφόρε! (από καραβανά)

#16
deinosavros

Γίνεται της πόρνης (γουγλίζεται ευκώλος).

#17
Galadriel

Δε φαντάζομαι σε ποια περίπτωση θα πει κανείς τον κωλόμπα παιδόφιλο.

#18
σφυρίζων

To κάνουν οι Γάλλοι (βλ. pédé)

#19
Khan

Κτγμ ως σλανγιωτατισμοί θα μπορούσαν να θεωρηθούν και οι υβριδικές λέξεις τ. εκτσογλανισμός ή εκπούστευση που αναλύονται εδώ.

#20
xalikoutis

Σλανγιώτατα και τα σπουδαρχίδης αντί του λαμογιολιγούρη και το φίλιππος αντί του αλογομούρη.

#21
Khan

Βλ. και το άρθρο του Νίκου Σαραντάκου για τον σλανγιωτατισμό του Κώστα Ζουράρι «μας έχουν πρήξει τα μέζεα του στεατοπυγικού μας υποσυστήματος οι Γερμανοί», όπου μέζεα= μήδεα= τὰ αἰδοῖα, εν προκειμένω μας έχουν πρήξει τα αρχίδια, ενώ ως στεατοπυγικόν ὑποσύστημα ο Ζουράρις φαίνεται να εννοεί όλο το υπογάστριο συμπεριλαμβανομένου και του πρωκτού. Πρόκειται από ό,τι φαίνεται για σλανγιωτατισμό προσφιλή στη ζουράρειο ιδιόλεκτο καθώς στο τελευταίο βιβλίο του Ἔρχομαι ἀπὸ μακριά. Ἡ ἀγορήνδε Ἰλιαδορωμηοσύνη τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη (Αρμός, 2014) βρίσκουμε ένα hommage στο συναμφότερον Ανδρέα Εμπειρίκου και Οδυσσέα Ελύτη:

«Ὅμως θὲς νὰ ψαύσεις, στιβαρῶς βινητιῶν ἐσύ, τὸ στὴν »δούλεψή« σου ἔτι ἀνεπίψαυστον στεατοπυγικόν της ὑποσύστημα. Καὶ θέλεις, ὑπέραντλος ἀνασεισίφαλλος ἐσύ, τὸν χρυσοκαμένο μηρό της, ποὺ εὐπηγής σοῦ »γυαλίζει«».

Προφανώς (;) περιγράφεται η επιθυμία χουφτώματος μιας υπηρέτριας (ή και ποδοφραπέ με λίγη φαντασία). Τελειωμένη ζουραριά είναι εξάλλου η έκφραση «τοῦ στεατοπυγικοῦ ὑποσυστήματος τὸ ἐννῆμαρ» ήτοι του κώλου τα εννιάμερα, όπου το ἐννῆμαρ αποτελεί λέξη ομηρική.

#22
σφυρίζων

Δεν ξέρω εάν τα πετύχει η θα τα κάνει κώλο η πρώτη-φορά-αριστερά, το βέβαιο είναι ότι έσωσε σε σλάνγκους και amateurs τση γλωσσολογίας μια νέα πνοή.

#23
jesus

αντίστοιχο φαινόμενο παίζει να υπάρχει κ στα γαλλικά. προς το παρόν έχω ένα μόνο παράδειγμα. η φράση "partir en couilles", όπου couilles τα αρχίδια (με κάποια γενική αργκοτική συνάφεια των δύο λέξεων, αλλά όχι απόλυτη) σημαίνει ξεφεύγω, τα γαμάω όλα, πχ το ελληνικό "βγήκαμε για μια μπύρα και ξεφύγαμε" αποδίδεται πολύ καλά απ' το "on est sortis pour une bière est on est partis en couilles". απαντά με την ίδια σημασία ως "partir en tests" όπου tests<testicules, οι όρχεις, αλλά στο κομμέ.

#24
vikar

Αυτό το "στο κομμέ" ειναι που έχω στο πρόχειρο εδώ και καιρό... Τό 'χει και κάνας άλλος; Εμπρόθετες φράσεις που λειτουργούν επιρρηματικά;

#25
jesus

ε, κ αν δεν είναι μπίτι τούμπανο, ανέβασέ το κ το συζητάμε στο χαλαρό εκεί ;)

#26
Khan

Κι άλλος σλανγιωτατισμός:

ομαδογαμία = παρτούζα.

Δίνει κάποια χτυπήματα στον γούγλη.

#27
Khan

Πρόσφατο βιβλίο, το Πιπέρι στο Στόμα αναλύει το φαινόμενο του ορθοφημισμού, που έχει κάποια σχέση με αυτό που ονομάσαμε εδώ σλανγιωτατισμό. Βλ. σημείωμα του Νίκου Σαραντάκου.

#28
soulto

Το έβαλα κι εδώ.

#29
xalikoutis

@khan, ακριβώς, ο σλανγιωτατισμός - να το κάνω όχι απλώς νιανιά αλλά λιαλιά, πορτμαντώ-το-λένε-αυτό λολοπαίγνιο-λεξιπλάσία σλανγκ + (σοφο)λογιωτατισμού - έχει σχέση με τον ορθοφημισμό όπως το λένε οι γλωσσολόγες. Είναι μια υπο-περίπτωσή του, ιδιαίτερη, η οποία διαφοροποιείται ως προς τη διάθεση του ομιλητή, την εστιάση του, όταν εν γνώσει του ή ακόμα καυλύτερα χωρίς να το γνωρίζει, χρησιμοποιεί την λόγια (επιστημονική, ιατρική κ.λπ.) λέξη προκειμένου να τονίσει αντί να απαλύνει το περιεχόμενο κείνου που λέει. Πιστός στο πνεύμα της σλανγκ κατ/ονόμασα κυρίως - κυρίως, γιατί παρασύρθηκα κάπως στα σχόλια - αυτήν την ιδιαίτερη υποπερίπτωση ορθοφημισμού, χωρίς να γνωρίζω βέβαια ότι υπήρχε (;) ο όρος ορθοφημισμός, επειδή αυτή η μορφή συνδυάζε και ένα σλανγκοφερές λεξιλογικό φαινόμενο με μια σλανγκ γλωσσική διάθεση (να μειώσεις, να προσβάλεις κ.λπ.). Ο σκέτος ορθοφημισμός μπορεί να είναι "ουδέτερος" και αυτός ακριβώς συγγενεύει με τις ελληνικούρες ή την γλωσσική επίδειξη/κάλυψη τύπου Ζουράρι, η οποία βέβαια όταν είναι επιτυχήμενη είναι πράγματι ηχηρή και δηκτικότατη. Θα διαβάσω το Πιπερι στο Στόμα και θα δω αν υπάρχει ειδικός όρος, ή αν συζητείται κάτι σαν τον σλανγιωτατισμό, δηλαδή ένα είδος ακούσιου ή εκούσιου ορθοφημισμού με δυσφημιστική διάθεση του ομίλητη. Θα πρέπει ίσως το λοιπόν να διακρίνουμε σε ορθοφημισμό α και ορθοφημισμό β ή, ας μοι/μη επιτραπεί, β-ορθοφημισμό (=σλανγιωτατισμό). (Το α και το β όχι από τους αορίστους, αλλά από τα a και b elements ενός ψυχαναλυτή).

@Mods: όταν είχα γράψει το λήμμα δεν είχα γράψει στην πρώτη πργρφ σλανγκοποίηση αλλά σλανγιοποίηση, σε ένα brainstorming λογοπαιγνίων, που αν και της πλάκας, θα ήταν καλό να έμενε ως είχε. Γίνεται να αλλάξει στο όπως ήταν;