#1
iron

in εξοστρακίζομαι

Ποίος λοιπόν πταίει; Το ρεβόλβερ, φυσικά, όπως προσπάθησε ν’ αποδείξη ο δικηγόρος του κ. Μπονκούρ, βουλευτής και σοσιαλιστής Ηρακλής των εκατομμυριούχων. Και αληθινά μας έπεισε. Αν το ρεβόλβερ δεν επενέβαινεν αυτοβούλως, έγκλημα δεν θα εγίνετο. Αλλ’ η εποχή μας πολύ ρεαλιστική, ούτε δικάζει ούτε καταδικάζει τους αψύχους φονείς. Οι αρχαίοι Αθηναίοι, όπως και ο Μεσαίων μέχρις ακόμη Λουδοβίκου ΙΔ΄, κατεδίκαζαν τις πέτρες, τις κεραμίδες, τα μαχαίρια και τα ρεβόλβερ (εάν υπήρχαν) τουλάχιστον εις υπερωρίαν. Πολύ περισσότερον εύθικτοι οι παλαιοί εκείνοι εις την αξιοπρεπή εμφάνισιν της δικαιοσύνης των εύρισκαν τουλάχιστον ένα τύπον να σώζη τα προσχήματα. Ενώ τώρα ο κ. Λανσέλ ηθωώθη, αλλά το ρεβόλβερ δεν έλαβε καμμίαν ποινήν.

Κ. Βάρναλης, άρθρο στην εφημερίδα "Πρόοδος" με τον υπέρτιτλο Παρισινά γράμματα και τον υπότιτλο "Πώς ηθωώθη ο κ. Λανσέλ", 1/08/1926.

Τη λέξη την είχα βάλει και στα παραδείγματα εδώ, αλλά δεν το ανέφερα για να μη με λέτε χαρβαλόστομο.

#3
vikar

in εσωτερική δάσυνση

Απ' τα πρώτα παραδείγματα του φαινομένου που θυμάμαι στο σάιτ, στα σχόλια αυτού του κλασικού λημματογραφημένου.

Ωραίοζ ο τζίζαζ.

#4
jesus

in εσωτερική δάσυνση

τι να σε πω, από κυπρίους δεν κατέχω κ πολύ. κακώς δλδ αλλά τι να κάνουμε.

#5
Khan

in πορδορούφας

Πολύ ενδιαφέρων και γλαφυρός ορισμός, όντως!

Να συμπληρώσω ότι ως πορδορούφης μπορεί να χαρακτηριστεί και κάποιος που ρουφάει πορδές άλλων, οπότε είναι κάτι σαν κωλογλείφτης, ορντινάντσα, φιλιππινέζα, κόλακας κ.τ.ό. Ο ορισμός του πορδορούφας από το Πονηρόσκυλο πάει νομίζω προς αυτή την κατεύθυνση, όπως και τα δύο παραδείγματα που βρίσκω στον γούγλη, βασικά το πρώτο, γιατί το δεύτερο είναι μάλλον ένας γενικός αυτοσιχτιριστικός χαρακτηρισμός.

  1. Εξακολουθείς βρε ηλίθιε να είσαι σφουγγοκωλάριος και πορδορούφης του Καρακωλοτούμπα. Στο έχω ξαναπεί ότι ο τύπος είναι ένας τιποτένιος εμποράκος που τον ενδιαφέρει μόνο η προσωπική του άνοδος. (Εδώ).
  2. Είμαι ένα σταλινικό απόβρασμα! Ένα αναρχοσίχαμα! Ένα ξέρασμα του προλεταριάτου που εκπροσωπώ το χώρο του κουμουνισμού & της αριστεράς! Μια χλέπα του ελέους! Ένας πορδορούφης της Αντιφά! Ένα χοντρολιπαρδιάρικο, αγύμναστο, άπλυτο, σπυριάρικο, ψειριασμένο, αλβανοπακιστανοβουλγαροαφγανικό, έκτρωμα! (Εδώ).

Από την άλλη, για το ρούφηγμα της πορδής προς τα πίσω βλ. και κλανορούφι.

#6
vikar

in ντιτζέης

Σά να ψιλοκυκλοφορεί και το δισκοβάλτης (χτυπάει και στο γκούγκλ).

#7
Galadriel

in εσωτερική δάσυνση

Αυτό το h το ακούω πολύ στα Κυπριακά, ως και Χ ένα πράμα. Η Κύπρια φιλόλογός μου της μιλούσε για την πτhώση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με τόσο έντονο αυτό το h, που τα σκατόπαιδα την φώναζαν "κα ΠτXώση" όταν δεν άκουγε.

#8
Galadriel

in πορδορούφας

Κατά τα λοιπά μ' άρεσε ο ορισμός σου, λιτός, απέριττος, δωρικός, άντε και σε άλλα (αλλά το παράδειγμα να έχει το λήμμα).

Και απλούστερα, "κάνω συκώτι".

Από τσατ:
- χαχχαχχχαχα
- Ωχ μαλάκα, συκώτι έκανα

Ευχαριστώ Χάνκοντα (και σόρυ για τη ζημιά). Τη σαραντακοκαταγραφή πάντως δεν την είδα, όσο κοίταξα, στο νέτι.

#11
patsis

in τερματοτύφλακας

Δεν ξέρω για μπαμπαδίστικο, αλλά το θυμάμαι σαν παιδικό χιούμορ (όταν παίζαμε μπάλα).

#12
Khan

in κάνω τον Μοσκιό

Μπράβο! Και μείον ένα στο Πρόχειρό μου.

Εδώ ο Νίκος Σαραντάκος έχει μαζέψει παρόμοιες εκφράσεις με χρήση επωνύμων πραγματικών προσώπων που έχουν καταστεί τυπολογικά ή σχεδόν. Είναι από τα ελάχιστα που έλειπαν στο σλανγκρ.

#13
patsis

in πορδορούφας

Το λήμμα δεν συμπεριλαμβάνεται στο παράδειγμα. Στείλε αν θέλεις μια αναφορά για να τροποποιηθεί.

#14
jesus

in κορωνίζω

μου φαίνεται ενδιαφέρον, αν νομίζεις ότι αξίζει χωσ' το.

#15
jesus

in εσωτερική δάσυνση

ναι, αλλά γράφονται με φήτα.

#16
dryhammer

in κορωνίζω

Έτσι το λέγαμε στη γειτονιά μου...

κ έλληνες το ακούνε, σε δγιαβεβαιώ. Αλλά η φάκα κ η φυσαλίδα δεν έχουν -π-, αμάν πχιά :-Ρ

#18
jesus

in κορωνίζω

το "Κορώνα γιά λεφτά" δικό σου ή έπαιζε γενικά;

#19
jesus

in εσωτερική δάσυνση

πολλοί ξένοι ακούνε ένα -χ- (κανονικό, όχι της δασείας) ανάμεσα στο π κ το ι σε λέξεις όπως πια, πιάνω, φάκα, φυσαλίδα ή ανάμεσα σε τ κ ι, πχ τιάρα (εκτός όταν τα προφέρεις αλά μέρυ λίντα) κτλ. ξέρω πχ έναν σέρβο ο οποίος ξερει πολύ λίγα ελληνικά, αλλά ξέρει να γράφει, κ το έχω παρατηρήσει. οπότε νομίζω ότι έχει να κάνει παραπάνω μ' αυτό παρά με την τεχνητή δάσυνση που περιγράφω.

ρεσπέκς προς πάσα κατεύθυνση ένιγουέι.

#20
iron

in ποτούλης

άρα;

#21
vikar

in φύγε ρε!

Ξέχασα να πώ, το λέν κι οι γερμανοί το φύγε μ' αυτή τη σημασία, όπως και το έλα, σε φάση komm, echt jetzt?... ach, geh! kann nicht sein... (δείτε πιχί εδώ)

#22
vikar

in ποτούλης

Κι εγώ τα ίδια με τον τζίζα, πάντως τέτοια σχήματα λόγου κάνουν συχνά αλλαξοκωλιές, είτε εσκεμμένα (πιχί, ο ομιλητής να θέλει να συγχύσει ναρκωτικά με ξίδια), είτε απλά επειδή πρόκειται για ρευστά σχήματα έτσι κι αλλιώς.

#23
Galadriel

in εσωτερική δάσυνση

Εξ ου και πχιόττα.

#24
kits0s

in εσωτερική δάσυνση

Πhωω ρε φίλε..

#25
Khan

in εσωτερική δάσυνση

Πρβλ. και το φαινόμενο της εσωτερικής αύξησης, όπως στο πελούσιος- πελούσια.

#26
dryhammer

in ποτούλης

Τα ίδια με τον Ιησού (σχ. 1)

Με ειδοποιούν από το κοντρόλ οτι υπήρχε ήδη ως Τσαμπιολής. Φτου γμτ.

#29
ΣτοΔγιαλοΧτηνος

in φακλάνα

Fax = δάδα. Κοίτα ρε εξέλιξη οι φρυκτωρίες :-)

#30
Khan

in φακλάνα

Σε αυτήν την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη βρίσκω δύο πολύ ενδιαφέρουσες πληροφορίες:

"Η λ. φακλάνα ‘πόρνη, άσχημη και παχύσαρκη γυναίκα, γυναίκα με χυδαία εμφάνιση και συμπεριφορά’, την οποία κυθήριοι πληροφορητές επιβεβαίωσαν ότι γνωρίζουν και χρησιμοποιούν, είναι αγνώστου ετύμου σύμφωνα με το ΛΚΝ (20077 ) και ΛΝΕΓ (20083 ) 18 . Η λέξη, εντούτοις δεν είναι αμάρτυρη. Απαντά στην παραλλαγή D της έντυπης βενετικής έκδοσης (ανατύπωση 1553) του Σπανού, του γνωστού ανώνυμου βωμολοχικού έργου του 14ου -15ου αι.: «Ἡμεῖς, ὅ τε παπὰ–Φιλίσκος ἀπὸ τοὺς Φιλίππους ἔτι δὲ καὶ <ἡ> κυρὰ Κουμμερτικίνα ἡ Κατσικοπορδοὺ ἀπὸ τὴν Ἀσφάμιαν, παπαδία του, παραδίδομεν εἰς τὸν γαμβρὸν ἡμῶν κὺρ Λέοντα τὸν Κατσαρέλην ἀπὸ τὴν Πέργαμον τὴν γνήσιαν ἡμῶν καὶ φιλτάτην θυγατέρα ὀνόματι Φακλάνα» Σπαν. (Eideneier)1681. Στο κείμενο του Σπανού απαντούν και ομόρριζοι σχηματισμοί, σύνθετοι και παράγωγοι, όπως φακλανάτος, φακλανίζω, φακλανοπορδοτσουφάτος κ.ά. Όλες οι παραπάνω τύποι αποτελούν κατασκευασμένο υβριστικό λεξιλόγιο που αφορά σωματικές ανθρώπινες ανάγκες. Η Φακλάνα ήταν το λογοτεχνικό όνομα μιας βδελυρής στην εμφάνιση και στη συμπεριφορά γυναίκας που πιθανόν προέκυψε από τη σύμφυρση των ρηματικών θεμάτων φά(ω) + κλάν(ω) + με κλιτικό επίθημα -α."

Αλλού στην ίδια μελέτη:

"η κυθηραϊκή λέξη φαγκλί ‘φανάρι με το οποίο οι κυνηγοί τη νύχτα κυνηγούν ορτύκια’ καταγράφεται στον Κόμη (1995). Η λέξη μάλιστα απαντά και σε αρκετά μεγάλο αριθμό παραγώγων και συνθέτων, όπως φαγκλάτορας ‘κυνηγός με φαγκλί’, φαγκλιάζω ‘θαμπώνω τα ορτύκια με το φως του φαγκλιού’, φαγκλοφάναρο, φαγκλώνω ‘ετοιμάζω το φαγκλί’. Σύμφωνα με το αρχείο του ΚΕΝΔΙ, η λέξη έχει ευρύτατη γεωγραφική κατανομή, από την Ανατολική Θράκη μέχρι την Κρήτη, κυρίως υπό τον τύπο φάκλα και φακλί και με τις σημασίες ‘φλόγα, λάμψη, δάδα, μεγάλη ζέστη, πυροφάνι’. Ο Πιτυκάκης (1971) την ετυμολογεί πιθανόν από το φάω ‘λάμπω’ + -κλα, επίθημα που όμως δεν μαρτυρείται στο ιδίωμα, ενώ το μαρτυρούμενο επίθημα -άκλα έχει μεγεθυντική σημασία. Ενδιαφέρον πάντως έχει ότι η λέξη εντοπίζεται και σε βαλκανικές γλώσσες, βλ. τη ρουμανική λέξη faclie και τη βουλγαρική faklija με σημασία ‘πυρσός, λαμπάδα’. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό facula ‘μικρή δάδα’, υποκοριστικό του ουσιαστικού fax ‘δάδα’, ετυμολογία στην οποία φτάσαμε με τη βοήθεια παλαιότερων λεξικογραφικών εργασιών: ο Γαζής (1835-1837) στο λήμμα σχίζα δίνει ως ερμήνευμα «λέγεται ἔτι καὶ τὸ λεπτῶς ἐσχισμένον ξύλον, τὸ ὁποῖον μεταχειρίζονται ἀντὶ κηροῦ ἢ λύχνου οἱ χωρικοί, φάκλα, λαμπάς». Η λέξη απαντά επίσης και σε ακόμη παλαιότερες λεξικογραφικές εργασίες, όπως στον DuCange στο λήμμα φάκλη (facula). Πέρα όμως από τα ίδια τα λεξικά, και η αρθρογραφία επιβεβαιώνει την ετυμολογία της: ο Κουκουλές (1952: 373) συνδέει ετυμολογικώς τη φάκλα (faculafacla) με το φαγκλί που δηλώνει «τὴν ἐσχάραν, ἐφ’ ἧς κατὰ τὸ κυνήγιον τῶν ὀρτυκίων ἀνάπτουσι πρὸς φωτισμὸν ξύλα».