#1
patsis

in φύγε ρε!

Με την ίδια σημασία και χρήση λέγεται το "α γαμήσου!". Στα αγγλοαμερικανικά είναι πολύ συνηθισμένο το "get outta here!"

#2
Khan

in μπιντιεσεμικός

ΥΓ. Απλώς για αποφυγή παρεξηγήσεων, το θέμα δεν είναι προσωπικό, αν εγώ ή κάποιος άλλος μπορεί να γράφει χωρίς κάποιον άλλο, το θέμα είναι ο τρόπος λειτουργίας του σάιτ. Έδωσες κάποιες απαντήσεις με τα λινκς, τις οποίες νομίζω ότι μπορεί ο κάθε χρήστης να κρίνει μόνος του. Από εκεί και πέρα δεν υπάρχει λόγος για συζήτηση ούτε αν "βρεθούμε από κοντά" (για ποιο λόγο να βρεθούμε;), ούτε ονλάιν, αφού, όπως είπα, δεν είναι προσωπικό το θέμα.

Και πάλι αντεύχομαι καλή συνέχεια.

#3
Khan

in μπιντιεσεμικός

Επίσης καλή συνέχεια.

#4
vikar

in μπιντιεσεμικός

Αυτό που ζητείται από τους χρήστες να γράψουν μαζοχιστικά λήμματα λίγο μετά το μπανάρισμα (στα μουγκά, χωρίς καμία δημόσια διαβούλευση ή έστω επεξήγηση) σημαντικότατου χρήστη, τι φάση; Ινσέψιο;

Όχι Χάν, εγώ τουλάχιστον δέν το εννοούσα ως «ινσέψιο».

Επίσης: το μπανάρισμα δέν έγινε στα μουγκά και υπήρξε επεξήγηση, τα οποία φάνηκαν στη δραστηριότητα (μπορεί όποιος θέλει ακόμα να το τσεκάρει για γρήγορα στη δραστηριότητα αυτού εδώ του ψευδομέλους). Το μόνο απ' τα επάνω στο οποίο τελικά έχεις δίκιο, είναι οτι έγινε χωρίς δημόσια διαβούλευση.

Και όντως. Όπως και για κανένα απ' τα προηγούμενα μπαναρίσματα δεν έγινε δημόσια διαβούλευση.

Τώρα άν εσύ θεωρείς μαζοχισμό να συνεχίσεις να γράφεις στο σάιτ χωρίς τον Βράσταμαν, αυτό ειναι ασφαλώς δικό σου ζήτημα, το οποίο δέν μ' ενδιαφέρει και ούτε και μου πέφτει βέβαια λόγος να συζητήσω ονλάιν -άν με το καλό βρεθούμε απο κοντά, άλλο θέμα.

Καλή συνέχεια.

#5
Khan

in μπιντιεσεμικός

Αυτό που ζητείται από τους χρήστες να γράψουν μαζοχιστικά λήμματα λίγο μετά το μπανάρισμα (στα μουγκά, χωρίς καμία δημόσια διαβούλευση ή έστω επεξήγηση) σημαντικότατου χρήστη, τι φάση; Ινσέψιο; Γιατί θα πρέπει πραγματικά να είναι μαζοχιστής κανείς για να συνεχίζει να γράφει σε ένα σάιτ που μπανάρει τα καλύτερα μέλη του.

Επίσης "φουλ κομπλέ κομπινεζόν", το άκουγα παλιότερα από αυτοκινητόβιους.

#7
vikar

in μπιντιεσεμικός

Τελικά ουδείς εφιλοτιμήθη απο τους μπιντιεσεμίτες, έτσι δεν είναι;... Οπότε πέφτει ο κλήρος στους γενναίους... (τα Κ και υ στο δημόσιο πρόχειρο σά να λέμε)

πατλάκες καί στη δράμα. το φαρφακιόλοι επιβεβαιώνεται.

τα πατλάκια μάλλον < τουρκ. patlamak = εκρήγνυμαι.

Εις τοιαύτας χαλεπάς στιγμάς ΑΤΙΝΑΣ διέρχεται το έθνος, ουτε γιατροί γιατρεύουνε ουτ' άγιοι βοηθούνε...

[το α' μέρος απο Χ.Κλυνν, το β' παροιμία]

#11
dryhammer

in λείξουρος

Όταν το άκουγα (στα '80ς) από Νιγριτνιά νόμιζα οτι είναι απο το λιγούρα ή το λιγεύω/λιγώνω γιατί μου ταίριαζε με τα συμφραζόμενα.

#12
dryhammer

in από τα Λιντλ

Πρόλαβα (στα 80ς) και το Καπάνι και την έκφραση...

Συνώνυμα του ορισμού, απο τους γύφτους, τους κινέζους (κλπ κλπ μέχρι τοπωνύμια) ανάλογα την περιοχή και την εποχή

#13
dryhammer

in ντιτζέης

Θυμήθηκα που τους Jokers της τράπουλας τους λέγαμε τζόκει

#14
xalikoutis

in κόβω φτερό

Πολύ ενδιαφέρον. Γιατί να λέγεται έτσι; Βλ. και ξετσουπίζω, ξετσουτσουνεύω, ξετζανώνω, και λιγάκι και το εμαγκεψάμην

#15
xalikoutis

in μανικουλές

μαλιχουλές, στο 1:30, 2:57

Σωστός ο Δον. Εδώ, σχόλια 170-171.

#17
xalikoutis

in λείξουρος

προφ, συνήθως προέτρεπαν ένα πολύ μικρό παιδάκι να προκαλέσει, κάνοντας το λείξη, μεγαλύτερο παιδάκι που θα ζήλευε μεν αλλά δεν θα παρεκτρεπόταν ή δε πληγωνόταν ιδιαίτερα και προφάνουσλυ μετά από το σχετικό καλαμπούρι με το μικρό παιδάκι που έκανε το μεγαλύτερο να ζηλέψει, έδιναν και στο μεγαλύτερο από τη λιχουδιά. Χωρίς όμως επίβλεψη ενήλικα τα παιδάκια που είχαν μάθει το κόλπο έκαναν το λείξη το ένα στο άλλο ασύστολα και αφορολόγητα με αποτέλεσμα να τσακώνονται.

#18
xalikoutis

in λείξουρος

Στην Κρήτη λέ(γα)νε το εξής στα μικρά παιδάκια: "κάνε (του) το λέιξη", δηλαδή, κάν' τον να ζηλέψει με τη λιχουδιά που σου έδωσα, και τα προέτρεπαν να κάνουν το ένα στο άλλο μια χειρονομία με το δείκτη του ενός χεριού να "βιδώνει" στην παλάμη του άλλου χεριού (όπως στο "ζήλεια-ψώρα"). Ακούγεται αντιπαιδαγωγικό, αλλά ίσως με αυτόν τον τρόπο ήθελαν να μάθουν στα παιδάκια να εκτιμούν αυτό που τους είχε δωθεί ως κάτι εκλεκτό - προκαλώντας, δηλαδή, μια αντίδραση ζήλειας από το άλλο παιδί! Επίσης, επειδή ήταν κοροϊδευτική χειρονομία, τα παιδάκια καμιά φορά μυξοκλαίγανε επειδής κάποιο άλλο τους έκανε το λείξη, δηλαδή, έπαιζε με τον πόνο τους που δεν είχαν αυτό που εκείνο είχε και δεν το μοιραζόταν.

#19
Cunning Linguist

in γιώτα φεύγα

">http://luben.tv/blogosphere/blogs/58337

Κλιτεμ ν' αφήσεις το μαγαζί μου ήσυχο και να γράψεις το λήμμα με την τοποθέτηση των ποδαργιώνε, άντε :-)

#21
jesus

in μυτηλίκια, μυτηλάκια

*θύμισε

#22
jesus

in μυτηλίκια, μυτηλάκια

στείλε αναφορά τότε (αν δεν έστειλες).

όντως, αυτό μου θύμησε.

#23
jesus

in μυτηλίκια, μυτηλάκια

"όταν το προχθές γίνεται προψές, γιατί κανείς δεν ξέρει το προτσές".

χεσούς, το ποδαράκια ειναι συνωνυμο των γκελακια-μυτηλακια-τσιλικακια.
το θυμηθηκα οταν ηταν πλεον αργα για εντιτ.

[δικτατορισσα]
χτήνε, εχεις επιβαλει ποσοστωση 50% στα σχολια του λημματος. αν ξαναφησεις σχολιο θα σου διαλυσω το πατσατζιδικο!
[/δικτατορισσα]

( τζηζ, βάστα το στα υπόψη για όνομα μαγαζιού αν ποτέ ανοίξουμε κάνα μαρξιστικό πατσατζήδικο).

Klitem, σόρυ που σου γαμήσαμε το λήμμα :-)

προτσές και ποδαράκια.

#27
iron

in θεούσα

γαλλιστί: grenouille de bénitier (βατράχι του αγιαστηρίου)

γαλλιστί: gauche caviar (παλιά παριζιάνικη έκφραση)

#29
donmhtsos

in κάγκλα

Η γάγκλα και η πιθανή ετυμολογία της "Γάγκλα ή γάγκλα, είναι η καμπύλη, η κύρτωση, η στροφή δρόμου. Το αρχαίο ουσιαστικό ζάγκλον που σημαίνει δρεπάνι, αναλύεται στο επιτατικό ζα- (όπως στο ζάπλουτος), στο θέμα αγκ, που σημαίνει κάμπτω (αγκ-ύλη, άγκ-υρα) και στο καταληκτικό επίθεμα -ον. Αλλά υπάρχει και μεταγενέστερος τύπος δάγκλον (πβ. το ησυχιανό «δάγκλον, δρέπανον» ). Από τους τύπους αυτούς, ζάγκλον και δάγκλον, παράγονται αντίστοιχα οι λέξεις ζάγκλα και δάγκλα, που σημαίνουν αυτή που είναι δρεπανοειδής" (από εδώ) μας δίνουν και την πιθανή ετυμολογία της κάγκλας, λόγω του ότι οι δύο λέξεις είναι σχεδόν ταυτόσημες.

#30
jesus

in μυτηλίκια, μυτηλάκια

ωπ ναι, το ποδαράκι κάτι μου λέει. ή ποδαράκια;