Πάντως στη Θεσσαλία που ήταν τόπος έντονης ληστρικής δράσης υπάρχει το σύνηθες επώνυμο Κοσπεντάρης. Σκέφτομαι μπας κι είχε να κάνει με τπτ πιθανή ημερήσια αμοιβή των χωροφυλάκων, λέμε τώρα... Στην ίδια πηγή βρήκα κ τον όρο "σταυρωτήδες" που λέει στο α' παράδειγμα σε καθαρευουσιάνικο ρεπορτάζ εποχής.
Το είχα ακούσει κι εγώ πως τους αποκαλούσαν κι έτσι (ή και εικοσιπενταράκια) παλιά, αλλά κανείς δεν ήξερε να μου πεί το έτυμο
Να υποθέσω οτι βγαίνει από το χαητζίκι (που είναι κάτι σαν το χαϊλίκι, ή το "η" παραπέμπει στο χάος;)
Έχει πολλά λάθη και ανακρίβειες το κείμενο. Με τον θάνατό του, τον Απρίλιο του 2017, ο χανιώτικος ιστότοπος Ζάρπα κυκλοφόρησε ορισμένες πληροφορίες που δε γνώριζα (αν και ήξερα ότι ήταν υποψήφιος σε βουλευτικές και όχι σε δημοτικές εκλογές και είχα ακούσει ότι τρόλλαρε και όχι ότι ήταν -sic- "καθυστερημένος"). Ας σημειωθεί, ότι ως υποψήφιος είχε κυκλοφορήσει το επικό σύνθημα "για να φας ψωμάκι και τυράκι, ψήφισε τον Τιρτιράκη".
Το κείμενο μπορείτε να το βρείτε εδώ: http://www.zarpanews.gr/%CF%87%CE%B1%CE%BD%CE%B9%CE%AC-%CF%80%CE%AD%CE%B8%CE%B1%CE%BD%CE%B5-%CE%BF-%CF%87%CF%81%CE%AE%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%82-%CF%84%CF%85%CF%81%CF%84%CE%B9%CF%81%CE%AC%CE%BA%CE%B7%CF%82/
Σωστά! Αναφέρομαι σε λέξη που συχνά λέγεται, στα χωριά της Σητείας στο Λασίθι Κρήτης.
Το (μόνιμο) ερώτημα: Περιοχή;
Το (μόνιμο) ερώτημα: Περιοχή;
Η αυθεντική έκφραση είναι "γιούργια στον ταβά [...]".
Ο ταβάς είναι ένα μεγάλο, ρηχό ταψί που χρησιμοποιείται από τους φουρνάρηδες για πολλά αρτοσκευάσματα (<τουρκ. tava = ταψί).
Με απλά λόγια "ορμάτε στο ταψί, ρε!"
Το "ταβλάς" είναι λάθος, μάλλον από σύγχυση με την τάβλα (επίπεδη επιφάνεια, τραπέζι).
Τοὺς πσεκάζουν μὲ φλωρίνη.
ΣΗΜ. Ὡς γνωστὸν, τὸ Φλώριον* δὲν συμεριλαμβάνεται στὰ χημικὰ ὅπλα ποὺ ἀπαγορεύει ἡ συνθήκη τῆς Γενεύης.
*Φλώριον: Ἀγγλιστὶ Florine, χημικὸ σύμβολο Fl.
φίλινγκ (μάζεμα φύλλων)
Επειδή δεν αναφέρεται από πού βγαίνει κι επειδή διαβάζουν και γυναίκες:
Προέρχεται απ’ το “λελέ”, εκ του “απολελέ και τρελελέ”, εξ ου και το απολυόχαρτο αποκαλείται και λελεδόχαρτο. Ακόμη ένα δείγμα της παλαιότητας ενός φαντάρου, μαζί με το ξεσκισμένο χιτώνιο, το ξεβαμμένο καπέλο και το κενό βλέμμα απελπισίας και βαρεμάρας.
Παράδειγμα χρήσης: “Δεν σε ακούω ψαρά, τώρα ακούω τα λελεδόνια”.
Το όπιο των λαών -σε πολύ πιο κυριλέ φάση- και τα παραφερνάλιά του
(21 φώτοζ)
Και στα ποδανά:
από το φβ
Εδώ ο ελληνάκος προσκύνησε τσόφλια βαρουφάκηδες, ζωές, κατρούγκαλους και το κακό συναπάντημα και δε θα προσκυνήσει κάστανα; έλα σε πρκλ πολύ. (εδώ)
Ὁ κόσμος χάνεται κι αὐτοὶ δὲν τρέχει κάστανο!
Οι "βάρβαροι" που "τρώγανε βελανίδια", θα βλέπουν τους Έλληνες που προσκυνάνε κάστανα και θα κλαίνε.
Πηγή εδώ
Σύμφωνα μὲ τὴ Βίκη "είχε το όνομα μπράσκα στο Βόλο". Τὸ γκοὺκγλ δίνει τὴ μπράσκα ὡς εἶδος βατράχου. Ἡ μπράσκα, στὴ σλανγκικὴ ἐκδοχή της, σημαίνει Κάποια πολύ χοντρή ή κάποια που πίνει πολύ. ἤ μεταφορικά η φουσκωτή κοιλιά.
Είναι μια ιστορία που έχει τα πάντα: συνδικαλίλα, αρχαιολαγνεία, ψεκασμένο εθνικισμό, πολιτική εργαλειοποίηση νεκρών, ιδεοληψία, παπάδες, ελληνικό ήλιο, νεοελληνικό κιτς, ελληνική αριστερή μυθολογία, απ’ όλα έχει, αλλά το πιο σημαντικό είναι αυτό που δεν έχει: Ούτε ένα μόριο λογικής. Ούτε ψήγμα. Ούτε μια υποψία. Είναι γελοία πέρα ως πέρα.
Πηγή εδώ
Δεν θα έλεγα ότι παραπέμπει τόσο στο "χαιλίκι", ταιριάζει πιο πολύ στη χαζομάρα κάποιου που πιθανότατα βαριέται και σκέφτεται άκυρα πράγματα που δεν βγάζουν νόημα.