Αντίθετα με τη σύγχρονη (δικαιολογημένη εν προκειμένω) κορεκτίλα, ο Μέγας Ανατολικός γέμει παιδεραστίας. Ο ιδανικός καυλάγγελος του Εμπειρίκου είναι κορασίς 8 έως 12 ετών συνήθως.
Έχεις δίκιο. Νομίζω ότι στο ίδιο το corpus του Εμπειρίκου υπάρχει κι άλλες φορές το μεγαλοψώλων (δεν είμαι σίγουρος θα το τσεκάρω) αλλά (υποθέτω) όχι εκτός αυτού. Η αρχική μου σκέψη ήταν να κάνω λήμμα- ομπρέλα με τα εμπειρίκεια λήμματα, αλλά μετά παρασύρθηκα, ίσως να κάνουμε έναν συνδυασμό των δύο, να βάλει ο Σφυρίζων τα λήμματα όπως έχει αρχίσει, που εξάλλου έχει βάλει λήμματα που υπάρχουν και εκτός Εμπειρίκου (άλλες φορές κατ΄ επίδρασίν του, άλλες φορές όχι) και στο τέλος να κάνω κι εγώ μια ομπρέλα με τους όρους που δεν (φαίνονται να) υπάρχουν εκτός.
Σημειωτέον ότι το ψώλων υπάρχει στην αρχαία γραμματεία και σημαίνει τον ψωλαρά. Υποθέτω ότι από εκεί το αντλεί ο εγκρατής της αρχαίας γραμματείας τε και έγκαυλος ποιητής. Βλ. λ.χ. το Liddel-Scott. Συνώνυμο: πόσθων.
Στος! Βλ. και δώσε κώλο στον ρουφιάνο!
Αυτά τα λήμματα από κείμενα του Εμπειρίκου λέγονται σε (οποιαδήποτε) άλλα συμφραζόμενα; Χωρίς να αποτελούν παραπομπή, ευθεία ή έστω κάπως έμμεση, στα κείμενα αυτά; Το συγκεκριμένο, εγώ προσωπικά τουλάχιστον, δεν το έχω ακούσει και η αναζήτηση στο google, στο bing και στο yahoo δεν επιστρέφει απολύτως τίποτε άλλο πλην του «Μεγάλου Ανατολικού», ούτε καν παραφράσεις του και άλλους τύπους. Άλλωστε και ο ορισμός, αν τον καταλαβαίνω καλά, δεν προτείνει κάποια άλλη χρήση του.
Βλέπε και τον εκάτερο ορισμό, όπου βασίζεται περισσότερο στην έννοια της χωματερής.
Προέρχεται από το τούρκικο havuz που σημαίνει πισίνα. Σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη και για την χωματερή (πιθανόν να σημαίνει λάκκος) εξού και η αρνητική έννοια στα ελληνικά.
Κάτι δηλαδή σαν το «μεγαλοδύναμος» που λένε γιαγιούμπες αλλά σε εμπειρίκεια εκδοχή.
Σπεκ!
Ακολουθώ τον φίλτατο Σφυρίζοντα στην αποδελτίωση του σλανγιωτάτου Ανδρέου του Εμπειρίκου.
Ας ληφθεί υπ' όψη το ενδεχόμενο μήπως δεν είναι μόνον εμπειρικιά, αλλά ευρύτερη σλανγκιά προερχόμενη από λατινογενείς γλώσσες όπου λέγεται όντως έτσι λ.χ. puta, pute κ.τ.ό.
Καλά, θα βάλω την αγγελομούνα, αλλά συνέχισε κι εσύ.
Βλ. και κάθυστερ - καθυστέρα.
μο(υ)νοπώλιο
Khan, ανέβαζε κι εσύ εμπειρικισμούς αν θες, δεν το μο(υ)νοπώκιο!
Εύγε! Άγγιξες την πιο χαρακτηριστική εμπειρίκειο λέξη. Συνώνυμα: καυλάγγελος, αγγελομούνα.
Παίζει και στον «Μάγα Ανατολικό» του Εμπιερίκου.
btw, αναρωτιέμαι συχνά γιατί στο όνομα «Σπάρτη» επικράτησε η εκδοχή της Ιωνικής διαλλέκτου και δεν λέμε πια «Σπάρτα» ενώ στο όνομα «Αθήνα» επικράτησε αυτή της Δωρικής και δεν λέμε πια «Αθήνη». Πολύ αρχαία αλλαξοκωλιά μου ακούγεται, ξέρει κανείς να με διαφωτίσει;
Επίσης η εξής αναφορά:
«Φούντωσέ τονε το μάπα,
να φουμάρει (καλέ μου) η μαυρομάτα».
Είναι το ρεφραίν του «Μες του Ζαμπίκου τον ντεκε» με τη Ρόζα Εσκενάζη αυτή τη φορά. (Ξάδερφη της Ρίτας Αμπατζή), νομίζω.
Και νά και το κείμενο του Χριστιανόπουλου (κόψε-ράψε απο 'δώ), που αναφέρει ο ξηροσφύρης:
[I]Το ’50 τό λέγαν μινέτο. Ήταν μιά λέξη που έφερνε στο νού παραλυσίες ευρωπαϊκού τύπου. Η ηθική μου φρικιούσε και μόνο στο άκουσμά της. Οι παθητικοί το απέφευγαν γιατί το έβρισκαν λίγο εξευτελιστικό· οι ενεργητικοί το αποστρέφονταν γιατί υπέσκαπτε τον αντρισμό τους. Κυριαρχούσε ακόμη ο βιασμός.
Το ’60 τό λέγαν τσιμπούκι —μιά παραπειστική επιστροφή σε οθωμανικές ακολασίες. Οι αδερφές άρχισαν να το δέχονται σαν ένα νόστιμο μεζελίκι, και τα τεκνά ένιωθαν πιό πολύ άντρες όταν κανείς γονάτιζε μπροστά τους. Το χάλασμα είχε αρχίσει, μόνο που δε φαινόταν ακόμα.
Το ’70 τό λέγαν πίπα. Αν το τσιμπούκι γινόταν απ’ το περίσσευμα, η πίπα πλέον βόλευε το υστέρημα. Χάθηκαν οι κολομπαράδες, χιλιάδες μπάμιες μπέρδεψαν με το αλληλογλείψιμο τους ρόλους.
Ποιος ξέρει τί θ’ ακούσουμε ακόμα, τί νέα ονόματα θα υποδυθεί η αναπηρία.[/I]
Περνιέται όμως για σλανγιωτατισμός, θα έλεγα.
εδώ δεν είναι Dam σπόρε που χεις στο μυαλό σου
οι μπάτσοι χτυπάνε την πόρτα από το πατρικό σου
χειροπόδαρα σε δένουνε και που ναι ο κολλητός σου
τώρα δύο χρόνια τούφα κι όλα αυτά για το καλό σου
(ΛΕΞ - Ο κόσμος κακός)
ΥΓ. Τουτέστιν το μεγαλοψώλων είναι πλεονασμός, σαν να λέγαμε λ.χ. μεγαλοψωλαράς.