(που δεν χρήζουν)
Τέλεια! Στο τέλος μπορούμε και να ανεβάσουμε ένα λήμμαν-ομπρέλα που να περιλαμβάνει και Εμπειρικισμούς που δεν ανεξάρτητης ανάρτησης τ. «το μουνόχυμα εξήλθε εις μικρά κύματα»
Σύμφωνα με το μοντυπαϊθονικό πρότυπο, ο λαμπερσέξουαλ είναι ένας άντρας- αναχωρητής, που διεκδικεί να φύγει από την πόλη και να τα παρατήσει όλα για να γίνει άντρας, τουλάχιστον μέχρι να απο(σο)δομηθεί εκ νέου ο ανδρισμός του.
Όχι και τόσο νέος τύπος (βλ. μύδι) :-)
Σλανγκάρεστο έργο! Ακολουθώντας την προτροπή της σεβαστής Ιρονίκ έχω αρχίσει κι εγώ την αποδελτίωση, αλλά είναι τώρα εν υπνώσει στο Πρόχειρό μου, οπότε άρχισε εσύ και θα συμπληρώσω αργότερα.
Η ιδέα για το υπό εξέλιξη project αποδελτίωσης των σλανγκιών του Εμπειρίκου έπεσε πριν από χρόνια από την Ironick :-)
Το γάμησα και ψόφησε με την γραμματική μου:
Τα βραχιολάκια γεωγραφικού εντοπισμού που φοριέται στα πόδια καταδίκων και υπόδικων προκειμένου να επιτηρούνται ηλεκτρονικά από τσι αρχές οι παραθερίζοντες ή σπουδάζοντες κατάδικοι.
=>
Τα βραχιολάκια γεωγραφικού εντοπισμού που φέρουν στα πόδια τους οι παραθερίζοντες ή σπουδάζοντες κατάδικοι προκειμένου να επιτηρούνται ηλεκτρονικά από τσι αρχές.
Ντεκαφεϊνέ Red bull ινσέψιο: ο Γιωτόπουλος φορώντας δύο βραχιολάκια σε Grecotel.
!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!!
Φυσικά απλά εγώ έγραψα την εξαίρεση! Τον φοβούνταν οι γυναίκες μόνο για τη μεγάλη του ψωλή!
:)) Respect!!!
Συμφωνώ απλά στην ιδιαίτερή μου πατρίδα έχει την έννοια που έγραψα.
Και στην Πελοπόννησο το λέμε επίσης.....έχει την έννοια ισιώνω,τακτοποιώ,καταφέρνω,γίνομαι καλύτερος.....πχ
1)- Μαλάκα τι κακομαθημένο κωλοπαίδι είναι αυτός ο Γιάννης, έτσι θα φέρεται συνέχεια;
- Μην ανησυχείς , μόλις θα πάει φαντάρος και δεν θα του περνάνε τα καπρίτσια θα δείς για πότε θα σιάξει....
Συγνώμη για την αμφίβολη ορθογραφία μου, την εννούσα διττή:
Την «ανάγλυφη» έννοια του πούτσου της οποίας η πραγμάτωση μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σαν dildo για γλείψιμο.
More artistic, I thought...
Από το βενετικό mainar.
Βλ. λ.χ. εδώ:
«(μεταβ) α) αφήνω κάτι ελεύθερο, το χαλαρώνω: »μαϊνάρισε το σκοινί«, β) (μτφ.) ελέγχω, είμαι κύριος κάποιου: Καζαντζ. Καπ. Μιχ. »μα ο θαλασσινός δεν μπορούσε πια να` μαϊνάρει τη γλώσσα του« συνώνυμα: λασκάρω, κουμαντάρω
(αμτβ.) γαληνεύω, κοπάζω, ησυχάζω: »η θάλασσα μαϊνάρισε« συνώνυμα: καταλαγιάζω. 3.(ναυτ.) (στην προστακτ. ως επιφώνημα) μάινα, α) χαλάρωσε, μάζεψε: Καρκ. Λόγ. Πλ. »μάινα τα πανιά! μάινα και στίγγα πανιά«, β) σταμάτησε: »μάινα τα κουπιά«.
Από το τουρκικό bayıldım.
Στο Νέτι το βρίσκω με σημασία φεύγω, γλιτώνω ή τα χάνω και ετυμολογία < kacirdim, αόρ. τού τουρκ. ρ. kacirmak. (Ίσως συγγενές με το κατσιρμάς, κατσιρματζής;).
Ντεζά βει!
Ντεζά βυ: Ο ίδιος διάλογος είχε γίνει στο πουτσογλείφτης, που είχε γραφτεί αρχικά ως πουτσογλύφτης.
Υπάρχει ως σφουγγοκωλάριος.
Ο Λονδρέζικος αρχιδόκαμπος ένα πράμα.
Πουτσογλύφτης: όστις σμιλεύει πέοντες.
Μάλλον εννοείς πουτσογλείφτης, n'est-ce pas;
Οι πάϊθονς θα έχουν πει σχεδόν όλα!