αχαχαχαχχχχχχχχ!
Βλέπω το σημείον σου. Αλλά απατός στα Κρητικά σημαίνει εαυτός. Ακούω βέβαια μέσα του το «απόπατος» αλλά ποια είμαι εγώ, μήπως είμαι κάποια για να το αρθρώσω;
Αυτό είναι κλασική περίπτωσις σλανγιωτατισμού κατά την οποία μια λόγια, απολύτως δόκιμη ή απαρχαιωμένη λέξη αξιοποιείται σλανγκικώς, συναγέλάζεται και εναλλάσσεται με σλανγκιές ένεκα του ότι είναι ηχηρή, δυνατή και ως λέξη τίμια. Ο χρήστης της γλώσσας δεν το κάνει συνειδητά και σκόπιμα, έτσι; Απλά έτσι τού' ρθε.
Εντάσσεται στο Μαλακίας Εγκώμιον που μας έχει δώσει αρκετές εκφράσεις.
σεσί νεπά σλανγκ...
καλοβυρνιά είναι;
σεσί νεπά σλανγκ...
Κάποιοι αποκαλούν έτσι και τους Πυροσβέστες
Για να μην ξεχνάμε τον κ. Γιάννη Μασταξύνη, ο οποίος διαθέτει και Ιταλικό διαβατήριο (Sr. Giovanni Mastaccini).
Δες και εδώ.
Πολύ καλό και γιαλομικό!
Υπάρχει περίπτωση να παίζει κάτι σαν το απαυτούλης, απαυτός, αποτέτοιος κ.τ.ό., όπου εννοείται ο κώλος ως έδρα και υποκείμενο (pun intended) της προσωπικότητας;
Καταπληκτική λεξιπλασία :-)
Πολύ ενδιαφέροντα. Το 2 και το 3 βέβαια θα τα λέγαμε νατσουλισμούς αν χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Ν. Σαραντάκου.
Το είχα βάλει ως καρμιροσάκκουλος. Ας ενωθούν.
Στη Δυτική Κρήτη λέμε απόι * το αγιάζι, την πρωϊνή κυρίως ατμοσφαιρική υγρασία, η οποία λ.χ. «καίει», καταστρέφει τ' αμπέλια στα ορεινά. Το λεξικό Ξανθινάκη λέει ότι είναι από το *απώγειον. Μάλλον από κει και η απογιούρα.
Βλ. επίσης ανήκει στον Κώδικα.
Όταν παντρεύονται τους εύχονται «Ναζίσετε».
Είναι και μυθιστόρημα του Κυριάκου Αθανασιάδη.
έλα ρε που δεν τόχαμε αυτό, έλεορ!