Η παρωχημένη λέξη «χτικιό» είναι η γνωστή φυματίωση. Η λέξη χρησιμοποιούνταν ευρέως κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και μέχρι αρχές του '60, όταν η ασθένεια θέριζε. Γνωστό συνώνυμο ήταν το «φθισικό». Μεταφορικά το χτικιό είναι η ταλαιπωρία, η κούραση. Χτικιάρης συνεπώς είναι ο ταλαιπωρημένος και αδυνατισμένος, ωσάν να έχει χτικιό, δηλ. ο φυματικός.

  1. Κείμενο από το διαδίκτυο:

Τότε ήταν η εποχή που πήγαινε μόνος του στο γήπεδο. Είχε γραφτεί και σε σύνδεσμο. Όχι όποιον και όποιον. Cockneys με το όνομα που στεγάζονταν τότε στην Μενάνδρου με αρχηγό τον Στέφανο. Έναν άνθρωπο με παλάμες κουπιά. Ψηλός και γεροδεμένος. Αντίθετα με τον κολλητό του τον Μπλάκυ που ήταν χτικιάρης και κοντός με σάπια δόντια από τα «σιρόπια». Και μια φαγωμένη μύτη από «σκύλο» κατά τα λεγόμενά του.

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum:

Παλικάρια το έκοψα εδώ και τρία χρόνια και βρήκα την υγειά μου.Σηκωνόμουν το πρωί κι έφτυνα σα χτικιάρης. Η μεγάλη βελτίωση ήταν στην όσφρησή μου πρώτα δεν ξεχώριζα τις διάφορες μυρωδιές τόσο άνετα όπως κάνω τώρα. Έχω πάρει μια χαρά που δε λέγεται.

Βλ. και σχετικό λήμμα χτικιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Το λένε πολύ οι γονείς μου κι είναι μια λέξη που με έχει στοιχειώσει απ' την παιδική μου ηλικία. Δεν ήξερα ότι είναι ο «φυματικός».

#2
xalikoutis

Απερίγραπτη λένε, η φτώχεια της Ισταμπούλ
Η πείνα θερίζει τους ανθρώπους
Βουλιάζουν λένε στο χτικιό

Στίχοι: Ναζίμ Χικμέτ & Γιάννης Ρίτσος

#3
Vrastaman

Μάνα μου το στήθος μου πονεί (γκουχ-γχούχ μάνα μου)
Μάνα μου το στήθος μου πονεί
Μάνα μου το στήθος μου πονεί κι ανεστενάζω,
τούτονε το χρόνο μανα μου δεν τον εβγάζω...

(Κώστας Ρούκουνας)

#4
GATZMAN

Σωστόος

#5
allivegp

Στα ιταλικά, η φυματίωση λέγεται «tisi» (τίζι) εκ του ελλ. «φθίση»