Το παρακάτω απάνθισμα αρχαίων μπινελικίων προέρχεται από εδώ, από εκεί κι από αλλού.

ἁβροβάτης: λουγκρίτσα με κουνιστό βάδισμα [> αβρός (τρυφερός) + βαίνω (προχωρώ)]
ἁβροβόστρυχος: λουγκρίτσα με κοριτσίστικα κοτσιδάκια κοτσίδες (> αβρός (τρυφερός) + βόστρυχος (κοτσίδα))
ἀγγεῖον: μουνί
ἄμβων: Το μουνόχειλο [> ανά + βαίνω]
ἄντρον: η σπηλιά, το μουνί
ανασεισίφαλλος: η φραπεδιάρα (> ανασείω + φαλλός)
ἀνασύρτολις: η Άντα που κάνει τα πάντα ἀπεψωλημένος: ο αισχρός, ο ξεψωλιάρης. ἀπόψυγμα: σκατό [> αποψύχω (αφήνω κάτι να κρυώσει] ἀποψωλέω: επιδεικνύω την βάλανο την ψωλής μου όπου βρω, λατινιστί: praeputium retrahere alicui [> ψωλή]
ἄροτος: το γαμήσι [> όργωμα]
ἄτρητον: το ξεσκισμένο μουνί [α- επιτακτικό + τρωτόν]

βδέω: κλάνω [> βρωμάω]
βληχώ: το μουνάκι [ > βληχή (αρνάκι μαλλιαρό)]
βορβορόπη: Βρωμομούνα ή βρωμόκωλη (> βόρβορος + οπή) βουβονιῶ: καβλώνω[> βόμβων (πρήξιμο)]
βρῦσσος: μουνί-αχινός [> βρύσσος (αχινός)]
βυττός: μουνί-βαρέλι [> βυττός (βαρέλι)]

γεῖτον: μουνί-μαχαλάς
γίγαρτον: κλειτορίδα [> γίγαρτον (κουκούτσι σταφυλιού)]
γλωττοδεψέω: το γλειφομούνι [> γλώττα + δεψέω (κάνω μαλάξεις)]
γογγύλη: το καλοσχηματισμένο βυζί [> ολοστρόγγυλη]
γυναικοπίπης: ο μπανιστιρτζής [> γυναίκα + οπιπτεύω]

δέλτα: το μουνί, λόγω σχήματος και γονιμότητας.
δελφύς: το μουνί [> βολβός, αγριοκρεμμύδο]
δίδυμος: το αρχίδι [> δις]
διθυραμβοχάνα: το ραψωδικό μουνί-βόρβορος
δορίαλλος: το μουνί
δέλτα: το μουνί
δρομάς: τροτέζα [> δρόμος]

ἑδρόστροφος: πούστης που σου τουρλώνει τον κώλο του [> έδρα + στρέφω]
εἰλίπους: γκομενα που λικνίζει τους γλουτούς της.
ἐκμιαίνω: χύνω [> εκ + μίασμα]
ὲπανθούσα: το ανθηρόμουνο
ὲπιδερμίς: το μουνί
ἐσχάρα: το μουνί [> από το ρήμα ίσχω (εμποδίζω)]
εὔπυγος: γκόμενα με κώλο αναφοράς [> ευ + πυγή]
εὔστρα: το μουνί [εύστρα = σφαγείο όπου καψαλίζουν τα ζώα]

ἡδονοθήκη: το μουνί

θύρα: το μουνί

ἴακχος: το βακχικό ή τραγουδιστό μουνί
ἱπποπόρνος: Πληθωρική πουτάνα, έφιππη πουτάνα
ἰσθμός: το μουνί που σέρνει καράβι

κασσωρίς: πουτανίτσα [> κάσις (αδελφός, εταίρος)]
κῆπος: το μουνί[ > κήπος (μεταφορικά μουνί)]
κίνουρης: αυτός που περπατά κραδαίνοντας την ψωλή του σαν γύφτικο σκεπάρνι [> κινέω + ουρά]
κόκκος: η κλειτορίδα
κοσμάριον: το μουνί-στολίδι [κοσμάριον = στολίδι]
κτένιον: το μουνί-εδώ-ο-κόσμος-χάνεται
κύντερος: ο αναίσχυντος, ο κοπρίτης [> κύων]
κυσαρόν: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κῦσθος: το μουνί [> κυσανώ (γαμώ)]
κυσολαμπίς: το φωτεινό μουνί [> κυσανῶ (γαμώ)]
κύων: η ψωλή [ > κύω (γεννώ)]

λαικαστής: ο έκφυλος [ > λαι (επιτατ.) + πασχητιάω (επιζητώ μίξη παρά φύση)]
λέχριος [ > λέχριος (λεχρίτης)]
λεωφόρος: η πουτάνα
ληκώ: Η ψωλή λοπάς: το μουνί [> λοπάς (πιάτο)]
λόχμη: το τριχωτό μουνί [> λόχμη (θάμνος)]

μανιόκηπος: γκόμενα νυμφομάνα [ > μανία + κήπος (μουνί)]
μέλαθρον: το μουνί
μῖνθος: το σκατό (> μίνθος (ανθρώπινο περίττωμα)
μύζουρις: η τσιμπουκλού[> μυζάω + ουρά (πέος)]
μυλλός: το μουνί [> μύλλος (χείλος)]
μυρρῖνον: το τριχωτό μουνί [> μύρρα (μυρτιά)]
μυρτοχειλίδες: το μουνί μου μοχχοβολάει
μῦσχος: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]
μυσχάνη: το αφιλόξενο μουνί [> μύσις (κλείσιμο χειλιών)]

ὄλεθρος: το μουνί

πανδοσία: Η Άντα που κάνει τα πάντα [> παν + δίδω]
πασιπόρνη: πόρνη που παίρνει τους πάντες
πελλάνα: το μουνί [> πέλλα (δέρμα κατεργσμένο)]
περιβασώ: η γυναίκα που καβαλάει τον άνδρα κατά το φίκι-φίκι [> περί + βαίνω]
πίττα: το μουνί με απ' όλα [> πίττα (κολλώδης ουσία, ρετσίνα)]
πιθηκαλώπηξ: ο μπαγαπόντης [> πίθηκος = αλώπηξ]
πλύμα: η ξεπλένω πουτάνα της εσχάτης υποστάθμης [πλύμα (ξέπλυμα)]
πορνοκόπος: ο μπουρδελιάρης
πορνομανής: ο μπουρδελιάρης
πόσθων: ο πουτσαράς [ > πόσθη (πούτσος)]
πτυχή: το μουνί
πτωχελένη: το φτωχομπινεδιάρικο πουταναριό πυγιστής: ο κωλομπαράς [> πυγή]
πύλη: το μουνί της κολάσεως

ῥαφανιδόω: χώνω ραπανάκια στον κώλο κάποιου. Αρχαία τιμωρία για την μοιχεία [ > ῥάφανος (ραπανάκι)]
ῥωποπερπερήθρας: ο φλύαρος, ξερόλας [> ρώπος (φτηνόπραγμα) + πέρπερος (φλυαρία)]

σλακανδρος: το μουνί
σαυλοπρωκτιάω: περπατάω κουνώντας τον κώλο μου.
σαῦλος: ο κουνιστός, η κουνίστρα.
σκύλλη: πουταναριό, σκυλί.
σποδηριλαύρα: σκατοφάγος [σποδή (καταβροχθίζω) + λαύρα (απόπατος)]
σῦκον: το προσφιλές σε όλους μουνί.

τέτανος: η ψωλή η καυλωμένη τιτίς: το μουνί (κυριολεκτικά, το πουλάκι που κελαηδά)

χαλκιδῖτις: η πολύ φτηνή πουτάνα, αυτή που εκδίδεται για ένα χάλκινο νόμισμα.
χοιροπωλεώ: γουρουνιάρα καριόλα [> χοίρος]

- ΕΥΜΕΝΙΟΣ: Αφού γλωττόδεψε την εύπηγο πλην βορβορόπη Λάουρα, η κασσωρίς Λίλιαν μου ξηγήθηκε πιθηκαλώπηκομυζουριά ! Έφτυνα αποψύγματα !

- ΠΕΡΙΚΛΗΣ: Τουλάστιχον εμείς οι λαικαστοί αβροβάτες πλένουμε την ληκώ τα δίδυμά μας πριν! Λέμε τώρα...

« Ω πασιπόρνη και κάπραινα και σαπρά...» (Έρμιππος, απόσπασμα)

«Ειπέ μοι, ω πόσθων εις τον σαυτού πατέρ’ άδεις;» (Αριστοφάνης, Ειρήνη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
poniroskylo

Γουάου!!!

#2
jesus

οδηγός για επίδοξους ζουρλάρηδες;;;:)

#3
Hank

Απίστευτο!!! Η απόλυτη ονείρωξη!!! Από τα καλύτερα λήμματα του σάιτ.

Συμπληρώσεις από μνήμης:

ευρύπρωκτος = ο κωλόφαρδος κατά Αριστοφάνην.

τιτθίον, το = το βυζί. Ίδια ρίζα με το αγγλικό tit, αν σας αρέσουν οι σλανγκικοί Λιακοπουλισμοί.

ουδέν μιαιφονώτερον γυναικός ηδικημένης ευνήι = στίχος του Ευριπίδη στην Μήδεια, που λέει ότι η Μήδεια αδικείτο από τον Ιάσονα στο κρεβάτι, δεν την άφηνε να φτάσει σε οργασμό, και γι αυτό τον εκδικήθηκε.

κινώ = γαμώ, οπότε

κεκινημένος = ο γαμιόλης πούστης με την κακή έννοια.

κινησίας, ο = ο γαμιάς.

Λυδία = η πόρνη στην ρωμαϊκή εποχή, επειδή συνήθως ήταν από την ομώνυμη περιοχή της Μικρασίας οι πόρνες πολυτελείας.

έχομεν τας συζύγους διά την τεκνοποιίαν, τας αυλητρίδας διά την συνουσίαν και τας εταίρας διά την ερωτικήν συνάφειαν = Σλανγκικό γνωμικόν, που εξηγεί την σεξουαλική κατανομή εργασίας στην αρχαία Ελλάδα.

μαλακός, ο = Στα χρόνια της Καινής Διαθήκης, μαλακός είναι ο πούστης κι όχι ο μαλάκας. Στα χρόνια του Θουκυδίδου μαλακία είναι η εκθήλυνση. Έχει γίνει ένα μεγάλο ροκέ μεταξύ των δύο μεγάλων ελληνικών βρισιών!

#4
Hank

Δηλαδή, στην φράση «ομιλώ εξ άμβωνος» εννοείται αυτός ο άμβων;

Σημειωτέον, επίσης, ότι από το κύων βγαίνει το σύχρονο τσουτσούνι.

τσουτσούνι με αναδιπλασιασμό < τσουνί < **τσουνίον* με τσιτακισμό < κυνίον < κύων.

Τρέμε Φαλμεράυερ, το τσουτσούνι σε διαψεύδει!

#5
Hank

ΥΓ. Ως λόγιους αρχαιοπρεπείς σλανγκισμούς να αναφέρω και τα

θηλύγλωττος = Έτσι ο Γιανναράς περιγράφει ξεφωνημένους διάκους της Αρχιεπισκοπής (επί σκανδάλων πριν μερικά χρόνια).

φιλέμβολος φύσις = Ζουρλαριά για τον γαμαωδέρνουλα.

ερωτική αλληλοπεριχώρησις = Γιανναριά, την σημασία, την αφήνω στην σλανγκική φαντασία σας.

χέσαιτο ει μαχέσαιτο = όλος-χρόνος-κλασική ζουρλαριά.

δυστυχώς, δεν θυμάμαι άλλα...

#6
ο αυτοκτονημενος

και τριβάδες = λεσβιες

#7
GATZMAN

Βρασταμάνιον λεξικό, Εκδόσεις Πατάκη!

-Για τον άμβωνα, είχα κάνει σχετική ερώτηση σε σχόλιο στο λήμμα: χαλί. Κάποτε υπήρχε το λήμμα, άμβωνας. -Κύντερος: Κύντερος έκπληξη υπάρχει;
-μύρρινον: H πρωτεύουσα της Λήμνου, είναι η Μύρρινα. Πήρε το όνομα της από κάποια αρχαία. Αρα η αρχαία Μύρρινα,το είχε τριχωτό. Ρε τι μαθαίνει κανείς!
-μύζουρις: Εχω βάσιμες υποψίες να πιστεύω πως το Μιζούρι, το ίδρυσαν αρχαίες τσιμπουκλούδες. Το ξέρει ο Λιακό;..χαχαχα
-πτωχελένη: Αν η ωραία Ελένη ήταν η Λίλιαν της αρχαιότητας, η πτωχελένη θα ταν η Καυλαουρα.

Κ Α Ρ Α Σ Π Ε Κ !

#8
knasos

Ουάου! Ή «βαβαπαπερουέ»!

#9
Vrastaman

Θνξ guys για τα καλά λόγια και τις προσθήκες!
Ακόμα γελάω με το Missouri!

#10
GATZMAN

@Vrasta: Το Missouri, φαντάζομαι πως θα δίνει ωραίους αναγραμματισμούς.Oxi;

#11
Vrastaman

Missouri = O, Susi, rim!
(Ω, Σούζη, κάνε κάνε ροδέλα!)

#12
Galadriel

Με έναν αντιτετανικό γλυτώνεις πολλές δυσκολίες στο εργασιακό - και όχι μόνο - περιβάλλον. Έεετσι!

#13
Vrastaman

Μαο-Μαο, Βαλ !-)

#14
Hank

χαχαχαχα

#15
Galadriel

Αυτά είναι! Πάει αυτόν τον εκμαύλισα ααχαχαχαχα!

#16
GATZMAN

χεχε φάση

#17
Τζοϋστικ

καλα, τι θεϊκό λήμμα!

#18
mariahomorfi

το ανασεισιφαλλη το ειχα βρει σε ενα βιβλιο που διαβαζα οταν ημουν 10...για κανα 2 χρονια το χρησιμοποιουσα καταλληλωσ

#19
Vrastaman

Τωρα πλεον το χρησιμοποιείς ως ανασειφαλλούζ;

#20
mariahomorfi

μπα το ξεχασα...
αλλα ηταν πραγματικα χρησιμο..εκει που η αλλη σε ελεγε ηλιθια εσυ ανεβαζεσ το επιπεδο

#21
GATZMAN

ελα ρε c

#22
Galadriel

Αχ Μαρία μου, εσύ και ο Ζουράρης...

#23
Vrastaman

Σλανγκαρχιδισμός: Ζουράρις, γιου μην;;

#24
GATZMAN

Κι ο Βέλτσος αντάμα

#25
mariahomorfi

milas me γριφουσ γεροντα

#26
Galadriel

Μαρία η λύση του γρίφου (σχεδόν): http://www.youtube.com/watch?v=_9vLf0csEnc

#27
BuBis

Οπως μπορείτε να δείτε και στο μύδι / γελειογραφία υπάρχει και αντίστροφη χρήση της αρχαίας γλώσσας αλλά και καθαρευούσης για το μπινελίκομα. Π.χ. δεν μας αφοδεύεις αντί του δεν μας χέζεις,της επιδιδομένης επι χρήμασι το σιδηρούν κιγκλίδωμα αντί του της πουτάνας το κάγκελο, κλπ όσα παραδείγματα μπορείτε να συνεισφέρετε...

#28
HODJAS

Τα λήμματα καρακαταγαμούν ! Προσθέτω : Έρ' ες κόρακας ! (=άει στον κόρακα / διάολο)

#29
xalikoutis

το '99 που έδωσα πανελλήνιες, αδίδακτο αρχαία έπεσε πλάτωνας, γοργίας, 460-461. Αυτό περιέχει το εξής:

ὕστερον δὲ ἡμῶν ἐπισκοπουμένων ὁρᾷς δὴ καὶ αὐτὸς ὅτι αὖ ὁμολογεῖται τὸν ῥητορικὸν ἀδύνατον εἶναι ἀδίκως χρῆσθαι τῇ ῥητορικῇ καὶ ἐθέλειν ἀδικεῖν. ταῦτα οὖν ὅπῃ ποτὲ ἔχει, μὰ τὸν [461b] κύνα, ὦ Γοργία, οὐκ ὀλίγης συνουσίας ἐστὶν ὥστε ἱκανῶς διασκέψασθαι.

Μια νεολληνική μετάφραση του αποσπάσματος που βρήκα στο ιντερνέτι είναι η εξής

στη συνέχεια, εξετάζοντας το θέμα καλύτερα, διαπιστώνεις και εσύ ο ίδιος ότι πάλι ομολογούμε πως ο ρήτορας είναι αδύνατον να μεταχειρίζεται με άδικο τρόπο τη ρητορική και να θέλει να αδικεί. Μα τον κύνα, Γοργία, για το πώς έχουν αυτά χρειάζεται μεγάλη συζήτηση, ώστε να τα αναλύσουμε διεξοδικά.

Αυτή η μετάφραση δεν αποδίδει το «Μα τον κύνα» που είχε ταλαιπωρήσει και πάρα πολύ κόσμο στις πανελλήνιες... Εγώ το 'χα πιάσει ότι είναι όρκος, και το είχα μεταφράσει «στην οργή» (είχα αριστέψει αν ρωτάτε), όμως άπειρος κόσμος είχε γράψει για «κίονες» που όσο να ναι ακουγότανε πιο αρχαιοελληνικό («τι ρόλο τώρα βαράει σκύλος στον Πλάτωνα και σε διάλογο περί ρητορικής;» «σκύλος σε όρκο;» και σε κάθε περίπτωση ξέρετε τι «δημιουργικές» μεταφράσεις πέφτουν στο άγνωστο στις πανελλήνιες) ενώ άλλοι γράψανε απλά «μα τον σκύλο» που είναι μεν «σωστό», δεν υπάρχει στη νεοελληνική βέβαια...

Για να σκεφτώ το σκύλο ως κάτι που μπορεί να υπάρχει σε όρκους και κατάρες με είχε βοηθήσει θυμάμαι ότι είχα γνώση μιας σχετικής κρητικής φράσης που από μικρό με είχε «προβληματίσει» : «ούτε του μαύρου σκύλου» (μη στείλεις τέτοια συμφορά Θέ μου - «ούτε στον εχθρό μου»).

Το ότι πρόκειται για σκύλο το επιβεβαιώνουν οι σοβαροί σχολιαστές, π.χ. ο Thompson που γράφει ότι οι Σωκρατικοί όρκοι νη και μα το κύνα ή τον χήνα «find an odd counterpart in the old English »by cock and pye [=σκύλος]«.

Αλίμονο, το εθνοστεντόν βαράει άσκημα τους αρχαιόκαυλο-οτινάνες οι οποίοι γράφουν για την περίοδο του 1982 κατά την οποία έγινε το φίκι-φίκι και βγήκαν μετά τα τι-σκατά-ιδιαίτερο-έχουν παιδιά του 1983

»αυτό που συμβαίνει κατα τήν περίοδο των λεγόμενων «Σειριακών καυμάτων», (των καυτερότερων ημερών του μηνός Αυγούστου), είναι η ταυτόχρονη ανατολή Ηλίου-Σειρίου (επιτολή Σειρίου), ενός αστέρα, που λατρεύεται ως παμμέγιστης δυναμικής (στην Αίγυπτο είναι η Ίσις, στην Ελλάδα ο Σωκράτης σ' αυτόν ορκίζεται όταν λέει «Μα τον Κύνα», -«Μα τον αστερισμό του Κυνός» εννοώντας βέβαια κι όχι κανέναν σκύλο-, λαμπερότερο άστρο του οποίου -αλλά και όλου του Ουρανού- είναι ο Σείριος.)

ή αλλού

Ηταν λοιπόν απλωμένοι και αφοσιωμένοι στο εκπολιτιστικό τους έργο, οι Ελληνες βοηθοί και ακόλουθοι των θεών. Ηταν οι οντότητες που ήλθαν από το αστρικό σύστημα του Σειρίου με σαφή αποστολή, την βελτίωση των αυτοχθόνων κατοίκων της Γαίας.Δεν ήταν τυχαίος ο βαρύτερος όρκος των προγόνων μας Μα το κύνα!

Ας αφήσουμε όμως τους Σειριακούς κατακαημένους

Αν ισχύει ότι κύων δεν είναι μόνο ο σκύλος αλλά και ο μπούτζος θα ήταν δόκιμο να υποστηριχθεί ότι ο Σωκράτης είπε «ζμπούτσαμ για τη ρητορική, το γαμήσαμε ρε Γοργία...» ή κάτι τετοιο;

(οθονιά σχόλιο απ' τις λίγες)

#30
Hank

Are you Σείριος;

Πολύ ενδιαφέρουσα αναφορά στον αστερισμό του Σειρίου και τα «κυνικά εγκαύματα». Για την ταύτιση του κυνός με τον μπούτζον συνηγορεί η ετυμολόγηση του τσουτσούνι από το αρχαίο κυνίον = σκυλάκι, μέσω τσιτακισμού και αναδιπλασιασμού.

Τέλος, από τα best of των αρχαιάδων, ήταν ότι ως ένα από τα κύρια παραδείγματα γραμματικής- συντακτικού ήταν το: «-Πόθεν έρχει, ω Σώκρατες; Ή δήλον ότι από του κυνηγεσίου;». Οπότε ψάχναμε να βρούμε από πού κι ως πού ο Σωκράτης ήταν κυνηγός και κυνηγούσε μπεκάτσες. Μόνο που το πρωτότυπο συνέχιζε «από του κυνηγεσίου της Αλκιβιάδους ώρας;» = «από το κυνήγι της ομορφιάς του Αλκιβιάδη», το οποίο οι αρχαιάδες είχαν λογοκρίνει.

#31
Γιώργος Ζάκκης

Περιττεύουν τα «εύγε» νέοι μου! Προσθέτω δε και το εξής:

  1. «Λάβε ταύτα νοσούσα γυνή» (πάρτα μωρή άρρωστη)
  2. Αιδοίον πύλος (μουνί καπέλο)
  3. Φλοκοφόρος εμπαιγμός (ευνόητο...)
#32
Vrastaman

Ο Σαούλ άλλαξε το Σαύλος στο πιο τουριστικό Παύλος για να αποφύγει το σχετικό κράξιμο...
(Βλ. άνω update)

#33
jesus

εγώ γουστάρω «μονή μεγίστου αποπάτου» πάντως.

#34
PUNKELISD

ἀποψωλέω να μηκοιμηθούμε.
Υπάρχει και το γνωστό άσμα...

#35
joe909

Εμένα πάντως το καλύτερό μου είναι ο γυναικοπίπης, που ηχεί και τελείως νεοελληνικό. Πληθ. γυναικοπίπες / γυναικοπίπηδες. Παράδειγμα: -Μάγκες πάμε κανα φραπενείο; -Μα προχτές πάλι στον Καλιγούλα μας έτρεχες. Ξεκόλλα ρε γυναικοπίπη!

#36
Vrastaman

Ετς ευθυμολογείται και το αγγλικανικό to peep.

#37
GATZMAN

#38
SABRINA

κωκκυ ψωλλοι πεδιονδε = κουκου πουτσες στα χωραφια= = ψυλλοι στα αχυρα κλπ κλπ = ασημαντα πραγματα κλπ Αριστοφανης

#39
deinosavros

Δελφύς = μήτρα, από κει και ο αδελφός.
Βδγ, μία από τις βρισιές προς τον εχθρό τις οποίες σκάλιζαν οι αρχαίοι σφενδονήτες πάνω στις πέτρες που έριχναν με τη σφεντόνα τους ήταν το «Κύε» = μείνε έγκυος, δλδ σύρε και γαμήσου.

#40
Μιτζνούρ

ἤρισαν ἀλλήλαις Ροδόπη, Μελέτη, Ροδόκλεια, τῶν τρισσῶν τὶς ἔχει κρείσσονα μηριόνην Παλατινή Ανθολογία

Ελπίζω να μην το έχετε βάλει και δεν το πρόσεξα! Αλλά είναι αλφαβητικά.

(Sorry) βληχή είναι το βέλασμα, όχι το αρνάκι.

#41
σφυρίζων

«Ενδιαφέρον παρουσιάζει επιπλέον το γεγονός ότι οι κοινές σήμερα ονομασίες αιδοίο και φαλλός, στα αρχαία ελληνικά αρχικά αρχικά σχετίζονταν με τη λατρεία: το αιδοίο σήμαινε το ιερό, ενώ ο φαλλός ήταν η απομίμηση του ανδρικού μορίου για τελετουργικούς σκοπούς.»
(εδώ)

#42
σφυρίζων

Μερικά ακόμα:
καταπύγων: ο κωλαράκιας
[λακκοσχέας](http://www.perseus.tufts.edu/hopper/morph?l=lakkosxe%2Fan&la=greek&can=lakkosxe%2Fan0&prior=kai): ο έχων κρεμαστά αρχίδια
πεώδης, πεοίδης: ο φουτσαράς.

#43
σφυρίζων

Όλα τα λεφτά η παρατήρηση ότι πνευματώδης στα αρχαία ελληνικά σήμαινε και αυτόν που κλάνει όλη την ώρα (πνεῦμα = αέρια). Khan (εδώ)

#44
soulto

1000πενταλάικος βρε Σφυ, τώρα το είδα, την νεουριά μου μέσα.

#45
σφυρίζων

:-)

#46
Khan

παρόμοιες αναζητήσεις στο γιουτούμπ

#47
soulto

Τέλεια! Πάνω που βαριόμουνα..