Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Ωραίο. Λέμε πάλι έπιασα τη μαλλιάρή, εννοώντας έπιασα χρήματα

#2
Vrastaman

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή

...καί όλες τις υπόλοιπες μέρες του χρόνου μας πιάνουν τον κώλο...

#3
GATZMAN

Τώρα έχουμε πλήρη εικόνα

#4
Επισκέπτης

Βασικα μαλλιαρη ονομαζοταν και η δημοτικη γλωσσα απο τους υπερμαχους της καθαρευουσας γλωσσας

#5
GATZMAN

Σωστός ο Kostas!

#6
Fotis Nitsiopoulos

Και ο Βράστα

#7
johnblack

Μαλλιαρή είναι κι η πρέζα, απ' την αίσθηση ανατριχιάσματος / μυρμηγκιάσματος που αφήνει στο δέρμα μετά το βάρεμα.

κΧαΝ ακούει;