Ο GATZMAN έγραψε στις 09/04/09: λέμε πάλι έπιασα τη μαλλιαρή, εννοώντας έπιασα χρήματα.

Συγνώμη που παρεμβαίνω, αλλά νομίζω ότι έπρεπε να μπει ως πρόσθετος ορισμός, διότι στα σχόλια μπορεί να ξεφύγει της προσοχής.

Επομένως δεν το αναρτώ εγώ. Το λήμμα ανήκει σ' εκείνον.

- Είδες τζιπάρα ο Κ;
- Και παλάτι θα χτίσει! Άνοιξε φασφουντάδικο κι έπιασε τη μαλλιαρή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρέζα, επειδή μετά το βάρεμα σου αφήνει μια αίσθηση ανατριχίλας και μηρμυγκιάσματος ένα πράμα.

-Mε τη μαλλιαρή δεν ξεκόβεις εύκολα, αλλά που να καταλάβεις εσύ, είσαι καθαρός. Μετά το τρίτο - τέταρτο βάρεμα, θα με θυμηθείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέτρα της θάλασσας η οποία έχει πιάσει φύκια (μαλλιά). Συνηθίζεται να την μαζεύει ο κόσμος την ημέρα της Αναλήψεως, κατά την οποία ημέρα προτιμούσαν παλιότερα οι Έλληνες να κάνουν το πρώτο μπάνιο στην θάλασσα.

Μεταφορικά βέβαια σημαίνει το αιδοίο της γυναίκας λόγω προφανούς ομοιότητας στο... τρίχωμα.

Οπότε έχουμε την πρωτομαγιά που πιάνουν οι γυναίκες το μαγιόξυλο και της Αναλήψεως που πιάνουν οι άντρες την μαλλιαρή. Ουδείς παραπονούμενος!

- Πού πήγατε της Αναλήψεως κυρ-Κώστα;
- Στη Σαλαμίνα πήγαμε κυρα-Μαίρη, μπας και πιάναμε καμία μαλλιαρή να την στολίζαμε στην σερβάντα, αλλά τζίφος, τις πρόλαβαν άλλοι.
- Ε, του χρόνου να πάμε μαζί κυρ-Κώστα μου, μπας και σου φέρω γούρι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η Δημοτική Ελληνική Γλώσσα. Έτσι αποκαλούνταν η Δημοτική Γλώσσα κοροϊδευτικά, τουλάχιστον μέχρι πρότινος, ιδιαίτερα όταν κάποιος αναφερόταν με ιδιαίτερα "λαϊκό" τρόπο η χρησιμοποιώντας άκρα λαϊκό λεξιλόγιο και εκφράσεις μέχρι χυδαιότητας, για εξευγενισμένα η μη ζητήματα. Ο χρήστης του όρου συνήθως προηγουμένως φρόντιζε να μας ενημερώσει περιγραφικά με έναν πιο κόσμιο (καθαρευουσιάνικο) τρόπο πριν την απόδοσή του στην ... "μαλλιαρή".

ο αφηγητής:-Τότε λοιπόν τον απέπεμψε σκαιώς και για να το πούμε και στη "μαλλιαρή", τον έστειλε στο διάολο.

Got a better definition? Add it!

Published