Απολεξικοποιημένα ρήματα με ευρύτατη χρήση στη σλανγκ και γενικότερα στον οικείο, ανεπίσημο λόγο.
Απολεξικοποιημένα ρήματα είναι εκείνα που, μαζί με ένα ουσιαστικό, αντικαθιστούν το μονολεκτικό ρήμα που αντιστοιχεί στο ουσιαστικό. Π.χ. αν αντί να σας ενημερώσω πούμε να σας κάνω μια ενημέρωση, το κάνω είναι απολεξικοποιημένο ρήμα: δεν έχει λεξική έννοια που να προσθέτει κάτι στην έννοια του ουσιαστικού, φέρει μόνο γραμματικές πληροφορίες (πρόσωπο, αριθμό, χρόνο, διάθεση).*
Τα ρήματα ρίχνω, τρώω και πέφτω, ως απολεξικοποιημένα, χρησιμοποιούνται ως εξής:
-ρίχνω + αντικείμενο: εκφράζει μία πράξη από τη σκοπιά εκείνου που την πράττει (ενεργητική διάθεση), π.χ. ρίχνω ξύλο [σε κάποιον] = δέρνω [κάποιον].
-τρώω + αντικείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, από τη σκοπιά εκείνου που τη δέχεται (παθητική διάθεση), π.χ. τρώω ξύλο [από κάποιον] = [κάποιος] με δέρνει.
-πέφτω, με υποκείμενο τη λέξη που στις δύο προηγούμενες συντάξεις ήταν υποκείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, με μία σκόπιμη αοριστία τόσο ως προς τον δρώντα όσο και ως προς τον δέκτη, π.χ. πέφτει ξύλο = κάποιοι δέρνουν κάποιους, δε μας αφορά, πάμε πιο πέρα καλύτερα.
Το αντικείμενο του ρίχνω και του τρώω και το υποκείμενο του πέφτω εκφέρονται συνήθως με κάποια αοριστία ως προς την ποσότητα: αν μεν πρόκειται για μη μετρήσιμο ουσιαστικό, όπως το ξύλο, εκφέρεται χωρίς άρθρο ή μαζί με δείκτες όπως πολύ, λίγο. Αν είναι μετρήσιμο, τότε εκφέρεται στον μεν ενικό με αόριστο άρθρο (π.χ. ρίχνω έναν πούτσο) ή με την αόριστη αντωνυμία κανένας, (π.χ. θα ρίξω καμιά Χριστοπαναγία), στον δε πληθυντικό με άλλες αόριστες αντωνυμίες όπως κάτι, τίποτα (π.χ. φάγαμε κάτι κολλήματα) ή ασυνόδευτο (π.χ. ρίχνω ύπνους).
Υπάρχουν και εξαιρέσεις, π.χ. του 'ριξα δυο σκαμπίλια, αλλά σε γενικές γραμμές ένας κάποιος βαθμός αοριστίας αποτελεί επιδίωξη.
*Πηγή: Μπάμπης.
ρίχνω ξύλο - τρώω ξύλο - πέφτει ξύλο
ρίχνω ένα κατούρημα
ρίχνω μάσες - πέφτουν μάσες
ρίχνω ένα βρισίδι - τρώω ένα βρισίδι - πέφτει βρισίδι
ρίχνω ύπνους - έπεσαν (κάτι) ύπνοι
τρώω ήττα
τρώω φλασιά
τρώω φρίκη
τρώω πακέτο
τρώω σούπα / χύμα / σαβούρδα / γλίστρα
ρίχνω ένα καβγά - έπεσε ένας καβγάς
ρίχνω χυλόπιτα / τρώω χυλόπιτα / έπεσε [η] χυλόπιτα
ρίχνω ένα σάλτο
έπεσε ένα τηλεφώνημα
ρίχνω διάβασμα / πέφτει διάβασμα
ρίχνω δουλειά / πέφτει δουλειά
ρίχνω ένα συγύρισμα / ξεσκόνισμα / σφουγγάρισμα
ρίχνω έναν πήδουλο / έπεσε ο σχετικός πήδουλος
ρίχνω έναν πούτσο / τρως έναν πούτσο (εσύ, εγώ ποτέ!) / πέφτει ένας πούτσος
ρίξαμε κάτι χορούς / έπεσαν κάτι χοροί
ρίχνω μια πενιά / έπεσαν κάτι πενιές (δηλαδή παίχτηκε και λίγη μουσική)
έφαγα 5Φ / μου 'ριξε 5Φ / θα πέσουν πολλά Φ (5Φ = πέντε μέρες φυλακή, στο στρατό)
ρίχνω πρόστιμο / τρώω πρόστιμο / πέφτουν πρόστιμα
...και πλείστα όσα άλλα.
13 comments
Ο ΑΛΛΟΣ
Αντιλαμβάνομαι πλήρως την αντίφαση ανάμεσα στη συχνότητα με την οποία επικαλούμαι την αυθεντία του Μπάμπη και τα μπινελίκια που του χώνω. Κάποια μέρα που θα ξαναβάλω μπουγάδα θα δώσω εξηγήσεις. Για σήμερα φτάνουν τα σεντόνια.
poniroskylo
Πάρα πολύ καλό λήμμα. Θέλει προσεκτικό διάβασμα. Εννοείται ότι θάτρωγε θάψιμο.
Πάρε πέντε γιατί τα μάζεψες τα παραδείγματα κι άλλα πέντε γιατί μας τα εξήγησες.
jesus
σωστότατο το λήμμα, το είχα βάλει ως φαγώσιμα στο πρόχειρό μου κ ετοιμαζόμουν να γράψω αυτά που τρώγονται (τα οποία ξεπερνούν αυτά που πέφτουν ή που ρίχνονται, πχ η τόνγκα ή ο μαλάκας), αλλά πλέον είναι για σβήσιμο. ή μήπως όχι;
BuBis
μήπως θα έπαιζε και ένα λήμμα με αυτά που γαμιούνται; Όπως η τρέλλα, ο μπελάς, τα αυτιά, η πίστη και τα θεία, το μυαλό, το σόι, κλπ;
patsis
Χαχα, το πρώτο πράγμα που κατάλαβα για το λήμμα πριν διαβάσω τον ορισμό ήταν ότι πρόκειται για το ενήλικο αντίστοιχο του «μαμ, κακά και νάνι», δηλαδή «ρίχνω ένα πούτσο, τρώω (οτιδήποτε φαγώσιμο) και πέφτω (την πέφτω)».
Ζωή στο φουλ.
Ο ΑΛΛΟΣ
@ΙΝΒΙ: Όχι, δεν είναι για σβήσιμο. Εδώ έχω μόνο μία κατηγορία εδωδίμων. Το να τρως ένα μαλάκα είναι διαφορετική περίπτωση!
vikar
Πάρα πολύ καλός ο κύριος Άλλος, χαιρόμαστε πολύ που είναι στην παρέα μας ο κύριος Άλλος --κι' άς φώναζε όταν μας πρωτοείπε τ' όνομά του.
Να σημειώσω οτι σε πολλά απο τα παραδείγματα, μπορεί κανείς να αντικαταστήσει το ρίχνω με το πετάω, αλλα και με το πατάω: ενα βρισίδι, μιά χυλόπιτα, έναν πήδο ή έναν πούτσο, ενα κατούρημα, μιά πενιά, και τα λοιπά.
Το πατάω θά 'λεγα επιτείνει τη σημασία της πράξης που δηλώνει το ουσιαστικό: του ρίχνω δυό χαστουκάκια αλλα του πατάω δυό χαστουκάρες, της έριξα έναν μελάτο και όχι της πάτησα έναν μελάτο, και πάει λέγοντας.
jesus
οκέικ, άλλε, θα χώσω εγώ τα αποικιακά εν ευθέτω
iron
παίδες, αυτό το λήμμα θέλει συμπλήρωμα, για να το δούμε, το ξεχάσαμε.
προσθέτω εδώ προχείρως:
ρίχνω μια ιδέα
πέφτω = δίνω λεφτά («έπεσα δύο χιλιάρικα», «πέσε!» = πλήρωνε)
ε, δύο μαθηματικούς έχει το σάη, για βάλτε σε μια τάξη τις αντιστοιχίες και πάρτε τη δόξα.
PUNKELISD
Να προσθέσω επιπροσθέτως ότι λέγεται και για την έκτρωση, π.χ.: «Είμαι δεκάξι και πολύ μικρή για να μεγαλώσω ένα παιδί. Λέω να το ρίξω.»
jesus
κ η πορτα
vikar
Και το περνάω μου φαίνεται οτι χρησιμοποιείται μ' αυτόν τον τρόπο, ίσως μέσ' απο τη σημασία του ώς «φοράω» (μεταβατικό, «φοράω κάτι σε κάποιον»). Νά ενα κλάσικ παράδειγμα:
ήταν αυτή που τάιζε την αδελφή μου, όταν η μικρή είχε τη φαεινή ιδέα πως αν είχε φάει από νωρίς δεν θα αναγκαζόταν να αφήσει το παιχνίδι και ν’ ανέβει το μεσημέρι στο σπίτι για φαγητό. Έτσι κατά τις 12 το μεσημέρι, γύριζε στα σπίτια της γειτονιάς και ζητούσε λίγο ψωμάκι και τυράκι. Μια μέρα; Δύο; Τρεις; Μέχρι που την πήρε χαμπάρι η μάνα μου και την πέρασε ένα χέρι ξύλο, για να μάθει να μη γυρνάει σαν το ζήτουλα να μας ρεζιλεύει στη γειτονιά… Ακούς εκεί να ζητάει φαγητό λες και στο σπίτι μας δεν είχαμε όλα τα καλά του θεού!!!… (εδώ)
Ωστόσο δέ μπορώ να βρώ άλλα παραδείγματα (μπορώ να σκεφτώ πολλά που μου φαίνονται οκέι, αλλα δέν τα βρίσκω ονλάιν).
Galadriel
Οι καιροί προχωρούν και τα ρήματα προστίθενται: Δίνω.
Αυτό μάλλον θέλει νέο λήμμα huh