(Πάτρα): Τρελός, χαζός (υποτιμητικό).
Συναντάται και ως μερέλας, μερελό (το).
Πιθανόν εκ του μουρλό(ς).
Ω ρε! Μπίτι μερελό είσαι;
(Πάτρα): Τρελός, χαζός (υποτιμητικό).
Συναντάται και ως μερέλας, μερελό (το).
Πιθανόν εκ του μουρλό(ς).
Ω ρε! Μπίτι μερελό είσαι;
Got a better definition? Add it!
2 comments
GATZMAN
Θα το συσχέτιζα με το merely...αλλά ελα ντε που δεν κολλάει σημασιολογικά..
Fotis Nitsiopoulos
εν πελός ο μερελός