(Πάτρα): Τρελός, χαζός (υποτιμητικό).

Συναντάται και ως μερέλας, μερελό (το).

Πιθανόν εκ του μουρλό(ς).

Ω ρε! Μπίτι μερελό είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Θα το συσχέτιζα με το merely...αλλά ελα ντε που δεν κολλάει σημασιολογικά..

#2
Fotis Nitsiopoulos

εν πελός ο μερελός