(Πάτρα): Τρελός, χαζός (υποτιμητικό).

Συναντάται και ως μερέλας, μερελό (το).

Πιθανόν εκ του μουρλό(ς).

Ω ρε! Μπίτι μερελό είσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μουρλός, στην αχαϊκή διάλεκτο. Δεν αποτελεί ακραία ή υβριστική λέξη, ιδιαίτερα όταν απευθύνεται ανάμεσα σε φίλους ή μέλη οικογένειας. Από πλευράς βάρους ισοδυναμεί περισσότερο με το «χαζός», λέγεται δε συχνά χαριτολογώντας. Η ανάπτυξη φωνήεντος ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, που είναι συχνή στην αχαϊκή, φαίνεται και στην προσταγή-ύβρη «Άϊ πινίξου » (Άϊ πνίξου) με την ανάπτυξη του «ι» ανάμεσα στο ψιλόπνοο χειλικό π και στο ένρινο ν.

  1. Αυτός είναι μερελός, πήγε κι έκανε μπάνιο με τέτοιο καιρό!

  2. Τον ξέρω τον πατέρα του, ένας μερελός είναι, τσακώνεται με όλους.

  3. Είσαι μερελή μαρή; Άφησες τα τσουπιά μονάχα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified