(Πελοπόννησος ή Στερεά): βλαμμένος, χαζός, αφηρημένος, κουλός και άχρηστος (υποτιμητικό).
Μάλλον προέρχεται από τους «νεραϊδοπαρμένους» / αλλοπαρμένους που χαζεύανε, όταν αντικρύζανε στις πηγές τις νηριΐδες (βλ. σου πήρε τη μιλιά / το αμίλητο νερό κ.τ.λ.).
Χρησιμοποιείται κυρίως, όταν ανατίθεται σε κάποιον να κρατήσει ή να στηρίξει κάτι και του πέφτει κάτω. (Κατά το ιταλικό mani di mozzarella, το ισπανικό torpe και το εγγλέζικο butterfingers = κουλοχέρης / άγαρμπος). Βλ. και Παρμενίων, Παρμενίδης.
-Κράτα 'κει χάμου το τραπέζι να το τραβήξουμε κατά 'δώθε.
-Ωχ! Μου 'πεσε μπαρμπούλη!
-Ω ρε, μπίτι παρμένο είσαι;
3 comments
Ο ΑΛΛΟΣ
Τι ωραία! Τη βρίσκω με τέτοιου είδους ερμηνείες.
Το ισπανικό, τι σημαίνει στην κυριολεξία;
Να θυμίσω και την κοινή ελληνική έκφραση «μανταλάκια έχουν τα χέρια σου;»
HODJAS
Στα ισπανικά είναι ταυτόσημο, λέξη προς λέξη (!)
Galadriel
Και στα παραδείγματα τα κεφαλαία λέμετεεε