Ψευδο-επώνυμο που σημαίνει τον άσχετο, τον ηλίθιο, τον άκυρο.
Ε μα, ο καθε ασχετιδης λεει την παπαντζα του γιατι του το ειπε ο γνωστος που εχει γνωστο ενα γυμναστη που το διαβασε στο σουπερ-κατερινα... συγνωμη για την πολυλογια, καλημερα. (Εδώ).
Ψευδο-επώνυμο που σημαίνει τον άσχετο, τον ηλίθιο, τον άκυρο.
Ε μα, ο καθε ασχετιδης λεει την παπαντζα του γιατι του το ειπε ο γνωστος που εχει γνωστο ενα γυμναστη που το διαβασε στο σουπερ-κατερινα... συγνωμη για την πολυλογια, καλημερα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Στην ποικιλία της Κεφαλονιάς, είναι ο άχρηστος, ο βλάκας.
Όντας κόντευα να τελέψω, ξανάρκεται, Κυρά μου, εφκειό το δεούτελο η Τζόγια, να με ρωτήσει που είναι η σκάτουλα με τα κιάκια. Έγώ σκιάχτηκα. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Είδος ξυλουργικού εργαλείου για κόψιμο, πελέκημα και μεταφορικώς ο ανόητος, ο χαζός.
Ετυμολογία: σκεπάρνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σκεπάρνιν / σκεπάριν < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σκεπάρνιον < αρχαία ελληνική σκέπαρνον.
Μη του δίνεις σημασία, ο τύπος είναι σκεπάρνι.
Got a better definition? Add it!
Ο προγλωσσικός, ο χαζός, επειδή ο ήρωας του ομώνυμου μυθιστορήματος του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ είχε μεγαλώσει στη ζούγκλα, μαθαίνοντας κατ' αρχήν τη γλώσσα των ζώων.
Στην κοσμάρα του είναι ο μόγλης.
Got a better definition? Add it!
Σκωπτικό προσωνύμιο για τον Μεσολογγίτη. (Δες).
Ο Ναπολέων ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ και το Μεσολογγιτάκι, ο… ψαρόμυαλος κριτής του! (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Χελωνόβιος είναι αυτός που δεν έχει την δυνατότητα είτε εκ γενετής είτε εκούσια να συμβαδίσει με τους γρήγορους ρυθμούς των φίλων, της οικογένειας, των πληροφοριών και γενικότερα όλων των δραστηριοτήτων και δημιουργιών που σχετίζονται με την διαδικασία της ζωής. Συνήθως τα άτομα αυτά παρουσιάζουν δυσκολία στην συννενόηση και μπορεί κάποιος να τους γνωρίζει και ως Καθυστεριμενους.
-Πως πάει τόσο αργά αυτός ρε; -Κοντρες με τον θάνατο κάνει. -Ναι ρε κλασικός χελωνόβιος.
Got a better definition? Add it!
Ο τρέντουρας αποτελεί ειδική περίπτωση κάγκουρα, διότι ακολουθεί συνεχώς τις νέες τάσεις της μόδας ("fashion trends", που λένε και στην Καλαμπάκα): Ό,τι έχει σχέση με ρούχα, παπούτσια, κλπ ("Μαλλί, γυαλί και παντελόνι Lee", που λέγανε και οι "παλιοί"...!). Επίσης ακολουθεί και ό,τι νέα μόδα έχει σχέση με τον τρόπο ζωής ("life style", που λένε και στην Καλαμπάκα), δηλαδή: Συχνάζει στα πιο "in" club-άκια, καφετέριες, παραλίες & νησιά για διακοπές, κλπ, και γενικώς ασπάζεται κάθε μορφή καταναλωτισμού που του επιτρέπει το βαλάντιό-του ("πορτοφόλι-του", που λένε και στην Καλαμπάκα). Επίσης ακολουθεί όλες τις νέες τάσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ("social media", που λένε και στην Καλαμπάκα).
Ουδέν σχόλιο...
Got a better definition? Add it!
Ο κουτός, ο χαζός, ο βλάκας.
Εκείνος που έχει χαμηλή νοημοσύνη, που δεν είναι έξυπνος.
Κατά το παρελθόν έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει γαϊδούρια.
Η Αλίκη Βουγιουκλάκη στο τραγούδι "Γαϊδαράκος" λέει "Ντε, βρε γαϊδαράκο, ντε, ντε με τα γαϊδούρια τ' άλλα, γαϊδαρέ μου, κουτεντέ".
Επίσης, η Γεωργία Βασιλειάδου στο τραγούδι "Ο κυρ γάιδαρος" λέει "Ντε κυρ Μέντιο Ντε Ντε Ντε Αχ κυρ Μέντιο κουτεντέ".
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δεν είσαι αστείος.
Ρητορική ερώτηση, χρησιμοποιείται ως απάντηση σε και καλά αστείο πείραγμα, με το οποίο δε γέλασε κανείς και κυρίως όχι ο θιγόμενος. Συχνά διατυπώνεται σε εμφατική επανάληψη. Μειωτικό, προφέρεται με απέχθεια κι έχει στόχο να κόψει το βήχα.
-Τι σπυρί είναι αυτό που φύτρωσε στη μύτη σου ρε; Ξεκίνησε η μεταμόρφωση σε μάγισσα; Μουάχαχα.
-Είσαι αστεία τώρα; Είσαι αστεία; Άντε γαμήσου κοίτα τον κώλο σου που πήρες πέντε κιλά σε πέντε μέρες.
-Έλα μωρή sense of humor.
Το δόκιμο καταφατικό "είσαι αστείος" μπορεί επίσης να είναι μειωτικό, με την έννοια του "είσαι γελοίος" και αντίστοιχο του "είσαι γραφικός". Επίσης μειωτικό είναι το "δεν είσαι αστείος", άντε βρες άκρη.
Είσαι αστείος που επιμένεις ότι ουισκι και κλαμπ είναι Ελληνικές λέξεις….Οι φίλοι σου πως σε φωνάζουν UFO η ATIA????? Xaxa (jizz εδώ)
Got a better definition? Add it!
Μια αστεία λέξη που χρησιμοποιείται ως αόριστος κωμικός χαρακτηρισμός για άτομο που θέλουμε να παρωδήσουμε. Στο έργο του Νίκου Σαραντάκου Λέξεις που Χάνονται (Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, 2011, σ. 44) βρίσκω την ετυμολογία της: "Ο βαρδαλαμπούμπας ήταν η δερμάτινη καλύπτρα (δαχτυλήθρα) που χρησιμοποιούσαν οι πολυβολητές στα παλιά εμπροσθογεμή κανόνια για να προστατεύσουν τον αντίχειρά τους, που έκλεινε την οπή του οπαίου. Ετυμολογείται από το ενετικό varda-la-bomba, όπως λεγόταν το σύνεργο αυτό. Συνεκδοχικά, βαρδαλαμπούμπας είναι ο αντίχειρας και μεταφορικά έτσι λέγεται ο κοντόχοντρος άνθρωπος, που μοιάζει με αντίχειρα".
Ο Νίκος Σαραντάκος παραθέτει παραδείγματα από τον Κωνσταντίνο Οικονόμο τον εξ Οικονόμων που έδωσε αυτήν την ονομασία σε έναν ήρωα του Φιλάργυρου του Μολιέρου κατά τη μετάφρασή του, και από τον Γιάννη Σκαρίμπα που ονόμασε το 1976 τον Αλέξανδρο Σολζενίτσιν ως "βαρδαλαμπούμπα του φαρισαϊσμού"! Για περισσότερα βλέπε στο σχετικό σημείωμα. Τα παραδείγματα που βρίσκω στο Διαδίκτυο δείχνουν ότι, με κάποιες εξαιρέσεις που θα δείτε, συνήθως έχει χαθεί η αρχική ετυμολογία και το βαρδαλαμπούμπας χρησιμοποιείται ως γενικός μειωτικός κωμικός χαρακτηρισμός, κάπως όπως τα χλιμίτζουρας και φίτσουλας. Κάποιοι που γνωρίζουν την αρχική σημασία επικεντρώνουν και αυτοί μάλλον στη χαρακτηριολογική σημασία για να δηλώσουν άνθρωπο κοντόχοντρο και ωσεκτουτού αμπλαούμπλα, μαλθακό, νωθρό, κλασικό μαλάκα Έλληνα και άλλα, ανάλογα με την ερμηνεία που δίνει στη λέξη ο κάθε βαρδαλαμπούμπας.
Got a better definition? Add it!