(Κλασσική αργκό): μπατίρης, ξεπεσμένος, πρεζάκιας, βαρετός, άχρηστος, λαθραίο (κλεψιμέικο).
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παντελή έλλειψη οιασδήποτε προοπτικής ή ανακάμψεως προσώπου που φέρει τις ανωτέρω αρνητικές ιδιότητες και προσδοκά (εις μάτην) ανάστασιν νεκρών.
Εξαιρείται η έννοια του λαθραίου, διότι πιθανότατα προέρχεται από σημασιολογική σύμφυρση με το θαμμένος (κρυμμένος). Λέει ο Καββαδίας στη «Βάρδια»: «Είχε βρωμίσει ο πεθαμένος ...» (= είχε γίνει γνωστό ότι είχε μαζί του κλεψιμέικα ή ήταν γνωστή καβάτζα που τα 'θαψε) και δεν μπορούσε να τα ξεφορτωθεί δίχως να κινήσει υποψίες.
Υπό την έννοια του άχρηστου, λέγεται συνήθως στη μπάλα, για παίχτη βιζόν.
(Μαλάκας): Κάποτε στην Ομόνοια ήκμαζε το εμπόριο και η ζωή. Τώρα μόνο κάτι πεθαμένοι κυκλοφορούνε. Αααααχ ... Τίποτα δεν έμεινε όρθιο, τίποτα!
— Αύριο παίζει ο γαύρος με την Καβάλα.
— Καααλά, για τρία μπαλάκια τα κόβω να φάνε τα καρντάσια. Αφού, όλο κάτι πεθαμένα βάζουνε στο κέντρο.— Πάμε το βράδυ σε καμιά μπουάτ ν' ακούσουμε λάιβ;
— Γιατί, Μεγάλη Παρασκευή έχουμε; — Δεν έχεις δίκιο, παίζουν ωραία μουσική στις μπουάτ.
— Εμένα μου λες; Όλο κάτι πεθαμένα παίζουνε. Πηξ-βλαξ, Μάλαμα και στο τσακίρ-κέφι Λοΐζο! Σιγά μην ανέβουμε και στα τραπέζια με Αλέκα Κανελλίδου...
1 comment
Hank
Very sad but very true!