(Κλασσική αργκό): μπατίρης, ξεπεσμένος, πρεζάκιας, βαρετός, άχρηστος, λαθραίο (κλεψιμέικο).

Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την παντελή έλλειψη οιασδήποτε προοπτικής ή ανακάμψεως προσώπου που φέρει τις ανωτέρω αρνητικές ιδιότητες και προσδοκά (εις μάτην) ανάστασιν νεκρών.

Εξαιρείται η έννοια του λαθραίου, διότι πιθανότατα προέρχεται από σημασιολογική σύμφυρση με το θαμμένος (κρυμμένος). Λέει ο Καββαδίας στη «Βάρδια»: «Είχε βρωμίσει ο πεθαμένος ...» (= είχε γίνει γνωστό ότι είχε μαζί του κλεψιμέικα ή ήταν γνωστή καβάτζα που τα 'θαψε) και δεν μπορούσε να τα ξεφορτωθεί δίχως να κινήσει υποψίες.

Υπό την έννοια του άχρηστου, λέγεται συνήθως στη μπάλα, για παίχτη βιζόν.

  1. (Μαλάκας): Κάποτε στην Ομόνοια ήκμαζε το εμπόριο και η ζωή. Τώρα μόνο κάτι πεθαμένοι κυκλοφορούνε. Αααααχ ... Τίποτα δεν έμεινε όρθιο, τίποτα!

  2. — Αύριο παίζει ο γαύρος με την Καβάλα.
    — Καααλά, για τρία μπαλάκια τα κόβω να φάνε τα καρντάσια. Αφού, όλο κάτι πεθαμένα βάζουνε στο κέντρο.

  3. — Πάμε το βράδυ σε καμιά μπουάτ ν' ακούσουμε λάιβ;
    — Γιατί, Μεγάλη Παρασκευή έχουμε; — Δεν έχεις δίκιο, παίζουν ωραία μουσική στις μπουάτ.
    — Εμένα μου λες; Όλο κάτι πεθαμένα παίζουνε. Πηξ-βλαξ, Μάλαμα και στο τσακίρ-κέφι Λοΐζο! Σιγά μην ανέβουμε και στα τραπέζια με Αλέκα Κανελλίδου...

(από xalikoutis, 05/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified