Τα αρχίδια. Μπορεί να τα υποκαταστήσει σαν λέξη σε όλες τους τις σημασίες, δίνοντας εκφραστικά ένα διαφορετικό, συνήθως ηπιότερο, αποτέλεσμα.

Μερικές συνήθεις χρήσεις του όρου, πιο συγκεκριμένα:

  1. Μπορεί να σημαίνει απλά τους όρχεις.

  2. Ως συνώνυμη των απαξιωτικών για αντικείμενο, πρόσωπο ή κατάσταση μούφα, μάπα, πίπα, κόφα, απάτη.

  3. Στην έκφραση αδιαφορίας «στα μπομπόλια μου» ως απόλυτα ισοδύναμης της «στ' αρχίδια μου».

  4. Για να καταδείξει ανδρισμό ή και αποτελεσματικότητα. Βλ. νάνος, αλλά με κάτι αρχίδια να, γκόμενα με αρχίδια, μηχάνημα μ' αρχίδια.

Η λέξη έγινε ευρύτερα γνωστή από το βιντεάκι του «Σαλονικιού στο Άμστερνταμ», το οποίο προβλήθηκε, εκτός από αλλού, και στην εκπομπή του Λάκη Λαζόπουλου Αλ Τσαντίρι Νιουζ. Από αυτό, άλλωστε, το βιντεάκι και τα σίκουέλ του, έχει αυτονομηθεί η έκφραση «μπομπόλια Ευρώπη!».

Η ετυμολογία της, όμως, δεν είναι εξίσου σαφής. Μπορεί εμείς εδώ στο slang.gr να είμαστε ό,τι να 'ναι αλλά, μερικές φορές πάνω στην τρέλα μας και από μεράκι, κάνουμε ρεπορτάζ - απλά δεν καταλήγουμε οπωσδήποτε κάπου... Τουλάστιχον εμείς το δηλώνουμε!

Ακολουθούν raw data που βαρέθηκαν να περιμένουν διασταύρωση στο word:

  1. Πολλοί το θεωρούν σαλονικιώτικο ή βορειοελλαδίτικο ιδιωματισμό, προφ λόγω του Μητσάρα, πρωταγωνιστή στα βιντεάκια (άσχετο: λαμπρό δείγμα νεο-μπαγιάτη κττμγ). Ωστόσο, με λίγο γούγλε-γούγλε, εντοπίστηκε σε εφημερίδα του Ελληνικού Γορτυνίας αλλά και σε γλωσσάρι κερκυραϊκών όρων.

  2. Επισταμένη τηλεφωνική και επιτόπια έρευνα σε πηγές μας, επανέλαβε την άγνοια των Μακεδόνων περί της προέλευσης του λήμματος και την πίστη τους ότι πρόκειται για νοτιοελλαδική υπόθεση. Εις εξ αυτών χαρακτηριστικά ανέφερε ότι ακουγόταν πολύ σε παρέα συμφοιτητών του εξ Ηλείας.

  3. Παράλληλες κυριολεκτικές σημασίες που εντοπίστηκαν στο ίντερνετ παραπέμπουν σε σαλιγκάρια (ξηράς και θαλάσσια), μπαλάκια γενικώς, βρασμένο καλαμπόκι (μάλλον ενν. οι κόκκοι αυτού), μικρά κομματάκια φελιζόλ σε λούτρινα ζωάκια, οι κόκκοι σταριού στα κόλλυβα, οι κόκκοι του χοντροκομμένου αλατιού, οι οποιοιδήποτε σπόροι.

  4. Άλλοι τύποι της ίδιας λέξης είναι μπουμπόλια, μπορμπόλια, μπόλια, μπουσμπουρέλια, αν όχι σε όλες τις σημασίες, τουλάχιστον σε κάποιες από αυτές.

  5. Τέσσερα γνωστά λεξικά συν ένα λεξικό της αργκό που λαθρανάγνωσε ο γράφων στον Παπασωτηρίου για χάρη του σλανγκεπώνυμου πλήθους, την λέξη την έχουν γραμμένη κυριολεκτικά. Σο, τζίφος κι από κει.

  6. Borbolya στα ουγγαρέζικα σημαίνει τον θάμνο barberry/berberry, μερικά είδη του οποίου έχουν πράγματι σφαιρικούς καρπούς. Bo-bol είναι slang της καραϊβικής για την οικονομική διαφθορά (σ.σ. εδώ φαίνεται τι σκάλωμα έφαγε ο γράφων με το παρόν λήμμα...).

Ακολουθώντας δυο φιλοσοφικές αρχές όλος-χρόνος φαβορίτες του γράφοντος, ήτοι την Occam's razor και αυτή της ήσσονος προσπάθειας, καταλήγουμε στο απρόσμενα απλό συμπέρασμα ότι ο όρος προέρχεται είτε από την μπάλα είτε από την μπόλια, με κάποιους περίπλοκους γλωσσικούς μηχανισμούς. Πιο πολύ δεν το ψάχνω, μη με αγριοκοιτάτε. Έχω και ζωή, ξέρετε.

  1. - Το μαλακιστήρι τον ξα σου θα του ρίξω πολύ ξύλο καμιά ώρα, να ξέρεις.
    - Αμ εγώ τι θα του κάνω; Μόνο στα μπομπόλια μην τον βαρέσεις κι έχουμε άλλα. Τον έχω χρεωμένο απ' τη θεία μου το τσογλανάκι για το καλοκαίρι.

  2. - Τι είναι αυτά ρε; Δημόσια τουαλέτα το λένε αυτό οι βρωμιάρηδες;
    - Είδες; Ένα διαχωριστικό μόνο, στην άκρη του δρόμου και το κανάλι γίνεται ο κατουρώνας ολονώνε.
    - Μπομπόλια Ευρώπη...

[και λοιπές χρήσεις, ως εκ του ορισμού]

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Μέτρησα 42 λίνκια! Είσαι το απόλυτο παράδειγμα προς μίμησιν για τους νέους! (και τους παλαιούς)

#2
Galadriel

Το καλό πράμα αργεί, ε; :)

#3
poniroskylo

@ patsis Στος! Την λέξη εγώ την ξέρω από Θεσσαλονίκη/Χαλκιδική και σημαίνει, βεβαίως, αρχίδια αλλά την έλεγαν πιο συγκεκριμένα για να δηλώσουν τα αρνίσια αρχίδια, άλλως γνωστά και ως αμελέτητα. Θυμάμαι δε σαν σήμερα πώς την πρωτάκουσα τη λέξη. Όπου σε ηλικία εννιά χρονών συνοδεύω τη γιαγιά μου (θ.σχ.) Μεγάλη Πέμπτη στα ψώνια για την μαγειρίτσα. Όπου έχουμε πάρει τη συκωταριά ολόκληρη συν αντεράκια συν τη μάνα του και τον πατέρα του και το μόνο που έχει μείνει στο ψυγείο με τη βιτρίνα είναι δυο ροζέ μπαλονάκια, ας πούμε, μέσα σ'ένα πιάτο. Όπου λέω στη γιαγιά μου «αυτά γιατί δεν μας τάβαλε; απ'τη συκωταριά δεν είναι κι αυτά;». Όπου ο χασάπης υπομειδιά, η γιαγιά πάει ν'αλλάξει κουβέντα, εγώ επιμένω και τελικά η γιαγιά μου λέει «άστα αυτά, αυτά είναι μπομπόλια». Και την πιάνει νευρικό γέλιο για την επόμενη μία ώρα. Και όταν συνέρχεται μου εξηγεί ότι τα μπομπόλια είναι τα μπρικανάκια από το αρνάκι και συνεννούμαστε. Όπου μπρικανάκια είναι μια άλλη λέξη της παιδικής μου ηλικίας που δεν την έχω ακούσει ποτέ έξω από την οικογένειά μου και γι'αυτό δεν την ανεβάζω.

#4
Galadriel

#5
iron

πάτση, έσκισες, δεν το συζητάω, τι φόρμα είναι αυτή, χαφτού μη σε ματιάξω!

#6
patsis

(Ωχ, το μάτι μου) Ευχαριστώ σας. Είπα να δραστηριοποιηθώ και να επιστρέψω. «Sequel 2: Η επιστροφή».

Όποιος μάθει ετυμολογία, μας το λέει και μας τσι χορεύτριες.

#7
patsis

Α, ναι. Hank, όλως τυχαίως, το 42 είναι αρκετά σημαντικός αριθμός. Γκούγκλαρε, αν θέλεις, το εξής: the answer to life, the universe and everything.

#8
johnfistikis

και μπομπαλάκια επίσης
το λένε σε κέρκυρα, λευκάδα

#9
vikar

Μπομπαλάκια ρε, ναί, δίκιο!... (Τόσα τσιγάρα κι' οι συνάψεις ακόμα τζίφος...) Λέγεται και Θεσσαλονίκη, απο παλιούς τουλάχιστον, ή απο χασάπηδες. Ωστόσο το μπομπόλια δέν θυμάμαι να τό 'χω ακούσει.

#10
gizaha

Μάγκες σήμερα άκουσα τη λέξη μπομπόλια με την έννοια των ταρζανιδίων (ταρζανίδιο, το), περιοχή Βόρειας Ελλάδας. Υπάρχει περίπτωση να ισχύει;

#11
gizaha

Ο Μαμαλάκης διαφωνεί. Λέει πως μπομπόλια είναι τα θαλασσινά σαλιγγάρια

#13
MXΣ

Ίσως θα μπορούσε να λεξικογραφηθεί ως:

λαική περιγραφή σφαιρικού αντικειμένου όπως όρχεων, σαλγκαριών, ταρζανίδιων, κλπ, πιθανής ετυμολογίας από τον βόλος (μπίλια, αρχ. βῶλος) ή το λατινικλεμένω αγγλικό ball = μπάλα, βλέπε και «μπαλάκια» αντί του «αρχίδια». Παρεμφερές μπουμπάρι. Συνήθης και η επανάληψη της πρώτης συλλαβής, π.χ. μαλάκας -> μαμαλάκας. 42.

#14
patsis

Πιθανή ετυμολογία από το βολβός, μέσω λατινικών. Ιδέα από εδώ:

Η λέξη «βρούβα» θεωρείται αντιδάνειο από την λατινική. Βολβός > bulbus (λατινικά) > βούλβα > βρούβα.

#15
Vrastaman

The plot thickens: μπομπόλια = βούλβες?

Δηλαδή όταν κάποιος πάει για βρούβες δεν ξέρει τι θα τον βρει;