Πράξη κατά την οποία εκπρόσωπος του ωραίου φύλου, σκύπτουσα μεταξύ των κάτω άκρων εκπροσώπου του δυνατού και σε ύψος τέτοιο ώστε το ανδρικόν μόριον (ή μαλαπέρδα, ή ματζαφλάρι / καβλιτζέκι ή τσουτσούνι κα) να παραλληλίζεται με την είσοδο του πεπτικού συστήματος, προβαίνει στην πράξη του θηλασμού του εν λόγω μορίου.

Η πράξη που λαμβάνει χώρα σε ατμόσφαιρα ευλαβική διαφοροποιεί την πεοθηλάζουσα από την τσιμπουκλού διότι, ενώ η πρώτη απολαμβάνει τη διαδικασία, ικανοποιώντας κατάλοιπα της βρεφικής ηλικίας (πρώιμη διακοπή θηλασμού) αλλά και Φροϊδικά συμπλέγματα, η δεύτερη απολαμβάνει το αποτέλεσμα και την κυκλική πορεία της κατάστασης του πέους (γαριδάκι-στικ-κοντάρι-πύραυλος-ξανά γαριδάκι)

- ααααα, ωωωωωωωωω, μμμμμμμμμ
- μιαμ μιαμ μιαμ μιαμ
- ωωωωωωωω αααααααααα
.....

(από patsis, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Khan

Όντως, ο επίσημος όρος είναι πεολειχία και όχι πεοθηλασμός, όπως νομίζουν μερικοί. Οπότε ο όρος πεοθηλασμός ως πιο ποιητικός και πιο γιαλομικός ενέχει ένα στοιχείο σλανγκ. Άντε για να αντισλανγκαρχιδίσω και λίγο...

#2
Stravon

Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά αυτό το θεμελιώδες λήμμα έχει πάρει μόνο 6 votes;